Ο Νίκος Κοεμτζής, που πέρασε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που το 1973 στην πίστα του λαϊκού κέντρου «Νεράιδα» της Αθήνας σκότωσε τρεις ανθρώπους για μια παραγγελιά, «για ένα ζεϊμπέκικο», και στη συνέχεια καταδικάστηκε σε θάνατο, είδε την ποινή του να αλλάζει σε ισόβια και αποφυλακίστηκε μετά από 23 χρόνια για να φύγει από τη ζωή στα 73 του, το 2011, εύχεται από σκηνής να του δοθεί η ευκαιρία να αφηγηθεί την ιστορία του για μια τελευταία φορά σε απλούς ανθρώπους. Όπως και κάνει, μέσα από την θεατρική παράσταση «Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή» του νεοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Γέττου.
Ο τελευταίος ενδιαφέρθηκε για την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή από την εφηβεία του. Κυρίως για κοινωνιολογικούς και ιστορικούς λόγους. Σήμερα στο πρώτο έργο που έγραψε για το θέατρο, τον προαναφερθέντα μονόλογο που ερμηνεύει στον ομώνυμο ρόλο ο Μάρκος Γέττος κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Σταθμός, ο νομικός, μουσικός και συγγραφέας που ζει και εργάζεται στην Κύπρο, βυθίζει το κοινό σε μια ανασκόπηση από τον μεσοπόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση μέχρι τον εμφύλιο και τα χρόνια της χούντας.
Πώς, λοιπόν, ξαναβλέπουμε σήμερα το έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή; Ποια είναι η ιστορία της βίας ενός εγκλήματος; Ο Βαγγέλης Γέττος απαντά στο ΒΗΜΑ.
Τι πυροδότησε ένα θεατρικό μονόλογο γύρω από το έγκλημα και την υπόθεση του Νίκου Κοεμτζή;
Είναι μία ιστορία που με απασχολεί από την εφηβεία μου. Για διάφορους λόγους: ιστορικούς, κοινωνικούς αλλά και προσωπικούς. Τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς λόγους τους εντοπίζω σε ένα βασικό ερώτημα που αφορά στην όλη ιστορική και κοινωνική υπόθεση της Ελλάδας: που οφείλεται η κακοδαιμονία του τόπου μας; Τους προσωπικούς τους ανακάλυψα αφού έγραψα το κείμενο μέσα από μια αναδρομική ανασκόπηση.
Σε ποιες πηγές βασιστήκατε (υπάρχουν η αυτοβιογραφία του Κοεμτζή, το βιβλίο του Γιώργου Λιάνη, το Μακρύ Ζεϊμπέκικο του Διονύση Σαββόπουλου, οι εφημερίδες της εποχής); Λάβατε υπόψη σας την ταινία του Παύλου Τάσιου «Παραγγελιά»;
«Το δικό μας έργο είναι ένας μονόλογος μεταβαλλόμενης τάσης που αποπειράται να εξερευνήσει και όχι απλώς να καταγγείλει.»
Πέρα από τις πηγές που αναφέρετε, είχα το προνόμιο χάρη στον ερευνητικό μου συνεργάτη και δικηγόρο Φώτη Παλαμιώτη να μελετήσω σε βάθος την δικαστική πλευρά της υπόθεσης Κοεμτζή μέσα από τη δικογραφία, τον ποινικό του φάκελο και συναφές υλικό. Πρόκειται για υλικό που εξ όσων γνωρίζω δεν έχει τύχει εκτενούς επεξεργασίας μέχρι σήμερα.
Τέλος, αναφορικά με την ταινία, αποτελεί μια εμβληματική κατάθεση που συγκαταλέγεται στις κορυφαίες αναφορές «αντικουλτούρας» της γενιάς μου. Η «Παραγγελιά» είναι ένα ουρλιαχτό. Το δικό μας έργο είναι ένας μονόλογος μεταβαλλόμενης τάσης που αποπειράται να εξερευνήσει και όχι απλώς να καταγγείλει.
Το έργο είναι κατά κάποιο τρόπο οικογενειακή υπόθεση καθώς ο αδερφός σου Μάρκος Γέττος τον υποδύεται επί σκηνής. Πώς φτάσατε από κοινού σε αυτή την απόφαση;
Το έργο πρωτοπαίχτηκε στην Κύπρο το 2021 με άλλη ομάδα. Όταν ήρθε η ώρα της Αθήνας (και ευελπιστούμε προσεχώς και άλλων πόλεων), ένιωσα ότι ο αδερφός μου, με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινές αναφορές και ένα ισχυρό ενδιαφέρον για μεταιχμιακές καταστάσεις και προσωπικότητες που σφράγισαν την Ιστορία, ήταν η φυσική συνέχεια.
Αφού του έδωσα το κείμενο, ο Μάρκος ανέλαβε να συγκροτήσει μια ομάδα που εξελίχθηκε σε μια πανέμορφη σύναξη καλλιτεχνών υψηλής αισθητικής και επαγγελματισμού. Και να ’μαστε εδώ.
Πόσο απαιτητική ως διαδικασία αλλά και ως εμπειρία στάθηκε η συμπύκνωση της ιστορίας και της απολογίας του Κοεμτζή σε έναν μονόλογο μίας ώρας περίπου;
Δεν ξέρω αν όσα θα πω οφείλονται στο ότι αυτό είναι το πρώτο μου έργο αλλά θυμάμαι τη δημιουργική διαδικασία σαν μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες της ζωής μου. Βρισκόμουν αντιμέτωπος με δυσεύρετα ερευνητικά ευρήματα που μου επιβεβαίωσαν την υποψία την οποία είχα από την πρώτη στιγμή που άκουσα για αυτή την ιστορία: ότι η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της Ελλάδας.
Πράγματι, το γεγονός και μόνο ότι η δίκη του Κοεμτζή ξεκινά έξι ημέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα υπερβατικό στοιχείο που καταδεικνύει την συμπλοκή του προσωπικού με το συλλογικό. Είχα την τύχη να βιώσω την συγγραφή του έργου όχι τόσο σαν πρόκληση όσο σαν μια χειμαρρώδη ενόρμηση διαρκείας.
Γιατί η περίπτωση του Κοεμτζή συγκινεί την καλλιτεχνική δημιουργία;
«Ο Κοεμτζής είναι το προϊόν μιας κοινωνικής μηχανικής. Θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι ή ακόμα και της αρχαίας τραγωδίας.»
Θα πρότεινα τη λέξη «προβληματίζει». Η «συγκίνηση» προϋποθέτει ότι συμπαθείς τον πάσχοντα (αντι)ήρωα. Στην «Τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή» απέχουμε από οποιαδήποτε προσπάθεια υποβάθμισης τέτοιων μεθοριακών καταστάσεων σε ζητήματα συναισθηματικής πρόσληψης.
Ο Κοεμτζής είναι το προϊόν μιας κοινωνικής μηχανικής. Θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι ή ακόμα και της αρχαίας τραγωδίας. Υπερβαίνει, διαρρηγνύει, διαπερνά τα δεδομένα μανιχαϊστικά σχήματα του πολιτισμού: δίκαιο και άδικο, καλό και κακό, ηθικό και ανήθικο. Μια άδικη, κακή, ανήθικη κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει ότι θα μπορέσει να συντηρήσει μονοκαλλιέργεια δίκαιων, καλών και ηθικών πολιτών.
Βιώνουμε ως κοινωνία αλλεπάλληλα σοκ από εγκλήματα που σχετίζονται με πολλούς και βίαιους θανάτους, ειδικότερα γυναικοκτονίες. Τι έχει να μας πει στο σημερινό πλαίσιο η περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή με δεδομένο ότι κι εσείς κινηθήκατε δραματουργικά με γνώμονα μια σειρά ερωτημάτων, όπως πώς γεννιέται ένας εγκληματίας, πώς η βία γεννά βία και ποια η κοινωνική ευθύνη;
Ο Κοεμτζής ήταν θύτης τριπλής δολοφονίας. Αλλά ήταν και θύμα του μετεμφυλιακού status quo. Δεν ξέρω αν μπορούμε να συσχετίσουμε αυτή την υπόθεση με τις στυγνές δολοφονίες γυναικών.
Πάντως ο υποκοσμιακός μεν, αξιακός δε κώδικας του Κοεμτζή και της συνομοταξίας του, σε καμία περίπτωση δεν θα ενέκριναν τέτοιες πράξεις. Μέσα στο λυκόφως των διαδρόμων όπου κινείτο το luben προλεταριάτο των μεγάλων πόλεων, εκτός από την παρεκτροπή και την παρέκκλιση, υπήρχε και η μπέσα. Μια ακριβή λέξη και στάση που σπανίζει σε πολλές πτυχές του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού: από την πολιτική μέχρι τον έρωτα και από τις εργασιακές σχέσεις μέχρι τη θρησκεία.
Στο έργο ο Κοεμτζής επανέρχεται από τους νεκρούς, βγάζει τα εσώψυχά του, κατατρύχεται από ερινύες και μέσα από τα λόγια του και την αφήγηση του ραδιοφωνικού εκφωνητή, περνούν οι αντιφάσεις της κοινωνικοπολιτικής ιστορίας της Ελλάδας και μια ιστορική περίοδος κοινωνικών ανισοτήτων, φίμωσης πολιτικών πεποιθήσεων και βίαιης καταπίεσης μετά τον εμφύλιο μέχρι και τη δικτατορία. Σε μια χρονιά που γιορτάζουμε ως χώρα τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τι πρέπει να μας προβληματίσει;
Τη χρονιά που γιορτάζουμε 50 χρόνια δημοκρατίας, η Ευρώπη ετοιμάζεται να ανοίξει και πάλι την πόρτα στην ακροδεξιά, στο μίσος, στον φόβο. Η Ελλάδα δεν μένει πίσω. Μαζί με την επέτειο των 50 χρόνων δημοκρατίας έχουμε και την επέτειο 16 χρόνων από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου καθώς και την επέτειο 11 χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Είναι γεγονότα που σημάδεψαν τη γενιά μου.
«Ο Κοεμτζής είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός παρία σε μια εποχή μειωμένων προσδοκιών. Στην κοινωνία των ψυχορραγούντων προσδοκιών του 2024, ας μην ξενιζόμαστε από την έξαρση των άγριων εγκλημάτων…»
Θα προτιμούσα μια κοινωνία που σκέφτεται συλλογικά πώς θα ήθελε να μοιάζει σε 50 χρόνια. Ο Κοεμτζής είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός παρία σε μια εποχή μειωμένων προσδοκιών. Στην κοινωνία των ψυχορραγούντων προσδοκιών του 2024, ας μην ξενιζόμαστε από την έξαρση των άγριων εγκλημάτων, του σχολικού bullying, των γυναικοκτονιών.
Τι σημαίνει η φράση στο έργο «Άμα ο χείμαρρος φάει τα σχοινιά της γέφυρας, πες ότι γυρνάς και την εβλέπεις να παλεύει να κρατηθεί όρθια. Την ξαναπερνάς;»
Ο Κοεμτζής, πριν το φονικό είχε αναρίθμητες συγκρούσεις με τον νόμο. Όταν βγήκε από τη φυλακή, λίγο πριν το φονικό, αποφάσισε να σωφρονιστεί. Έκανε σχέδια για οικογένεια, για μια «κανονικότερη» ζωή. Όμως όλα και όλοι τον τραβούσαν σαν βαρίδια στην παρανομία. Άκρως προβλέψιμα έφτασε στο ειδεχθέστερο των εγκλημάτων του. Η γέφυρα που ο Κοεμτζής προσπάθησε να ρίξει προς την όποια επανένταξη ήταν εξ αρχής ναρκοθετημένη.
Ποιο είναι το πολυτιμότερο δίδαγμα από τη διαδρομή αυτή μέχρι την υλοποίηση του θεατρικού έργου;
Ότι δεν υπάρχει θεατρικό κείμενο χωρίς τον ηθοποιό στη σκηνή. Ένα κείμενο, όσο άρτιο και επιδραστικό σε επίπεδο ιδεών και αν είναι, αν δεν αναμετρηθεί με την ύλη και την ενέργεια της σκηνικής δράσης, παραμένει απλώς ένα ακόμα σχέδιο. Ελπίζω το κείμενό μου να αποτελέσει μια στέρεη βάση για όλη την ομάδα που αναλαμβάνει την σκηνική του εμπραγμάτωση.
INFO «Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή», Θέατρο Σταθμός, 23 Σεπτεμβρίου – 29 Οκτωβρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00