Προσποίηση

Αιχμές από το Γιώργο Βέλτσο.

Ό,τι γράφεται σε συνέχειες εδώ και διασπείρεται μετά σε δυό γραμμές στα «Νέα», ακολουθεί το «μάθημα» του Λιούις Κάρολ στην «Αλίκη» και την ανάγνωσή του από τον Ζιλ Ντελέζ για τους δικούς του καθρέφτες της λογικής (και) του νοήματος.

Ο Κάρολ τα έχει όλα πει, ώστε να αρέσει σε όποιον επιμένει να διαβάζει μέσω της λογοτεχνίας την πολιτική σκέψη. (Ο Μαρξ φερ ειπείν τον Μπαλζάκ).

«Οι περιπέτειες της Αλίκης στην χώρα των θαυμάτων» διαθέτει πράγματι «υπέροχες καινοφανείς εσωτερικές λέξεις, πλέγματα, κώδικες και αποκωδικοποιήσεις, σχέδια και φωτογραφίες, ένα βαθιά ψυχαναλυτικό περιεχόμενο κι έναν λογικό και γλωσσολογικό φορμαλισμό» (*).

Διαβάλλει έτσι τον ορθολογισμό -καραμέλα.

Τον μόνο υποτίθεται «προσανατολισμό» για τη σκέψη, αλλά για μια σκέψη που δεν ξεκαρδίζεται με τα λεγόμενα του «κοινού νου», τη σοβαροφάνεια, την πλήξη, τις κοινοτοπίες και τις ταυτολογίες για καταστάσεις και πρόσωπα.

Και είναι φυσικό: την αβεβαιότητα και την αμφιβολία που ξορκίζουν οι υπηρεσίες ελέγχου και εκδόσεως πάσης φύσεως διαβατηρίων να είναι εγγεγραμμένες ήδη κι αυτές στη δομή της σκέψης, ώστε να μην πλασάρονται ως «αληθείς», ούτε «ως ψευδείς» αλλά να αποτελούν τη sine qua non προϋπόθεση για το νόημα -όσο τουλάχιστον η σκέψη συνεχίζει το «αντάρτικο» απέναντι στον τακτικό στρατό των εξουσιών εν ονόματι της Δημοκρατίας και του χονδροειδούς περιεχομένου που της αποδίδουν οι νόμοι και οι αστυνόμοι της.

Διότι «με ποια έννοια και προς ποια κατεύθυνση», θα ρωτήσει η Αλίκη -κάτι που η Διαμαντοπούλου δεν θα το σκεφτεί ποτέ- είναι κανείς δημοκράτης εκπληρώνοντας την προτροπή του Σαντ από το μπουντουάρ προς τους Γάλλους για «άλλη μια προσπάθεια»; Προσπάθεια όμως σήμερα, για ποια ισότητα, με ποιες ελευθερίες, ποιων αδελφών μεταξύ τους;

Έτσι, εκτός απ’ όσα αναλύουν οι πολιτικοί αναλυτές, μόνον όταν τα κύρια ονόματα (και οι υπογραφές) αρχίσουν να διαλύονται εις τα εξ’ ων τους, και η Διαμαντοπούλου γίνει Αλίκη, μόνον τότε, μετά από μία αδιανόητη όσμωση, θα παρασύρονται από τα συμβάντα και θα αποσπώνται από τους κανόνες και τα αμετάβατα ρήματα, θα εκπίπτουν σε ψευδώνυμα του εαυτού τους, η ίδια η ταυτότητα θα εκπλαγεί από αυτόν που εικονίζεται στην μπροστινή της όψη με ημερομηνία γέννησης και την σφραγίδα κάτω από τη ζελατίνα.

Τότε, το «Εγώ» θα οδεύσει επιτέλους στον μοναδικό προορισμό της διαύγασής του που του υπέδειξε ο Φρόιντ: «Εκεί που το «Αυτό» ήταν πρέπει το «Εγώ» να πάει», και η σκέψη να γίνει πράγματι «δράση σε πρόβα».

Για να συνοψίσω με δυό λέξεις τα περίπλοκα : δεν υπάρχει «μετά» του «μετά». Όπως δεν υπάρχει «Άλλος του Άλλου» στον Ζακ Λακάν (Séminaire VI) .

Ό,τι έχουμε να κάνουμε από εδώ και εμπρός στον δυστοπικό μας πολιτισμό είναι να καταλάβουμε το βέλος του χρόνου: πώς σ’ αυτό το «μετά» (μετα- ηθική, μετα- δημοκρατία) δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους του «πριν» αλλά με τους όρους του «πριν» που μπορεί να επανενεργοποιούνται «τώρα», χωρίς να είναι αυτό που ήταν «τότε». Δεν μας παίρνει με ανεφάρμοστες αρχές
να κοροϊδευόμαστε περισσότερο. Και εξίσου, δεν γίνεται να πράττουμε υποκρινόμενοι ότι τηρούμε τους όρους ενός καταστατικού, φερ ειπείν, ως πρόσχημα για την αβυσσαλέα φιλοδοξία και τη ρηχή ευήθεια.

Δεν τηρούμε τους όρους, όταν προηγουμένως οι συμπεριφορές μας (ίντριγκες, εγωπάθεια) τους μεταλλάσσουν σε οχήματα εξουσιομανών.

Οφείλουμε να σκεφτούμε άλλους τρόπους όχι για να διασώσουμε το «μετά», να το δικαιολογήσουμε, ή να βολευτούμε με τους νεολογισμούς θεωρητικά, αλλά για να επανενεργοποιήσουμε τους ίδιους όρους, «πριν» (αναδρομικά), π.χ. στην περίοδο του Διαφωτισμού -εάν θα έπρεπε να μην εμπαίξω και να παίξω με τις καλές προθέσεις του.

Θα αναρωτιόμουν εκ νέου με τον Καντ και τον Φουκώ : «Τι είναι ο Διαφωτισμός;» και στην περίφημη «διαλεκτική» του (Αντόρνο), θα αναζητούσα αντιδιαλεκτικά το μετασχηματισμό του

Διαφωτισμού από την νανοτεχνολογία και τον νεο-φασισμό . Θα αντιλαμβανόμουν επίσης τη σημασία της «ενικότητας», δηλαδή της διαδικασίας που διαφοροποιεί ποσότητες και διακρίνει ποιότητες.

Το τονίζω: «αρχές» (principes), όχι όπως εξέπεσαν «μετά», αλλά όπως αναδείχθηκαν ιστορικά με τους αγώνες, «πριν».

Καμία αναλυτική φιλοσοφία και κανένας διαλεκτικός υλισμός – αν θέλουμε «να μην είμαστε ανάξιοι αυτού που μας συμβαίνει» – δεν θα οδηγήσει στην διεργασία μιας νέας οντολογίας που σκέφτεται το νόημα με τη συνδρομή του μη – νοήματος και των παραδόξων.

«Οδηγία», -τι λέω; υποχρέωση – προς όλους μας την οποία ο Ντελέζ αναλαμβάνει τιμώντας τους Στωϊκούς: από τη μία το «πραγματικό» και από την άλλη, η «επιφάνεια». «Το πιο βαθύ», επιμένει ο Νίτσε.

Όχι καταστάσεις πραγμάτων, αλλά συμβάντα.

Καινούργια, ακατάστατη κατανομή παλαιών αξιών, ροές φυγής, διότι «εκεί που ο νους κατασκευάζει όπως μπορεί τις έννοιες και τα συστήματά του, δεν μπορεί να απομονωθεί από τη διαφυγή του νοήματός του».

Ρισκάρει. Και είναι επόμενο να βρεθεί αντιμέτωπος με το μη- νόημα. Ενίοτε και την παραφροσύνη. Σίγουρα την περιθωριοποίηση .

Προϋποτίθεται προφανώς ότι αφετηρία του νου είναι η «ρωγμή» του Φιτζέραλντ και η «πληγή» του Μάλκολμ Λόουρι.

Τι κάνει ο ασθενής που δεν παραδέχεται «το κακό που τον βρήκε»; Προσποιείται!

Αυτό, επί λέξει, συνιστά και στις απατημένες ερωμένες του Ντον Τζιοβάνι, o Oκτάβιο («Don Giovanni», scena XX ) : «Προσποιηθείτε!». Αντλήστε από την προσποίησή σας το ήθος του μεγάλου ηθοποιού.

Ανεβαίνει στη σκηνή, όπως γράφει στο «Παράδοξό» του ο Ντιντερό, ασυγκίνητος.

Επιθυμεί μέσα από μια επεξεργασμένη συναρμογή τον τόπο (τη σκηνή) ώστε να κερδίσει τον χρόνο. Εκθέτει όχι τον εαυτό του αλλά την παιδεία του. Τις γνώσεις του, όχι τα μελοδραματικά – γκροτέσκα αισθήματα του Γεωργιάδη και του Σεφερλή.

Από την πλατωνική «μελέτη θανάτου» – όντας αντιπλατωνιστής- χαίρεται και χαιρετά τη ζωή.

«Άλλη μια προσπάθεια» για να μην τον «φάει καλύτερα» ο λύκος με τα γυαλιά της γιαγιάς , ή να τον φθείρουν οι ψείρες των αντενεργών δυνάμεων και του ατζέντη της ΕΥΠ. Και βέβαια η αφέλεια των παραμυθάδων στα πρωινάδικα που τους ανέχεται.

Σχεδιάζει έτσι μια φιλοζωική ηθική, από το αποδεδειγμένο πλέον «homo homini lupus» της κοινωνίας του.

Προβάλλει μια στάση ζωής εντιμότερη από τις ανθρωποκεντρικές ηθικολογίες .

Όταν όλα έχουν τελειώσει, μπορεί να τα ξαναρχίσει από την αρχή.

Ανοίγει μεγαλόθυμα την κλειστή του παλάμη. Το συνιστά η μάνα του Λουίτζι Πιραντέλλο στον βαρύθυμο γιο της που την επισκέπτεται στο «Χάος» των Ταβιάνι.

Ορίζεται -του αρέσει δεν του αρέσει – από τον «χάοσμο» του Τζόυς.

Ποιός θα αμφέβαλλε τότε για τις συντεταγμένες του;

ΥΓ.

Παρακολουθώ τα διαδικαστικά των υποψηφίων των κομμάτων ως προς τα καταστατικά τους.

Θα προσέφεραν συναρπαστικότερο θέαμα, με ακόμη μεγαλύτερη τηλεθέαση, εάν στις μεταξύ τους αντεγκλήσεις και διαφορές συμπεριλάμβαναν τον ιδανικότερο τρόπο επίλυσης τέτοιων σχολαστικών ζητημάτων: το έγκλημα, αυτή την κατ’ εξοχήν αδέξια ανθρώπινη προσπάθεια..

Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί από τους ανθρωπολόγους ως η απαραίτητη θυσία για τη Δημοκρατία!

Για τη μεταδημοκρατία, θα ήταν αλλιώς: θα έβγαιναν απλώς από τη μέση μερικοί αμετανόητοι από τα ίδια τους τα κινητά που θα σκάγανε μέσα στην πλατινένια τους θήκη.

Λένε πως «οι οργανώσεις της Αριστεράς δεν είναι οι τελευταίες που εκκρίνουν τους μικρο- φασισμούς τους.

Είναι εύκολο να είσαι αντιφασίστας στο γραμμομοριακό επίπεδο χωρίς να βλέπεις τον φασίστα που είναι ο ίδιος ο εαυτός σου, ο οποίος συντηρείται και τρέφεται, εναβρύνεται με τα προσωπικά και συλλογικά μόρια».

Έτσι δεν είναι;

(*) Ζιλ Ντελέζ, «Η λογική του νοήματος», εκδόσεις Εκκρεμές, 2021, σελ. 45.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.