Ως είθισται εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο, η επικείμενη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκίας δεν συνοδεύεται από υψηλές προσδοκίες. Ευτυχώς. Και ποιες ακριβώς θα μπορούσαν να είναι αυτές, άλλωστε;

Παρά ταύτα, η συχνότητα των συναντήσεων και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτές διεξάγονται, δεν θα πρέπει ούτε να αγνοούνται, ούτε να υποτιμώνται. Οι διμερείς διαφορές είναι γνωστές, όπως και οι πάγιες θέσεις των δύο πλευρών.

Όμως οι ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων ετών, οι εξελίξεις στο ενεργειακό πεδίο, οι ρόλοι των δύο χωρών και οι δύο ενεργοί πόλεμοι στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, διαμορφώνουν ένα πλέγμα παραμέτρων, το οποίο είτε το θέλουν ορισμένοι, είτε όχι, καθορίζει πολλά.

Πιθανώς δε, να προσφέρει ευκαιρίες, αλλά και να επιβάλλει όρια στις διαθέσεις και τις επιδιώξεις όσων επιμένουν σε αναθεωρητικές τακτικές και μεγαλοϊδετιασμούς.

Αυτό που θα πρέπει να αξιολογηθεί είναι μία θεμελιώδης διαφορά στις πολιτικές εκδηλώσεις και συμπεριφορές, ανάμεσα στις δύο πλευρές. Η τουρκική ηγεσία, με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες της, εκφράζει στο σύνολο του ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα. Ελάχιστα θα διαφοροποιούνταν από τον σημερινό πρόεδρο της Τουρκίας ο όποιος διάδοχος του ως προς τα ελληνοτουρκικά. Πιθανώς δε να ήταν και πιο επιθετικός.

Στα καθ’ ημάς, η ομοφωνία ως προς αυτά είναι μεν υπαρκτή, αλλά εύθραυστη. Και επηρεάζεται από αυταπάτες, σκοπιμότητες και πάσης φύσεως ευκολίες.

Όσοι ενοχλούνται πάντως από την καταλλαγή, θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι στη μεγαλύτερη ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων ετών, το 1996, παρουσιάστηκε μία από τις μαζικότερες τάσεις φυγής των στρατεύσιμων ηλικιών προς το εξωτερικό.