Έρωτας με το πρώτο άκουσμα ήταν αυτό που ένιωσε το ελληνικό κοινό για τον Τζακ Σαβορέτι εξ ου και τον τιμά με την παθιασμένη παρουσία του κάθε φορά που ο ιταλικής καταγωγής τραγουδιστής και τραγουδοποιός κάνει εμφανίσεις στα μέρη μας. Στο πλαίσιο λοιπόν της περιοδείας του για το νέο του άλμπουμ με τίτλο «Miss Italia», ο δημοφιλής καλλιτέχνης θα δώσει δύο live με το συγκρότημά του την Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού στην Αθήνα και το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη. Τις συναυλίες θα ανοίξει ο Βάσκος μουσικός Γκίζμο Βαρίγιας που τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει κάνει μεγάλη επιτυχία με τραγούδια όπως το «Love Over Everything» ή το «Follow The Sun». Υπενθυμίζουμε πως η τελευταία δισκογραφική δουλειά του Σαβορέτι είναι ένα ιταλόφωνο άλμπουμ το οποίο αποτελεί φόρο τιμής στις ρίζες του αλλά και επανασύνδεση του με την πατρίδα του πατέρα του.
Πως αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε έναν δίσκο στα ιταλικά;
Πρόκειται για ένα περίεργο άλμπουμ με την έννοια ότι είναι το πρώτο που δεν επέλεξα να κάνω, στην πραγματικότητα θα προτιμούσα ίσως να μην είχε χρειαστεί να κυκλοφορήσει. Ο πατέρας μου πέθανε πριν από δυόμιση χρόνια και για πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα σε τέτοιο βαθμό τον πόνο της απώλειας. Άρχισα φυσικά να γράφω πολύ διότι όποτε αντιμετωπίζω έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα στη ζωή μου καταλήγω να δημιουργώ τραγούδια. Αυτή τη φορά όμως η διαδικασία δεν με βοηθούσε, δεν λειτουργούσε, και συνειδητοποίησα ότι έβρισκα γαλήνη και μια αίσθηση κατανόησης αυτού που είχε συμβεί όταν άκουγα ιταλική μουσική. Άρχισα λοιπόν να τραγουδάω τα ιταλικά τραγούδια και σκέφτηκα ότι ίσως θα έπρεπε να μάθω να γράφω κομμάτια στα ιταλικά.
Μετά τον θάνατο του πατέρα μου είχα αποφασίσει να μην πάω στην Ιταλία για κάποιο διάστημα, μου φαινόταν πολύ δύσκολο. Τελικά, μπήκα σε ένα αεροπλάνο κάπως παρορμητικά προκειμένου να αντιμετωπίσω τη φοβία μου και φτάνοντας εκεί η ανακούφιση ήταν μεγάλη γιατί άκουγα τη φωνή του πατέρα μου σε κάθε άνδρα που μιλούσε στον δρόμο, όλοι ήταν ντυμένοι και μύριζαν σαν εκείνον, η ψευδαίσθηση της παρουσίας του ήταν πολύ έντονη. Έτσι αποφάσισα να μείνω εκεί για λίγο και να γράψω τραγούδια στα ιταλικά κάτι που με ένωσε ξανά μαζί του. Και ήταν γενικά υπέροχο το να μάθω να γράφω ξανά από την αρχή γιατί πρόκειται για μια τελείως διαφορετική κουλτούρα, η γλώσσα είναι πολιτισμός, δεν είναι απλώς μερικές λέξεις, αυτό που ορίζουμε ως ρομαντικό ή αστείο είναι πολιτισμός, αυτό που μας φαίνεται θλιβερό ή χαρούμενο είναι πολιτισμός και ήταν σημαντικό για μένα το ότι βίωσα όλα αυτά τα συναισθήματα μέσα από μια άλλη κουλτούρα που κι αυτή μου ανήκει.
Ακούγατε ωστόσο πάντα Ιταλούς καλλιτέχνες. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας;
Υπήρξα ανέκαθεν τεράστιος θαυμαστής του Λούτσιο Μπατίστι, νομίζω ότι υπάρχουν επιρροές από το έργο του σε όλα μου τα άλμπουμ, μεγάλωσα ακούγοντας τη μουσική του. Θαυμάζω επίσης πολύ τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ, έναν γενοβέζο τραγουδοποιό που είναι κάτι σαν Λέοναρντ Κοέν της Ιταλίας. Ο Λούτσιο Ντάλα είναι κι αυτός ένας από τους μουσικούς ήρωες μου. Φυσικά, δεν ισχυρίζομαι ότι έφτασα στο δικό τους επίπεδο, οι τύποι ήταν ασύγκριτοι σε αυτό που έκαναν.
Υπάρχουν αρκετά ντουέτα στο άλμπουμ. Πείτε μου λίγα λόγια για τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργαστήκατε.
Ήταν πολύ ωραίο αυτό που συνέβη με τις συνεργασίες σε αυτή τη δουλειά γιατί νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν εμπνεύστηκαν από αυτό που δημιουργούσαμε. Η Νάταλι Ιμπρούλια είναι μισή Ιταλίδα και πολύ καλή μου φίλη και όταν εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μέρος αυτού του άλμπουμ απλώς της είπα ναι. Ο Μάιλς Κέιν είναι αυτός ο θρύλος του ροκ από το Λίβερπουλ και έχει εμμονή με την Ιταλία οπότε όταν έμαθε ότι γράφω τραγούδια στα ιταλικά είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι ακριβώς έπαιζε. Η Κάρλα Μόρισον είναι μία από τις αγαπημένες μου τραγουδίστριες από τη Λατινική Αμερική και επειδή θεωρώ ότι υπάρχει μια ρομαντική αθωότητα στη φωνή της πίστευα ότι θα έφερνε κάτι ντελικάτο στο κομμάτι “Canzoni Romantiche”. Η Ντιλάιλα Μοντάγκου είναι άλλη μία από αυτές τις απίστευτα καθαρές και όμορφες φωνές με κάτι μελαγχολικό και νοσταλγικό που ταίριαζε πολύ με το «Sara Sempre Domenica». Τη svegliaginevra τη γνώρισα στο στούντιο και μου άρεσε πολύ αυτό που κάνει αναμειγνύοντας την ιταλική τραγουδιστική παράδοση με τους R&B ρυθμούς. Της ζήτησα να κάνουμε μια απόπειρα να φέρουμε τους κόσμους μας κοντά και τελικά προέκυψε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια στο άλμπουμ, το Per Dire Il Tuo Nome».
Η ηχογράφηση του «Senza Una Donna» παρέα με τον Zucchero πως προέκυψε; Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσες φορές την ημέρα παιζόταν αυτό το τραγούδι στο MTV στις αρχές των 90s…
Ήμουν 7-8 χρόνων όταν το τραγούδι κυκλοφόρησε ως ντουέτο με τον Πολ Γιάνγκ, το 1991 αν δεν κάνω λάθος, και θυμάμαι να ακούγεται παντού στη Βρετανία. Είμαι μισός Ιταλός και το να ακούω ξαφνικά στην αγγλόφωνη χώρα όπου μεγαλώνω αυτή τη γλώσσα ήταν μεγάλη υπόθεση για μένα. Θυμάμαι ακόμη και τις μητέρες των συμμαθητών μου να το τραγουδάνε στο αμάξι πηγαίνοντας μας στο σχολείο. Γνώρισα λοιπόν τον Zucchero σε μια ραδιοφωνική εκπομπή που έκανα για το BBC, ένα αφιέρωμα στην ιταλική μουσική. Κατάφερα να κλείσω μια συνέντευξη μαζί του και τα πήγαμε περίφημα, αρχίσαμε αμέσως να γελάμε, γίναμε σχεδόν φίλοι. Μου είπε ότι με είχε ακούσει και του άρεσε η δουλειά μου και πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, όταν εμφανίστηκε στο Royal Albert Hall, μου ζήτησε να πούμε μαζί στις συναυλίες του το «Senza Una Donna». Δέχτηκα φυσικά αλλά του πρότεινα το ηχογραφήσουμε κιόλας κι έτσι κατέληξε και στον δίσκο κάτι για το οποίο είμαι πολύ χαρούμενος και περήφανος.
Τι μαγικό θεωρείτε ότι έχει συμβεί όσον αφορά τη σχέση σας με το ελληνικό κοινό;
Αυτό που έχει συμβεί με την Ελλάδα και θα έχει πάντα απίστευτα μεγάλη σημασία για μένα είναι ότι ο κόσμος αγάπησε τη μουσική μου χωρίς να ξέρει κάτι άλλο για μένα. Το ελληνικό κοινό άκουγε τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο και τα ξεχώρισε κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι πάντα ο εαυτός μου όταν έρχομαι στη χώρα σας – έχουμε μια σχέση που βασίζεται στην ουσία και όχι σε κάτι επιφανειακό. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου και έχω συχνά μια αφορμή να την επισκέπτομαι είναι απλώς ένα επιπλέον προνόμιο.