Ο Στεφανουά (Ζαν Σερβέ) στο  «Ριφιφί» που έβλεπα προχθές στη «Βουλή», άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, πήρε τα διαμάντια και έφυγε.

Ο Στεφανουά εδώ, διέρρηξε την Κουμουνδούρου, παραβίασε το χρηματοκιβώτιο και βρήκε «swarovski» και τη Νίνα Κασιμάτη.

Επιπλέον, θέλησε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος εμφανίζοντας σημάδια αρχόμενου Asperger.

Στην αρχή, εκνευρίζεται και φεύγει με σμπαραλιασμένο το IQ για τις Σπέτσες.

Την μεθεπόμενη μετατρέπει την οργή του σε «δημιουργία» (sic) με τους εγκάθετούς του στο πεζοδρόμιο να μουτζώνουν την Γεροβασίλη. Υπόσχεται βέβαια στον Κοντιάδη πως θα παρευρεθεί οπωσδήποτε στην ΕΣΗΕΑ στο νέο του πόνημα περί  «Εκπτώσεως των Προέδρων», όποτε κυκλοφορήσει. Και φυσικά, προτίθεται να ξανακατέβει με σαγιονάρα τον Γολγοθά, παρότι έχει εκδιωχθεί από το μοναδικό κυρίαρχο Σώμα που εδώ δεν είναι η Κεντρική Επιτροπή αλλά ο Τσίπρας.

Η Τζάκρη δεν του εξηγεί ότι τα καταστατικά των κομμάτων ελέγχονται προηγουμένως από τον Άρειο Πάγο ως προς την συνταγματικότητά τους και ότι η εσωτερική λειτουργία που ρυθμίζουν δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων – μια που, σε αντίθετη περίπτωση, στην αρμοδιότητά τους θα ενέπιπτε και η ίδια η λειτουργία της Βουλής.

Ό,τι όμως συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ (εμφανώς  και στο ΠαΣοΚ εμμέσως), μαρτυρά ένα κενό στην πολιτική ζωή που αντανακλά το κενό της κοινωνίας. Πρόκειται για το ζήτημα της «αλήθειας των δηλώσεων», η οποία υπονοείται στην πραγματολογία των ισχυρισμών μας.

Ο Χάμπερμας ήταν σαφής: «Ιδανική είναι μια ομιλιακή κατάσταση στην οποία οι επικοινωνίες δεν εμποδίζονται, όχι μόνον από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από καταναγκασμούς που προέρχονται από την ίδια την δομή της επικοινωνίας».

Ποια είναι αυτή; Το ξέρει εκτός από τον Μητσοτάκη και η Σκορδά: η τόλμη, η γοητεία και η αληθοφανής παραπλάνηση.

Δεν είναι άραγε προφανές ότι παραπλανώντας ο γοητευτικός ομιλητής πείθει τον ακροατή κι έχει κάθε δικαίωμα να αξιώνει εγκυρότητα για τις δηλώσεις του με ή χωρίς τακούνι- στιλέτο;

Επειδή τον παραπλανά και δεν εμφανίζει το πραγματικό του κίνητρο, η επικοινωνία χωρίς ορθολογικό δεσμό και χωρίς ηθική αξίωση, γίνεται  «θέαμα», δηλαδή η συσσώρευση του κεφαλαίου υπό μορφήν εικόνας: ο Κασσελάκης en personne. Εξ ου και η (καλο) πέρασή του.

Ο λόγος της επικοινωνίας έτσι, δεν λειτουργεί σαν κριτής ούτε της ορθότητάς της, ούτε της ηθικής. Και τότε, καμία διαδικασία μάθησης, καμία διανοητική ανάπτυξη και καμία μέθεξη ως προς την σχέση μας με την τέχνη δεν είναι δυνατή.

Ο κόσμος είναι όπως έγινε: πρόστυχη εικόνα και αυτονόητη ίντριγκα.

Ο κόσμος δηλαδή, του Παπά, του Κασσελάκη, του Βορίδη και των influencers της δεκάρας.

Από το λεγόμενο μετασυμβατικό στάδιο της νεοτερικότητας, επιστρέψαμε στο προσυμβατικό στάδιο των φυλετικών κοινοτήτων, της μαγείας και των παλατιανών φόνων.

Εδώ δηλαδή, που βρισκόμαστε τώρα με την Τζάκρη στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας και τον Πολάκη ως Αίγισθο.

Εάν θα επιστρέψει (από το Σούνιο) ο Ορέστης να «καθαρίσει», δεν έχει πλέον καμία σημασία.

Σημασία έχει ότι στο δίλημμα: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», το διαζευκτικό «ή», εφεξής συμπλέκει τους όρους και το διάζευγμα γίνεται σύμπλεγμα.

ΥΓ.

Να υποθέσω ότι δεν συμβαίνει αυτό με τα στελέχη της Νέας Αριστεράς;

Εάν κάνει, έστω και  μετά ένα χρόνο, δημόσια την αυτοκριτική που δεν τόλμησε ο Τσίπρας, ίσως. Πάντως, η αβεβαιότητά της για το πολιτικό της μέλλον, ας μη το παραβλέπει, απορρέει από την εσωτερική δομή της ίδιας της Αριστερά.

«Να τιμωρείσαι προτού υποπέσεις σε παράπτωμα, να κλαις προτού τρυπηθείς, να σερβίρεις προτού κόψεις μερίδες».

Τέτοιου είδους προτροπές αμφιβάλλω αν τα στελέχη της Νέας Αριστεράς τις αντιλαμβάνονται και εάν αναγνωρίζουν τη σημασία της μεταφοράς.

Νέοι οι περισσότεροι, ζουν θέλοντας και μη στην εποχή των ειδώλων της μιντιατικής πλάνης, του Κοέλιο και του Χαράρι.

Αν μάλιστα κρίνω από την «γλώσσα» στο άρθρο της Έφης Αχτσιόγλου προχθές στο «Βήμα», φαίνεται πως δεν συμμερίζεται τον «τρόπο» του Ελεφάντη στον «Πολίτη» ή του Λουί Αλτουσέρ στα «Στοιχεία αυτοκριτικής» ούτε τη διεισδυτικότητα όποιου έχει διαβάσει τα φαντάσματα του Μάρξ (όχι ακριβώς το ομώνυμο βιβλίο του Ντερριντά αλλά τη «γλώσσα» του Ντερριντά, του Ρόρτυ και των φαντασμάτων της γενιάς μου που με στοιχειώνουν).

Οπότε, για να παραπέμψω στην κατακλείδα της Αχτσιόγλου προχθές, ποια ακριβώς είναι «η συνθήκη για την οποία υπάρχουν ευθύνες ιστορικών διαστάσεων» -όταν το μέλλον πράγματι διαρκεί πολύ τόσο για τον σοσιαλισμό όσο και για την βαρβαρότητα;

Πώς απονομιμοποιείται ο νόμος;

Πώς αντιτίθεσαι στον καπιταλισμό;

Με ποιό τρόπο επιμελείσαι τον εαυτόν;

Τι σημαίνει η αρχή της αντιπροσώπευσης;

Πόση γραφειοκρατία αντέχει ενα κόμμα και πόσο αρχηγισμό;

Πώς σκέφτεσαι μέσα από την πληγή;

«Πώς δρας σαν πρωτόγονος και προβλέπεις σαν στρατηγός;»

Στα ερωτήματα αυτά, αντίθετα με τον αμήχανο Σεφέρη (βλ. «Τελευταίος σταθμός»), έχει απαντήσει στα «Φύλλα του Ύπνου» ο Ρενέ Σαρ: («Ας κόψουμε αυτό το κλαδί Κανένα μελίσσι δεν θα έρθει να κρεμαστεί εδώ»).

Και είναι νομίζω αυτονόητο επειδή το :

«σε τελευταία ανάλυση» του ‘Ενγκελς

(και μετέπειτα του Αλτουσέρ) γιά την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας δεν ισχύει επακριβώς.

Ο πολίτης διαμορφώνεται και ως αποτέλεσμα του λόγου ή του σημαίνοντος μέσω «τελετουργιών» όπως τα μίντια. Και γι’ αυτό συγκροτείται από την εσωτερίκευση του «θεάματός» του, της κατάθλιψής του, της «ενσωμάτωσης» της κυρίαρχης ιδεολογίας, στο σώμα, της παθητικότητάς του απέναντι στους μηχανισμούς.

Και τότε: «πέραν της παθητικότητας, τί»;

Το καθοριστικό ερώτημα -ανάλογο του φροϋδικού «Πέραν της αρχής της ηδονής» -το αφήνω ανοιχτό για τους ηγεμόνες και τις μέλισσες.

Την δυνατότητα μιας ενεργητικής παθητικότητας απέναντι στην εξουσία

(και το μέλι της), την εκθέτω άλλωστε σε συνέχειες εδώ.