Ο Μάνος Λοΐζος, ο συνθέτης, που αν και άφησε το έργο του ανολοκλήρωτο, πρόλαβε να αφήσει σημαντικό έργο στην ελληνική μουσική, πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 45 ετών, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.

Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 18ης Σεπτεμβρίου 1982:

«Πέθανε χθες στις 2 το απόγευμα (ώρα Μόσχας) στο Κεντρικό Νοσοκομείο της σοβιετικής πρωτεύουσας, όπου νοσηλευόταν, ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος.

»Τις τελευταίες μέρες ο Λοΐζος είχε εισαχθεί στο τμήμα εντατικής παρακολούθησης του νοσοκομείου και ειδικότερα υποβαλλόταν καθημερινά σε τεχνητή αιματοδιάγνωση».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 23.9.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η πορεία του

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 23ης Σεπτεμβρίου 1982 μέσα σε λίγες γραμμές αφηγείται τη ζωή και την πορεία του Μάνου Λοΐζου.

«Ο Μάνος Λοΐζος, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες μας, έφυγε την προηγούμενη εβδομάδα, σε ηλικία 45 χρόνων. Άφησε την τελευταία του πνοή στο Κεντρικό Νοσοκομείο της Μόσχας, ύστερα από τρία αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια.

»Υπήρξε ένας από τους τραγουδιστάδες της λευτεριάς και σφράγισε με την καλλιτεχνική προσφορά του, κυρίως τους αγώνες της νεολαίας, από τη δεκαετία του ’60 ως τις μέρες μας.

»Ο Λοΐζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Σε πολύ μικρή ηλικία, άρχισε μαθήματα βιολιού, πιάνου και κιθάρας. Το 1958 ήρθε στην Αθήνα, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, για να το εγκαταλείψει αργότερα και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική.

»Στη δισκογραφία εμφανίστηκε με μικρούς δίσκους στην αρχή, ενώ το 1968 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο “Ο σταθμός”. Aκολούθησαν οι δίσκοι: “Νάχαμε τι νάχαμε”, “Θαλασσογραφίες”, “Καλημέρα ήλιε”,  “Tα νέγρικα”  (απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία), “Τα τραγούδια μας”, “Tα τραγούδια της Χαρούλας”, “Για μια μέρα ζωής”, που ήταν και ο τελευταίος του δίσκος».

Κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού αποχαιρέτησαν τον Μάνο Λοϊζο μέσα από «ΤΑ ΝΕΑ».

«TA NEA», 18.9.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Λευτέρης Παπαδόπουλος

«Φεύγοντας για τη Μόσχα, ο Μάνος Λοΐζος, πριν από 50, περίπου, μέρες, στάθηκε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού της κόρης του, της Μυρσίνης, και της είπε:

“Φοβάμαι πως δεν θα ξαναγυρίσω. Αλλ’ αυτό δεν πρέπει να σε ρίξει κάτω. Eσύ, οφείλεις να σταθείς όρθια. Και θα σταθείς”.

»Δεν ξαναγύρισε. Πέθανε χθες το μεσημέρι, στις 2, στη σοβιετική πρωτεύουσα. Αφήνοντας τη 16χρονη Μυρσίνη, χωρίς το βαθύ, γλυκό, ζεστό ίσκιο του. Μα, βέβαιος πως η Μυρσίνη, δεν πρόκειται να ξεχάσει αυτό το “οφείλεις”, που της είχε πει».

Πρώτα βήματα

»Είχε έρθει από την Αλεξάνδρεια. Μπήκε στην Εμπορική κι άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, για να ζήσει. Ζωγράφιζε, θυμάμαι, ταμπέλλες για μπακάλικα και μανάβικα. Στα 63, τον παρουσίασε ο Μίκης μαζί με τον Χρήστο Λεοντή στη “Μαγική πόλη”. Kι από τότε, γίναμε φίλοι.

Τα τραγούδια του

»Έγραψε υπέροχα τραγούδια. Είχε μια φλέβα σπουδαίου λαϊκού συνθέτη, και μια καρδιά, μικρού παιδιού. Τα τραγούδια του, κι ας είναι τα περισσότερα σε δικούς μου στίχους, μπορεί να τα ξεχάσω.

»Ποτέ, όμως δεν θα ξεχάσω το χαμόγελό του. Το μόνιμο, το πλατύ και μοναδικό χαμόγελό του, για κάθε φίλο. Και το χιούμορ του. Που έδειχνε πως ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός.

Χούντα

»Στα χρόνια της δικτατορίας, συνελήφθη δυό φορές. Και βρέθηκε στην απομόνωση, στην Ασφάλεια. Δεν μου λεγε αν τον βασάνισαν. Όταν τον ρωτούσα, γελούσε. Και με δούλευε: “Ωραία τα περνούσα, αλλά δεν είχα παντούφλες”. Αλλά η γυναίκα του, μού αποκάλυπτε πως το κορμί του ήταν μελανιασμένο…

Για τους νέους

»Δεν είχε κακίες. Και ήταν από τους λίγους, σ’ αυτό το χώρο που πίστευε στους νέους. Στο σπίτι του, κάποτε, έμενε ο Σαββόπουλος. Κι ο Φώντας Λαδής. Το πενηντάρικό του, το μοιραζόταν με φτωχούς καλλιτέχνες – Ρασούλης- που λογάριαζε το ταλέντο τους. Γι’ αυτό και έφυγε – ύστερα από τόσες επιτυχίες – απένταρος.

»Ήταν από τους πρώτους, που θέλησαν να προασπίσουν, έμπρακτα, τα συμφέροντα των συνθετών. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην ΕΜΣΕ. Για να γίνει, κάποτε, πρόεδρός της. Και να δημιουργήσει, έναν εισπρακτικό οργανισμό, που τον τιμούν, όλες οι εταιρίες πνευματικής ιδιοκτησίας της Ευρώπης.

Αδελφός μου

»Είμαι στη Θεσσαλονίκη. Έλπιζα ότι θα ζήσει. Ο Δημήτρης Γουσίδης με πληροφόρησε, ότι πέθανε. Κεραυνοβολήθηκα. Είναι δύσκολο να γράψεις για έναν αδελφό σου που χάθηκε. Γιατί ο Μάνος ήταν αδελφός μου. Του βάφτισα το παιδί. Τον πάντρεψα. Του ‘γραψα τα περισσότερα τραγούδια. Καταλαβαίνεις…

»Θα τον φέρουν την Παρασκευή. Μόλις μου το παν, ο Αχχιλέας Θεοφίλου και η Χαρούλα Αλεξίου. Τη Μυρσίνη, την πήρε, ο Χρήστος Λεοντής, στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Μπας και καταφέρει να τη βγάλει απ’ το αδιέξοδό της.

»Δεν έχω, δεν μπορώ, να πώ τίποτ’ άλλο».

«TA NEA», 18.9.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Μίκης Θεοδωράκης

«Με τον πρόωρο χαμό του Μάνου Λοΐζου πενθεί η ελληνική μουσική και μαζί όλος ο ελληνικός λαός.

»Όλοι εμείς που υπηρετούμε το ελληνικό τραγούδι, γινήκαμε με μιάς φτωχότεροι γιατί έφυγε αυτός, που με την ευγένεια της ψυχής του, έδωσε στη μουσική μας φτερά διάφανα για να πετάξει ψηλά.

»Ήταν ο γλυκύτερος και ο ευγενέστερος. Σεμνά και αμετάκλητα μπήκε από έφηβος στην υπηρεσία της τέχνης και του λαού μας. Ο λαός τον αγάπησε και η νεολαία μας τον έκαμε δικό της.

»Το έργο του πηγαίο, αληθινό, γνήσιο, ανήκει από τώρα και στο εξής στην Εθνική μας κληρονομιά σαν μία από τις κορυφαίες κατακτήσεις του νεοελληνικού μας πολιτισμού.

»Όσο θα υπάρχει Ελλάδα, όσο θα υπάρχουν Έλληνες το τραγούδι του Λοϊζου θα υπάρχει μαζί τους».

Γιάννης Νεγρεπόντης

Συνεργάτης του σε πολλά απ’ τα γνωστότερα τραγούδια του (“Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος”, “Tα νέγρικα”, “Το ακορντεόν”) μας είπε:

»Εγώ έλεγα πάντοτε ότι ο Μάνος Λοΐζος ήταν από τη γενιά του ο καλύτερος μελωδός, κάτι που ήταν κοινά παραδεκτό από όλους τους συναδέλφους του. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας καλλιτέχνης με ήθος δημιουργού και η κοινωνική και πολιτική του στάση ήταν συνεπής με το έργο του και τη ζωή του. Αν δεν έφευγε, θα είχε πολλά να δώσει ακόμα…”.

«TA NEA», 18.9.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γιάννης Μαρκόπουλος

«Μεγάλη απώλεια για το ελληνικό τραγούδι, ο χαμός του Μάνου. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και άνθρωπος με σπάνια τιμιότητα και αξιοπρέπεια. Σπουδαίος αγωνιστής για την πρόοδο. Η χώρα μας έχασε ένα μεγάλο συνθέτη και είναι μεγάλη η λύπη μας για τον αγαπημένο φίλο».

Δημήτρης Χριστοδούλου

«Ο Μάνος ήταν ένας εξαιρετικός φίλος και αυτό το λέω χωρίς τις υπερβολές που λέγονται όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι.

»Τρυφερός μουσικός, λεπτός στις συλλήψεις του, με μια βαθιά προοπτική και οράματα. Ανθρώπινος φίλος των εργαζομένων σαν άνθρωπος που είχε γνωρίσει τους φελλάχους της Αιγύπτου, όπου μεγάλωσε.

»Ήταν ενθουσιώδης και βαθιά ελληνικός. Του άρεσε πάρα πολύ να ακουμπάει η μουσική του στην ελληνική παράδοση με τη δυναμική έννοια του όρου.
»Έφυγε, λοιπόν, ένας φίλος κι ένα μεγάλο μουσικό ταλέντο. Χαίρε, Μάνο…».