Το καταστατικό των Τόρις, των βρετανών συντηρητικών, του δεύτερου παλαιότερου ενεργού πολιτικού κόμματος παγκοσμίως μετά από τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ, προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται η εσωκομματική διαδικασία μομφής κατά του αρχηγού αν δεν έχουν περάσει 12 μήνες από τότε που ανέλαβε την εξουσία.
Μόνον σε αυτή την περίπτωση ο Στέφανος Κασσελάκης θα γλίτωνε την πρόταση μομφής -και αυτό για λίγα 24ωρα- που έφερε το πρόωρο (και άδοξο) τέλος της σύντομης πολιτικής καριέρας του στον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία διήρκεσε κάτι ημέρες λιγότερο από έναν χρόνο (εξελέγη πρόεδρος του κόμματος στις 24 Σεπτεμβρίου 2023 και η πρόταση μομφής κατατέθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2024 και μια ημέρα μετά εξέπεσε του αξιώματός του).

Σε κάθε περίπτωση οι τύποι δεν αλλάζουν την ουσία. Με τον ίδιο εκκωφαντικό τρόπο που εισέβαλε στο συριζαϊκό σύμπαν ανατρέποντας τα δεδομένα, βρέθηκε εκτός νυμφώνος χωρίς να το περιμένει, καθώς οι «ινστρούχτορες» και οι «αυλικοί» που τον περιέβαλλαν θεωρούσαν ότι έχει την υπεροχή σε επίπεδο συσχετισμών στην μοιραία Κεντρική Επιτροπή που αναμφισβήτητα θα μείνει στην ιστορία.

Και πράγματι, δεν υπάρχει ίδια περίπτωση τόσο σύντομης αποκαθήλωσης αρχηγού στην σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή.

Ο Κασσελάκης και η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη

Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ο πανίσχυρος ηγέτης του ΚΚΕ. Ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του επί 25 συναπτά έτη (1931-1956), το άλλοτε «αγαπημένο παιδί» του Ιωσήφ Στάλιν, που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα λόγω της ήττας του κόμματος στον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949 και οδηγήθηκε στην αποκαθήλωση με παρέμβαση έξι «αδελφών» κομμάτων στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης» που εγκαινίασε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ο Νικήτα Χρουστσώφ και η μετασταλινική κομματική νομενκλατούρα.

Ο Ζαχαριάδης, μπαρουτοκαπνισμένος κομμουνιστής, με περγαμηνές από την πολύχρονη παράνομη δράση και τις φυλακές (από την Κέρκυρα ως το Νταχάου), με μεγάλη απήχηση και κύρος στο κόμμα του, υπήρξε σκληροτράχηλος και αμετανόητος και όσο δοξάστηκε τόσο μισήθηκε από εκείνους που του απέδιδαν σεχταριστικά και δογματικά χαρακτηριστικά και καλλιέργεια της προσωπολατρίας.

Σε κάθε περίπτωση υπήρξε ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ που σφράγισε την πορεία του και έπαιξε καίριο ρόλο στις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις που σημαδεύτηκαν από τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου και την μοιραία κατάληξη που είχαν για το κόμμα του και τον ίδιο –πέρασε την θηλειά στον λαιμό του εξόριστος από τους Σοβιετικούς στο απόμακρο Σουργκούτ της Σιβηρίας την 1 η Αυγούστου 1973.

Σε αντιδιαστολή ο Στέφανος Κασελλάκης ήταν ένας «επισκέπτης», ένα «περαστικός», όπως τον χαρακτήριζαν οι άσπονδοι σύντροφοί του, «που βρέθηκε από το πουθενά» στον ΣΥΡΙΖΑ δίχως να έχει καμία σχέση με την Αριστερά στις όποιες εκφάνσεις της.

Οι ελληνικές αποδοκιμασίες αρχηγών κομμάτων

Στην μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία καταγράφηκαν περιπτώσεις αποδοκιμασίας αρχηγών, οι οποίες δεν έφτασαν στην έσχατη πράξη της καθαίρεσης που επιφύλαξαν στον κ. Κασσελάκη τα 163 μέλη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν την πρόταση μομφής εις βάρος του. Αν και δεν υφίσταται και σε αυτή την περίπτωση κάποιο στοιχείο συσχέτισης θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση της αποδοκιμασίας του Γεωργίου Ράλλη όταν μετά την εκλογική ήττα του Οκτωβρίου 1981 και την μεγαλειώδη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου και ενώ είχε παραιτηθεί από αρχηγός της ΝΔ, προσήλθε στην συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και έθεσε θέμα ανανέωσης της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλό του Ευάγγελο Αβέρωφ.

Η ψηφοφορία αναβλήθηκε για τις 7 Δεκεμβρίου κι ο Ράλλης καταψηφίστηκε δηλώνοντας: «Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αποδεικνύει πως είχα δίκιο όταν επέμενα να θέσω θέμα εμπιστοσύνης, καθώς μόνο το 1/3 του συνόλου με στήριζαν και αυτό σημαίνει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να ανταποκριθώ αποδοτικά στα καθήκοντά μου».

Ακόμα ένα δείγμα αποδοκιμασίας εν ενεργεία αρχηγού ήταν η ήττα του Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος είχε διαδεχθεί στην ηγεσία της ΝΔ τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μετά την εκλογική ήττα του 1993 από το ΠαΣοΚ. Ο Έβερτ εξελέγη πρόεδρος από εκλεκτορικό σώμα τον Νοέμβριο του ’93 νικώντας τον αντίπαλό του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Αν κι έχασε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 από τον Κώστα Σημίτη και παραιτήθηκε από την ηγεσία, κατόρθωσε να επανεκλεγεί έναντι του Γιώργου Σουφλιά κι οδήγησε το κόμμα σε συνέδριο (4ο Συνέδριο, Μάρτιος 1997) που θα εξέλεγε αρχηγό.

Στην ψηφοφορία αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο δίχως να έχει συνειδητοποιήσει τη δυναμική που είχε διαμορφωθεί εσωκομματικά υπέρ του νεαρού τότε Κώστα Καραμανλή με την στήριξη των «βαρόνων» του κόμματος (στον δεύτερο γύρο πέρασαν Καραμανλής και Σουφλιάς, ενώ εκτός έμειναν Έβερτ και Βύρων Πολύδωρας, με τον τελευταίο να λέει στους συνέδρους το αμίμητο: «Ζήτησα την ψυχή σας, αλλά ξεχάσατε να μου δώσετε την ψήφο σας»).

Οι περιπτώσεις αμφισβήτησης εκτός συνόρων

Αλλά και εκτός συνόρων, ακόμα και περιπτώσεις πολιτικών αρχηγών που έφεραν σε δυσχερή θέση το κόμμα τους, όπως ο Μπόρις Τζόνσον (με τα πάρτι εν μέσω κορωνοϊού στην Ντάουνινγκ Στρίτ) και η Λιζ Τρας (με τους διαρκείς στροβιλισμούς της στην οικονομική πολιτική) και βρέθηκαν στα πρόθυρα της καθαίρεσης από το Συντηρητικό Κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, επέλεξαν την παραίτηση από την πρωθυπουργία και την κομματική ηγεσία.

Και παλαιότερα όμως, ακόμα και η κατακραυγή κατά του Άντονι Ήντεν, διαδόχου του Ουίνστον Τσόρτσιλ στο «τιμόνι» της Γηραιάς Αλβιώνας, εξαιτίας της ταπείνωσης που υπέστη η Μεγάλη Βρετανία στην κρίση του Σουέζ (1956), δεν έφτασε στην αποπομπή του, καθώς επέλεξε την παραίτηση (ήταν τέτοια η οργή εναντίον που του φώναζαν στο Συντηρητικό Κόμμα να αποδείξει ότι το μουστάκι του ήταν αληθινό).

Τα παραδείγματα βεβαίως μικρή σχέση και σύγκριση έχουν με το ελληνικό παράδειγμα.

Η έκπτωση Κασσελάκη μάλλον δεν έχει όμοιά της. Γεγονός που την καθιστά ακόμα πιο ηχηρή και ταπεινωτική για τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Τηρουμένων των αναλογιών και των πρόδηλων διαφορών, μια περίπτωση καθαίρεσης αρχηγού κόμματος που καταγράφεται είναι αυτή του Νίκου Ζαχαριάδη στην 6 η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ τον Μάρτιο του 1956 στο Βουκουρέστι που άλλαξε την πορεία του ΚΚΕ. Βεβαίως ουδεμία σύγκριση μπορεί να γίνει καθώς πρόκειται για εντελώς ανόμοιες καταστάσεις, πρόσωπα και συνθήκες.