Η συγκυρία είναι αποκαλυπτική για την επικινδυνότητα της ελληνικής πολιτικής ελαφρότητας. Σε μία περίοδο κατά την οποία στην Ευρώπη φανερώνονται ρωγμές και σοβεί μία νέα πολιτικοκοινωνική κρίση με αιχμή το μεταναστευτικό, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται και αυτοακυρώνεται. Η κυβέρνηση διαχειρίζεται μόνη περισσότερο ή λιγότερο κρίσιμα ζητήματα, επιχειρώντας να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της περιόδου, με όσα μέσα και δυνατότητες διαθέτει.
Πλην όμως, η σοβαρότητα των όσων εξελίσσονται στο γεωπολιτικό περίγυρο φανερώνει την κρισιμότητα ενός κατ’ ουσίαν θεσμικού κενού.
Ας υποτεθεί ότι όλα τα πολεμικά, οικονομικά και κοινωνικά μέτωπα εξελίσσονται αρνητικά και παροξύνονται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήδη φαίνεται ότι παίρνει μία ακόμη επικίνδυνη τροπή, η Μέση Ανατολή είναι στα πρόθυρα της γενικής ανάφλεξης, το μεταναστευτικό απειλεί την Ευρώπη με πολιτική διάλυση, η Τουρκία μοιάζει έτοιμη να επωφεληθεί από την γενική αναστάτωση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει βασίμως ότι θα ήταν αναγκαία η συνομιλία και συνεννόηση του Πρωθυπουργού με την αντιπολίτευση, είτε για εξεύρεση συναινετικών προτάσεων ή λύσεων ως προς τη θέση της χώρας σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα, είτε απλώς για λόγους ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων.
Ενδεχομένως να παρουσιαζόταν σύντομα και η ανάγκη μίας σύγκλησης του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ποιοι ακριβώς θα προσέρχονταν σε μία τέτοια συνάντηση και συζήτηση; Ποιος θα εκπροσωπούσε την αξιωματική αντιπολίτευση; Και ποιος θα είχε την πολιτική νομιμοποίηση και το εκτόπισμα να προσέλθει εκ μέρους του ΠαΣοΚ; Δύσκολες οι απαντήσεις.
Θεσμικά μιλώντας, οι δυνάμει συνομιλητές του Πρωθυπουργού αυτήν την περίοδο, είναι οι επικεφαλής του ΚΚΕ, της Ελληνικής Λύσης, της Πλεύσης Ελευθερίας και της Νίκης. Θα όφειλαν να το έχουν αναλογιστεί αυτό οι εμπλεκόμενοι στον εξευτελισμό και την ματαιοπονία της αντιπολίτευσης.