Η ολοκλήρωση των κυβερνητικών εξαγγελιών στη ΔΕΘ και oι παράλληλες διαδικασίες στα κόμματα της αντιπολίτευσης, φανέρωσαν και πάλι την πολιτική πραγματικότητα. Παρά τη γενική και αόριστη μετεκλογική αίσθηση ότι η κυβέρνηση κλονίζεται και απειλείται, γίνεται αντιληπτό ότι εξακολουθεί να παίζει μόνη και να αναμένει αντίπαλο.
Δεν αμφισβητείται παρά ταύτα, ότι υπάρχει φθορά και, πρωτίστως, ζητήματα και προβλήματα προς αντιμετώπιση. Είτε για επικοινωνιακούς λόγους, είτε για πραγματικούς, η εντύπωση που διαμορφώνεται είναι ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός θα αναλάβει τον συντονισμό για όλα. Από τα μερεμέτια στα σχολεία μέχρι την οργάνωση των βαρδιών στα νοσοκομεία και τα δρομολόγια των λεωφορείων.
Ενδεχομένως το πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό μοντέλο να έχει επιβάλλει αυτή τη συνθήκη, με την οποία πορεύεται κάθε κυβέρνηση.
Υπάρχει όμως και μία παράλληλη δραστηριότητα, που παρατηρείται καθημερινώς. Τουλάχιστον το μισό υπουργικό συμβούλιο παρελαύνει αδιαλείπτως σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, είτε περιγράφοντας σχέδια και προθέσεις προς υλοποίηση, είτε συμμετέχοντας σε γραφικές αντιπαραθέσεις με τους εκπροσώπους της ανύπαρκτης αντιπολίτευσης.
Απλώς και μόνο αν αναλογιστεί κάποιος τις ώρες που σπαταλούν κυβερνητικά στελέχη σε μετακινήσεις από και προς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, σε συνδυασμό με τις κοινοβουλευτικές τους υποχρεώσεις και τις αναγκαίες ή μη κοινωνικές εμφανίσεις, κατανοεί ότι οι εργατοώρες που αφιερώνονται στις κατά τα άλλα επείγουσες προτεραιότητες, είναι περιορισμένες.
Παρά ταύτα η σημερινή κυβέρνηση είναι ίσως η μοναδική που έχει την ευκαιρία να αντιμετωπίσει το κλασικό σύνδρομο της πολιτικής φθοράς. Το θέμα είναι αν έχει και τη δυνατότητα και αυτό θα φανεί μόνο στα πεπραγμένα της. Ίσως η συστηματική και αυστηρή παρακολούθηση της αποδοτικότητας των υπουργών και ο περιορισμός της σπατάλης του χρόνου τους να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο.