Πέθανε ε ηλικία 93 ετών ο James Earl Jones, ο ηθοποιός που είχε δανείσει τη φωνή του στον θρυλικό κακό του Star Wars, Darth Vader. Ο ηθοποιός πέθανε στο σπίτι του στην κομητεία Ντάτσες της Νέας Υόρκης.
Ο δημιουργός του «Πολέμου των Άστρων», Τζον Λούκας, απέτισε φόρος τιμής στον Jones, «έναν απίστευτο ηθοποιό, μια μοναδική φωνή στην τέχνη και ένα μοναδικό πνεύμα». Ο Μαρκ Χάμιλ, ο οποίος υποδύθηκε τον Λουκ Σκάιγουοκερ, τον γιο του Darth Vader, έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «RIP μπαμπά».
«Αυτή η βροντερή φωνή. Αυτή η ήρεμη δύναμη. Η καλοσύνη που εξέπεμπε. Μπορούν να ειπωθούν τόσα πολλά για την κληρονομιά του, οπότε θα πω μόνο πόσο ευγνώμων είμαι που μέρος της περιλαμβάνει το Field of Dreams» έγραψε ο Κέβιν Κόστνερ, συμπρωταγωνιστής του στην ταινία Field of Dreams.
«Ο όρος θρύλος δεν μπορεί να περιγράψει καν τους εμβληματικούς ρόλους του και την επίδρασή του στον κινηματογράφο για πάντα», έγραψε η ηθοποιός Οκτάβια Σπένσερ. Η ηθοποιός Κόλμαν Ντομίνγκο τον περιέγραψε ως «έναν μάστορα της τέχνης μας. Αναπαύσου τώρα. Μας έδωσες τον καλύτερό σου εαυτό».
Ο αθάνατος κακός του Star Wars
Ο Jones δεν ήταν η αρχική επιλογή για τον ρόλο του Vader: στην πρώτη ταινία, που κυκλοφόρησε το 1977 είχε επιλεγεί ο Βρετανός bodybuilder Ντέιβιντ Πρόουζ λόγω της επιβλητικής σωματικής του διάπλασης, αλλά ο σκηνοθέτης της ταινίας Τζορτζ Λούκας δεν ήταν ευχαριστημένος με την έντονη προφορά του.
Ο Jones δημιούργησε στην πορεία έναν αθάνατο κακό του σινεμά. Το όνομά του Jones δεν ήταν γνωστό εκείνη την εποχή, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ειδικό εφέ» και δεν άνθισε μέχρι την τρίτη ταινία Star Wars, «Η επιστροφή των Τζεντάι» το 1983.
Συνολικά η φωνή του ακούστηκε σε έξι ταινίες Star Wars -την αρχική τριλογία, καθώς και στις ταινίες «Η εκδίκηση των Σιθ» το 2005, «Rogue One» το 2016 και «Η άνοδος του Σκάιγουοκερ» το 2019- καθώς και στο περιβόητο «Holiday Special» του 1978 και στην τηλεοπτική σειρά «Star Wars: Rebels» που έτρεξε από το 2014 έως το 2018.
Η Jones είχε δανείσει επίσης τη φωνή του στον Μουφάσα, στο animation της Disney «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» του 1994 και επανέλαβε τον ρόλο του στο ριμέικ του 2019 σε σκηνοθεσία Jon Favreau.
Η πορεία του
Μέχρι τότε ο Jones είχε ήδη κερδίσει σημαντική φήμη και μια σημαντική καριέρα ως ηθοποιός στο θέατρο. Γεννημένος στο Μισισιπή το 1931 μεγάλωσε στο Μίσιγκαν, αφού η οικογένειά του μετακόμισε εκεί κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης.
Πατέρας του Jones ήταν ο ηθοποιός Ρόμπερτ Ερλ Τζόουνς ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του πριν γεννηθεί ο Jones και είχαν ελάχιστη επαφή μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Ο τραυλισμός του, τον οποίο ξεπέρασε με τη βοήθεια ενός δασκάλου, τον επηρέασε ως παιδί. Μετά τις σπουδές δραματικής τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και ένα πέρασμα από τον στρατό μετά τον πόλεμο της Κορέας, καθιερώθηκε γρήγορα ως καλλιτέχνης του θεάτρου, κάνοντας το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ το 1958 με έναν μικρό ρόλο στο «Sunrise at Campobello», το έργο του Ντορ Σάρυ για τη διάγνωση πολιομυελίτιδας του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούσβελτ.
Έπαιξε σε μια σειρά από μεγάλες παραγωγές στη δεκαετία του 1960, μεταξύ των οποίων οι Μαύροι του Ζαν Ζενέ, ο Βάαλ του Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Θάνατος του Νταντόν του Γκέοργκ Μπύχνερ. Εμφανίστηκε επίσης σε μια σειρά από έργα του Σαίξπηρ στο Μπρόντγουεϊ, μεταξύ των οποίων ο Έμπορος της Βενετίας, ο Κοριολανός, το Χειμωνιάτικο παραμύθι και – το πιο διάσημο – ο Οθέλλος το 1964, ένας ρόλος που θα έπαιζε ξανά το 1982.
Παράλληλα ο Jones έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως αεροπόρος Lothar Zogg στη σάτιρα του Stanley Kubrick για τον πυρηνικό πόλεμο «Dr Strangelove».
Το 1967 ο Jones απέκτησε τον αναμφισβήτητα καθοριστικό του ρόλο στη σκηνή: τον πυγμάχο Τζακ Τζέφερσον, ο οποίος είχε ως πρότυπο τον σπουδαίο Τζακ Τζόνσον, στο έργο του Χάουαρντ Σάκλερ «The Great White Hope». Κέρδισε το βραβείο Tony για τον καλύτερο ηθοποιό το 1969 και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του 1970, σε σκηνοθεσία του Μάρτιν Ριτ: έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού, ο δεύτερος μαύρος ηθοποιός που προτάθηκε για το βραβείο.
«Ο Πόλεμος των Άστρων» και οι συνέχειές του εδραίωσαν την παρουσία του Jones στον mainstream κινηματογράφο και έτσι πήρε και αρκετούς δεύτερους ρόλους σε μεγάλες ταινίες, με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους πιο προβεβλημένους μαύρους Αμερικανούς ηθοποιούς της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Έπαιξε τον κακό Θούλσα Ντουμ απέναντι από τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ στο «Conan the Barbarian», τον πατέρα του Έντι Μέρφι στο «Coming to America», τον συγγραφέα Τέρενς Μαν στο «Field of Dreams» και τον αναπληρωτή διευθυντή της CIA στο «The Hunt for Red October».
Ήταν παντρεμένος δύο φορές με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Julienne Marie και είχε έναν γιο τον Flynn, επίσης ηθοποιό.