Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σπάνια κάνει λάθη στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. Είναι καλά προετοιμασμένος και μελετημένος.
Εφέτος ένιωσε την αυτοπεποίθηση να πει ότι είναι πλέον πολύ έμπειρος στις απαιτήσεις μιας τέτοιας πολύωρης και ζωντανής συνέντευξης. Κι όμως, αυτή η σωρευμένη εμπειρία δεν τον προφύλαξε από το πιο κοινότοπα επαναλαμβανόμενο λάθος των πρωθυπουργών με δεύτερη θητεία. Να θεωρούν ότι το έργο τους δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς, ότι έχει αδικηθεί και ότι χρειάζεται οι πολίτες να δείξουν λίγη υπομονή μέχρι να ολοκληρωθεί, ενώ εκείνοι έχουν αρχίσει να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες που απαιτούν λίγο χρόνο ακόμα.
Ο Πρωθυπουργός μας ζήτησε να περιμένουμε τρία χρόνια προκειμένου να δούμε ολοκληρωμένα τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του. Όμως, το 2019 ήταν τόσο καλά προετοιμασμένος, με νομοσχέδια προς κατάθεση στη Βουλή, ώστε δεν ήθελε καθόλου χρόνο. Το 2023 είχε μάθει από τα λάθη του και θα γινόταν πιο αποτελεσματικός στην δεύτερη τετραετία.
Έναν χρόνο μετά ζητεί τριετή παράταση, με δύο στόχους που τους έχουμε ξανακούσει, καλύτεροι μισθοί και ΕΣΥ. Τον πρώτο στόχο τον είχε υποσχεθεί ξανά το 2019 μαζί με πολλές και καλοπληρωμένες νέες θέσεις εργασίας, όσο για το ΕΣΥ, τα προηγούμενα πέντε χρόνια δεν κατάφερε να το φτιάξει, αλλά τα επόμενα τρία θα το απογειώσει γιατί θα φτιαχτούν δύο νέα νοσοκομεία στη Θεσσαλονίκη και ένα σύγχρονο τμήμα επειγόντων περιστατικών στην Αθήνα. Στο μεταξύ, όλοι ξέρουν ότι για την ανάταξη του ΕΣΥ χρειάζονται πολλά λεφτά, τα οποία δεν υπάρχουν και σχεδόν όλοι υποψιάζονται ότι το πρόβλημα δεν είναι κτηριακό.
Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα αρκεί να υπάρχει το σωστό επιχείρημα. Όσοι κάνουν κριτική στην κυβέρνηση για τις επιλογές της στο μοίρασμα του προϋπολογισμού, πρέπει να απαντήσουν αν θέλουν ή όχι τις Belh@ara, που όπως παραδέχθηκε ο Κ. Μητσοτάκης «τρώνε» κονδύλια που θα μπορούσαν να διοχετευτούν αλλού (π.χ., στην κοινωνική πολιτική).
Το ερώτημα μέρους της αντιπολίτευσης «φρεγάτες ή νοσοκομεία;» δεν είναι μονοσήμαντο, έχει δίκιο σε αυτό ο Πρωθυπουργός, αλλά ούτε απαντάται μόνο μέσα από τα «τικαρίσματα» στα excel του Άκη Σκέρτσου. Η βιωμένη πραγματικότητα των πολιτών μπορεί να μην συμβαδίζει με τις εκθέσεις προόδου του κυβερνητικού έργου, αλλά αυτό ο Κ. Μητσοτάκης αρνείται να το ακούσει.
Ο τρόπος που απαντούσε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων ήταν χαρακτηριστικός: δεν σκοπεύει να βγει σε συνταξιοδότηση, δεν θα επιδιώξει θέση στο εξωτερικό, ούτε θα κάνει πρόωρες εκλογές και η ΝΔ θα αναδειχθεί αυτοδύναμη και το 2027. Πολλές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μπορεί να μην είχαν ευρεία αποδοχή, αλλά εκείνος δεν θα κάνει ούτε στροφή ούτε όπισθεν, γιατί όπου να ΄ναι θα γίνουν αποδεκτές από την κοινωνία. Άλλωστε, πρόσθεσε, «δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης».
Μπορεί. Αλλά πρόταση διακυβέρνησης δεν είναι ούτε οι διαχειριστικές παρεμβάσεις σε προβλήματα που σε ορισμένες περιπτώσεις δημιούργησε η ίδια η κυβέρνηση. Όταν οι μεγάλοι στόχοι μένουν ίδιοι και απαράλλαχτοι επί πέντε χρόνια μήπως κάτι δεν έχει πάει καλά; Μπορεί να υπάρχει διακυβέρνηση με προβληματική κοινωνική εμπιστοσύνη, χωρίς ένα μεγαλύτερο σχέδιο; Αν στην κυβέρνηση επιλέγουν να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στη μυθολογία τους, οι πολίτες δεν έχουν καμία τέτοια υποχρέωση.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αποσύνθεση και το ΠαΣοΚ να μην καταφέρνει να σηκώνει κεφάλι, όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι απομακρύνονται από το κομματικό σύστημα καταφεύγοντας είτε στην αποχή είτε στον αντισυστημισμό. Ως το 2027 ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.