Υπέρ της προσφυγής στις κάλπες τάχθηκε ο Γιώργος Βασιλειάδης κατά την ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.

Αρχικά ο πρώην αναπληρωτής γραμματέας του κόμματος είπε: «Δεν μπορώ να μη σχολιάσω τη ρήση του Γκράμσυ που επικαλέστηκε ο Πρόεδρος. Και θα πω ότι καταρχήν συμφωνώ. Αρκεί να την πούμε σωστά. Γιατί ο Γκράμσυ είπε ότι την περίοδο της διαπάλης του παλιού με το νέο (που ο καθένας βέβαια μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία σε αυτό) ζούμε την εποχή των τεράτων. Και επειδή ακριβώς αυτό ζούμε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ γι’ αυτό και καταθέσαμε την πρόταση μομφής».

«Υπάρχει μια γενική παραδοχή: Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Πολιτική, ιδεολογική, αξιακή θα έλεγα. Ό,τι αποτέλεσε διαχρονικά και σε δύσκολα χρόνια το ηθικό θεμέλιο της Αριστεράς αποσαθρώνεται μπροστά στα μάτια μας. Η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η σοβαρότητα, η εμπιστοσύνη, έχουν καταντήσει κενές περιεχομένου λέξεις.

Και στις συνθήκες αυτές, συνθήκες απώλειας στήριξης, διάλυσης, καχυποψίας, εχθρότητας, είτε πρόκειται για κόμμα, είτε για όποια συλλογικότητα, είτε ακόμα και για την κοινωνία, όσοι βρίσκονται στη δίνη του κυκλώνα δεν δείχνουν δυστυχώς τον καλύτερο εαυτό τους. Χάνεται το μέτρο, κατεδαφίζονται αξίες, ο εμφύλιος παραλογισμός παίρνει τη θέση της λογικής. Φτάσαμε στο σημείο να κατεδαφίζεται μπροστά στα μάτια μας η πιο σημαντική για την πατρίδα περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η περίοδος της διακυβέρνησης και της απελευθέρωσης της χώρας από το ζυγό των μνημονίων. Να επιχειρείται η κατεδάφιση στελεχών όπως ο Αλέξης Τσίπρας, ακόμα και με όρους ποινικού δικαίου. Να κατεδαφίζεται τελικά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ» συνέχισε ο ίδιος.

«Μας καταδιώκει, για όσους μπορούν ακόμα να κατανοήσουν τη συγκυρία, η χλεύη των ηττημένων» επεσήμανε.

«Την κύρια, τη βασική, την καθοριστική ευθύνη φέρει ο πρόεδρος»

«Η δεύτερη γενική παραδοχή είναι ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι πολιτική και ιδεολογική αυτοχειρία να παραδινόμαστε σε μια περιδίνηση στην οποία μας διχάζουν τα πάντα. Πρέπει με όση ψυχραιμία μας έχει απομείνει, όση αγάπη για την Αριστερά και την κοινωνία που αγωνιά, όση περίσκεψη, να αναζητήσουμε από κοινού διέξοδο από το καταστροφικό αδιέξοδο. Να βάλουμε τέλος στο πάρτι του καθεστώτος Μητσοτάκη με δικά μας έξοδα.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Πώς μπορούμε να βγούμε από το σπιράλ της φθοράς, όπως το ονόμασε κάποιος σύντροφος; Ο ένας δρόμος είναι να φτάσουμε ως το τέλος την εμφύλια αντιπαράθεση για το ποιος φταίει. Ποιος έχει την ευθύνη. Για να μην παρεξηγηθώ, η άποψή μου και πιστεύω άποψη των περισσότερων συντρόφων, αλλά και της πλειοψηφίας της κοινωνίας, είναι ότι την κύρια, τη βασική, την καθοριστική ευθύνη φέρει ο πρόεδρος του κόμματος. Κάθε μέρα που περνάει αυτό επιβεβαιώνεται.

Αν όμως μείνουμε σ’ αυτό και μάλιστα με όρους καταγγελίας, πάλι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αν και οι σύντροφοι που πιστεύουν, ή λένε ότι πιστεύουν, ότι την ευθύνη φέρουν όσοι δεν άφησαν δήθεν τον Στέφανο Κασσελάκη να ασκήσει τα καθήκοντά του, αντιδρούν στην κριτική και την πολεμική με όρους τρολ, ή πολύ περισσότερο ζητούν κεφαλές επί πίνακι, τότε το αδιέξοδο μένει αδιέξοδο. Εντείνεται μάλιστα» συνέχισε ο Γ. Βασιλειάδης.

«Να αποφασίσουν επιτέλους αν θα λεγόμαστε ΣΥΣΥΑΡ ή όπως αλλιώς»

«Προτείνω λοιπόν να κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω. Και να προσφύγουμε στον κυρίαρχο λαό. Στον λαό του κόμματος, πιο συγκεκριμένα. Και αυτό ζητήσαμε με την πρωινή μας παρέμβαση πριν την έναρξη της διαδικασίας. Μια ανοιχτή, δημοκρατική, διάφανη διαδικασία, που θα δώσει το λόγο στα μέλη και τους φίλους του κόμματος.

Αυτό δεν είναι ταλαιπωρία, όπως λέγεται. Είναι εκτόνωση, δημοκρατική ανάσα σε μια τοξική ατμόσφαιρα, λύτρωση για το κόμμα και τον κόσμο του. Ταλαιπωρία και μάλιστα πρωτοφανής είναι ό,τι καθημερινά γίνεται, λέγεται, ακούγεται, και πληγώνει απομακρύνει, απογοητεύει.

Οφείλουμε να εμπιστευτούμε το κριτήριο εκείνων που επιμένουν, στέκονται όρθιοι σε μια κατάσταση περιδίνησης, θέλουν και μπορούν να δώσουν διέξοδο στο αδιέξοδο. Αν όχι, αν δεν το κάνουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με συναίνεση της ηγεσίας, ή και με τη θέληση των πολλών και την πρόταση μομφής, τότε δεν θα συνεχιστεί απλώς η κρίση. Θα μπει σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη της πολιτικής οργάνωσης της Αριστεράς. Θα καταργήσουμε μόνοι μας την πολιτική δύναμη που μπορεί, θέλει και ξέρει να δίνει φωνή σε όλους εκείνους στην κοινωνία, που το καθεστώς τους τη στερεί.

Ένα βήμα πίσω, συντρόφισσες και σύντροφοι. Να ανοίξουμε τις πόρτες των διαφορών μας στον κυρίαρχο κόσμο των μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες κι εκείνοι να αποφασίσουν επιτέλους αν θα λεγόμαστε ΣΥΣΥΑΡ ή όπως αλλιώς, αν θα πρέπει να υπάρχουν οργανώσεις μελών ή λέσχες, αν είναι αναγκαία τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα όπως η Κεντρική Επιτροπή, αν ο πρόεδρος του κόμματος θα είναι πρώτος μεταξύ ίσων, θα λειτουργεί και θα λογοδοτεί με κανόνες συλλογικότητας, ή θα είναι ο απόλυτος άρχων σε ένα αποξηραμένο κόμμα».

«Τι πιο έντιμο, δημοκρατικό, ενωτικό από αυτό; Υπάρχει αλήθεια κάποιος, ή κάποια, που πιστεύει, ότι μπορεί να σταθεί μπροστά στο κόμμα και το λαό, να αλλάξει μάλιστα τεκτονικά το κόμμα, τις αρχές, τις αξίες, τη δομή, τις θέσεις του, μια ηγεσία που δεν διαθέτει τη δεδηλωμένη των μελών και των φίλων του; Έχει λογική ότι διαθέτει την πλειοψηφία που κέρδισε πριν ένα χρόνο, όταν σ’ αυτό το διάστημα έκανε όσα έκανε, έγιναν όσα έγιναν, και οδηγηθήκαμε στη σημερινή τραυματική κατάσταση;» αναρωτήθηκε στη συνέχεια.

«Δεν βλέπει ότι αν επιμείνει σ’ αυτό, αν αρνηθεί την προσφυγή στα μέλη και τους φίλους του κόμματος, τότε επιβάλλει έναν οδικό χάρτη διάσπασης, διάλυσης, εκμηδενισμού; Δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει, ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό;» ήταν ο επόμενος κύκλος ερωτήσεων του.

«Έχουμε συνηθίσει να μας λένε τρελούς»

«Λέγεται ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Γιατί πάντα υπάρχει στο τέλος της ημέρας ο από μηχανής λαός. Αυτό ισχύει και για μας. Στον λαό του κόμματος να προσφύγουμε συντρόφισσες και σύντροφοι. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία, αλλά και στην ανανέωση, την ανασύσταση, την επανίδρυση αν θέλετε του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες.

Και κάτι τελευταίο. Επειδή κάποιοι νεόκοποι «σύντροφοι» απευθυνθήκαν δημόσια σε όσους έχουν διαφορετική άποψη με όρους ψυχιατρικής, και το κόμμα δυστυχώς κράτησε εκκωφαντική σιωπή, ένα έχω να πω. Μας ξαναείπαν τρελούς. Όταν συγκρουόμασταν με την τρόικα, όταν κρατάγαμε την κοινωνία όρθια, όταν δίναμε τις μάχες για την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού, όταν βγάζαμε τη χώρα από τα μνημόνια. Οι τρελοί που έλυναν το μακεδονικό. Έχουμε συνηθίσει. Αλλά δείχνει και τα νέα ήθη και τον κατήφορο που ζούμε με ευθύνη της ηγεσίας» τόνισε στο τέλος της ομιλίας του.