Πλούσιο το πρόγραμμα των ταινιών της εβδομάδας στις κινηματογραφικές αίθουσες, με κλασική γαλλική λογοτεχνία, «βρώμικη» αμερικανική φαντασία, θρίλερ και μια ποικιλία έργων από το παρελθόν.
Bαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
«Σκαθαροζούμης Σκαθαζοούμης» (Beetljuice Beetlejuice)
Παραγωγή: HΠA, 2024
Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον
Ηθοποιοί: Μάικλ Κίτον, Μόνικα Μπελούτσι, Γουινόνα Ράιντερ κ.α.
Μετά την εντυπωσιακή πρεμιέρα της στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Βενετίας που ολοκληρώνεται το Σάββατο, η τελευταία ταινία του Τιμ Μπάρτον ανοίγει σε μεγάλο κύκλωμα αιθουσών της χώρας μας προσκαλώντας τους φαν (και ίσως όχι μόνο) της cult επιτυχίας που βρίσκεται πίσω της να παρακολουθήσουν μια – κακά τα ψέματα – παρόμοια ταινία. Ακολουθώντας (όπως το περιμένεις) επιμελώς τα χνάρια του ήρωα που ο ίδιος «γέννησε» πριν από 36 χρόνια, ο Μπάρτον προσφέρει στους θεατές αυτό που θέλουν να δουν, και αρκείται στο να «ποτίσει» με κάποια νέα ευρήματα κάτι ήδη γνωστό σε εκατομμύρια θεατές. Ο 600 (και βάλε) ετών Σκαθαροζούμης (Μάικλ Κίτον), έχει παραμείνει ένας αμετανόητος αντίπαλος της «πολιτικής ορθότητας» και το χιούμορ του, για μια ακόμη φορά δεν έχει κανένα απολύτως όριο. Αυτό το φάντασμα που μοιάζει να βγήκε από τον υπόνομο, δείχνει αποφασισμένο να μην μας αφήσει σε ησυχία και με την πρώην σύζυγό του στη μέση, την οποία υποδύεται μια πολύ καλή Μόνικα Μπελούτσι (που το έχει το χιούμορ), τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα (για κείνον) και ακόμα καλύτερα για μας. Θα συμφωνήσω ότι η «λερωμένη» εικόνα της πρώτης ταινίας έχει αντικατασταθεί από μια κάπως πιο λαμπερή, πιο ασταφτερή και πιο στιλπνή. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να παρασυρθώ, να θυμηθώ και την ίδια ώρα να ξεχαστώ βλέποντας μια κωμωδία φαντασίας που ίσως να μην γράψει ιστορία (όπως η πρωτότυπη) αλλά δεν σε κοροϊδεύει για αυτό που είναι και σίγουρα προσφέρει γέλιο με τη… σέσουλα!!
Βαθμολογία: 2 ½
***
«Κόμης Μοντεχρήστος» (Le comte de Monte-Cristo)
Παραγωγή: Γαλλία, 2024
Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Ντε Λα Πατελιέ και Ματιέ Ντελαπόρτ
Ηθοποιοί: Πιέρ Νινέ, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Αναίς Ντεμουστιέ, Λοράν Λαφίτ κ.α.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την τελευταία κινηματογραφική εκδοχή του πολυδιαβασμένο και πολυμεταφερμένου σε σινεμά και τηλεόραση αθάνατου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά ο «Κόμης Μοντεχρήστος», πάνω στην ζωή ενός αδικημένου ναυτικού που έπεσε στην παγίδα τριών ανθρώπων που ήθελαν το κακό του, βρίσκεται σε αρκετά σημεία. Πρώτον οι σκηνοθέτες χωρίς να κάνουν καμία οικονομία, σου δίνουν την αίσθηση ότι με την μεταφορά τους δεν άφησαν καμία σελίδα του βιβλίου ανεκμετάλλευτη. Δεύτερον, η προσέγγισή τους έχει κάτι από το παλιό, κλασικό σινεμά, αυτό που ήταν πάντα γενναιόδωρο στο θέαμα χωρίς ωστόσο να στηρίζεται στην ευκολία των ειδικών εφέ όπως συμβαίνει σήμερα. Εφέ υπάρχουν και εδώ, όμως το ανθρώπινο στοιχείο είναι που υπερτερεί σε όλους τους τομείς, κυρίως σε δύσκολες σκηνές, όπως οι θαλάσσιες και οι σώμα με σώμα μονομαχίες. Τρίτον, με τον τον Πιέρ Νινέ, τον πιο μαγνητικό σύγχρονο σταρ της Γαλλίας σήμερα στον ρόλο του Εντμόν Νταντές, κεντρικού ήρωα του έργου αποκτά μια πολυδιάσταστη εικόνα: δεν είναι απλώς ένας εκδικητής που θέλει το κακό εκεινων που του κατέστρεψαν την ζωή αλλά ένας ευφυής μηχανορράφος που χάρη στον πλούτο που απέκτησε έχει την δυνατότητα να στηρίζει τις στρατηγικές μεθόδους που χρησιμοποιεί για να πάρει το αίμα του πίσω και με την αυτοπεποίθηση ότι δεν πρόκειται να αποτύχει στην αποστολή του. Τέταρτον, παρά την μεγάλη διάρκειά της, τρεις ώρες παρά δύο λεπτά, η ταινία δεν δείχνει ποτέ να «ξεχειλώνει» ή να φλυαρεί. Ολα βρίσκουν την θέση τους στο σωστό timing και από την ιστορία απουσιάζουν οι περιττολογίες. Ολο το συμπληρωματικό καστ είναι θαυμάσιο (Αναίς Ντεμουστιε, Πατρίκ Μιγ, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), ενώ ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει σεν Λοράν Λαφίτ που υποδύεται τον διεστραμμένο νομικό Ζεράρ Ντε Βιγφόρ που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στην καταδίκη και καταστροφή του Νταντές.
Βαθμολογία: 3
***
«Υπόθεση Γκολντμάν» (Le procès Goldman)
Παραγωγή: Γαλλία, 2023
Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Καν
Ηθοποιοί: Αριέ Βορτχάλτερ, Αρτούρ Αραρί
Επιστρέφοντας στην πολύκροτη δίκη του ακροαριστερού ακτιβιστή Πιερ Γκολντμάν (Αριέ Βορτχάλτερ) που συγκλόνισε την γαλλική κοινωνία στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Σεντρίκ Καν ανοίγει από την αρχή τα χαρτιά του γιατί είναι ξεκάθαρο ότι τον ενδιαφέρει η κατά γράμμα αναπαράσταση αυτής της δίκης χωρίς τα «στολίδια» που συχνά διακρίνουμε στα δικαστικά δράματα – κυρίως εκείνα που προέρχονται από το Χόλιγουντ. Να θυμίσουμε κατ αρχάς ότι το 1976 ο Π. Γκολντμάν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, μία από τις οποίες είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο δύο φαρμακοποιών. Ωστόσο, στην τελευταία δίκη στην οποία εστιάζει η ταινία, ο Γκολντμάν υποστήριξε την αθωότητά του, προκάλεσε χάος «φλερτάροντας» με την πιθανότητα της θανατικής ποινής και μετατράπηκε σε είδωλο της διανοουμενης Αριστεράς που τον ηρωποίησε. Φανταστείτε τώρα μια ταινία που έχει ως υλικό εικόνες από όλα τα παραπάνω και τις χρησιμοποιεί χωρίς καλλωπισμούς όπως π.χ. την χρήση της μουσικής, η το «καθοδηγητικό» μοντάζ. Ετσι αποκτάτε μια ιδέα αυτού που πρόκειται να παρακολουθήσετε. Στεγνό, λιτό, σχεδόν επιτηδευμένα άχαρο, το φιλμ επιδιώκει να βάλει τον θεατή μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου και να τον φέρει αντιμέτωπο όχι μόνο με την ουσία της δικαιοσύνης σε μια τόσο περίπλοκη υπόθεση αλλά με την λειτουργία ολόκληρου του δικαστικού συστήματος, με όλες τις τετριμμένες ή και ανιαρές γραφειοκρατικές λεπτομέρειές του. Παρότι είναι αδύνατον να μην νιώσεις ασφυκτικά ή και δυσάρεστα ακόμα (με την σωματική έννοια της λέξης) ενώ παρακολουθείς την «Υπόθεση Γκολντμάν», δεν μπορείς παρά να εκτιμήσεις την σκηνοθετική γενναιότητα του Σεντρίκ Καν ο οποίος δεν υποχωρεί σε κλισέ και συμβάσεις παρά δείχνει να επιδιώκει κιόλας αυτή την «ασφυκτική» κατάσταση που επικρατεί στην ταινία του.
Βαθμολογία: 2 ½
***
Strange Darling
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2023
Σκηνοθεσία: Τζ. Τ. Μόλνερ
Ηθοποιοί: Γουίλα Φιτζέραλντ, Κάιλ Μάλνερ κ.α.
Στην εισαγωγή αυτού του θρίλερ βλέπουμε μια κοπέλα ντυμένη στα κόκκινα να τρέχει σε ένα λιβάδι, προφανώς κυνηγημένη από κάποιον. Γνωρίζοντας από την off αφήγηση που έχει προηγηθεί ότι το θέμα της ταινίας σχετίζεται με serial killings στις ΗΠΑ ανάμεσα στα 2018 – 2020, εύλογα αναρωτιέται κανείς, τι θα μπορούσε στ αλήθεια να προσφέρει μία ακόμα ταινία πάνω στη δραση κάποιου κατα συρροή δολοφόνου στην αμερικανική suburbia, μετά τις δεκαδες που έχουν γυριστεί από τότε που κατά κάποιο τρόπο το θέμα αυτό έγινε της μόδας; Κι εκεί που νοιώθεις την προκατάληψη σου να κυριαρχεί σιγά σιγά αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η ταινία, όντως μπορεί να κανει την διαφορά χάρη στην εντελώς απρόβλεπτη εξέλιξή της που κυριολεκτικά σε πιάνει «στον ύπνο», το γεγονός ότι προτεραιότητα έχουν οι διάλογοι ανάμεσα στους χαρακτήρες που αυξάνουν την ένταση όπως και το χιούμορ που δεν περιμένεις να εναρμονίζεται τόσο ισορροπημένα με δεδομένο το είδος στο οποίο αυτή η ταινία ανήκει.Το «άρρωστο» που πάντα υπάρχει (και συνήθως ενοχλεί) στην ατμόσφαιρα αυτού του κινηματογραφικού είδους, δίνει και εδώ το παρόν αλλά τελικά δεν είναι τόσο ενοχλητικό και το αποδέχεσαι ως μέρος του συνόλου που συν τοις άλλοις είναι άψογα κινηματογραφημένο σε φιλμ.35 mm κάτι που από μόνο του δηλώνει την αγάπη του σκηνοθέτη Τζ. Τ. Μόλνερ προς την ίδια την κινηματογραφική εμπειρία, την οποία με αυτήν την ταινία υπερασπίζεται. . .
Βαθμολογία: 2 ½
***
Eπανεκδόσεις
«Μαγική πόλη» (Ελλάδα, 1954).
Ενα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της θετικής επιρροής που άσκησε στους έλληνες σκηνοθέτες της μεταπολεμικής γενιάς, το νεορεαλιστικό κινηματογραφικό «κίνημα» της γειτονικής Ιταλίας. Στην πρώτη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας του, ο Νίκος Κούνδουρος εξερευνά με όρεξη έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο, εκείνο των φτωχογειτονιών της Αθήνας (συνοικίες Δουργούτη και Καισαριανής) αφηγούμενος παράλληλα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: ένας νεαρός φορτηγατζής (Γιώργος Φούντας), αναζητά διέξοδο από τη φτώχεια του και την βρίσκει μεν αλλά σε λάθος μέρος (τον υπόκοσμο που ο σκηνοθέτης βρίσκει στην περιοχή της Ομόνοιας με την τότε φανταχτερή νυχτερινή ζωή της).. Οι πειστικοί, αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες, το δουλεμένο με ακρίβεια σενάριο (Μαργαρίτα Λυμπεράκη) και η νατουραλίστικη γραφή μας φέρνει μπροστά σε μια ταινία που υπήρξε η λαμπρή αφετηρία της άνισης καριέρας του δημιουργού της, ο οποίος με την αμέσως επόμενη δημιουργία του, τον «Δράκο» κατέκτησε την κορυφή. Στην ταινία συμπρωταγωνιστεί η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και μικρούς ρόλους κρατούν οι Μίμης Φωτόπουλος, Θανάσης Βέγγος και Ανέστης Βλάχος.
Βαθμολογία: 3
***
«Μικρή ιστορία για έναν έρωτα»
(A short film about love, Πολωνία, 1988) Λίγες εβδομάδες μετά την επανέκδοση της ταινίας «Μικρή ιστορία για έναν φόνο» μια ακόμη ταινία που ανήκει στον τηλεοπτικό «Δεκάλογο» του Κριστόφ Κισλόφσκι, έρχεται να δοκιμαστεί εκ νέου στις αίθουσες (οι δύο ταινίες ήταν οι μόνες του Δεκαλόγου που με επιπρόσθετες σκηνές βρήκαν διανομή σε κάποιες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας). Στην «Μικρή ιστορία για έναν έρωτα» με μια εκπληκτική οικονομία και την ικανότητα να κοιτάζει την ουσία με ποιητικό βλέμμα, ο Κισλόφσκι εξετάζει την δημιουργία μιας εξ’ αποστάσεως σχέσης με πρωταγωνιστές έναν δεκαεννιάχρονο ορφανό Τόμεκ (Όλαφ Λουμπατζένκο) που παρακολουθεί μέσα από το τηλεσκόπιό του τη μεγαλύτερή του Μάγκντα (Γκραζίνα Ζαπολόφσκα).Η τελευταία μένει στο απέναντι διαμέρισμα. Μόνη και ο Τόμεκ, εκμεταλλευόμενος τη θέση εργασίας του στο ταχυδρομείο, οργανώνει συναντήσεις μαζί της στέλνοντας ψεύτικες ειδοποιήσεις. Η συνάντησή τους θα έχει απρόβλεπτη εξέλιξη, κυρίως για τον θεατή ο οποίος μέσα στην σύντομη αλλά τόσο ουσιαστική αυτή ταινία έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του φοβίες, ενοχές και ανησυχίες.
Βαθμολογία: 4
***
«Cure»
(Ιαπωνία, 1997). Ενα τηλεπαθητικό «παιχνίδι» ανάμεσα σε έναν νευρωτικό αστυνομικό (ο Κότζι Γιακούσο, πρωταγωνιστής στις «Υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς) και τον κατά συρροή δολοφόνο χωρίς μνήμη τον οποίο καταδιώκει στήνει εδώ ο Κιγιόσι Κουροσάβα, σηνοθέτης ικανός στην δημιουργία μιας ενοχλητικής ανησυχίας ή ενός αισθήματος πανικού μέσα σε μερικά πλάνα. Κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης «του φόβου», ο Κουροσάβα συνδυάζει το θρίλερ με τον στοχασμό και την ποίηση, κληρονομιά αφ’ ενός της μεγάλης παράδοσης του ιαπωνικού κινηματογράφου και αφ’ ετέρου του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά και της οικονομίας των μέσων των αμερικανικών b-movies. Με διαφορετικές αισθητικές επιλογές το «Cure», κατά κάποιον τρόπο, βρίσκεται στον αντίποδα των αμερικανικών αστυνομικών ταινιών τρόμου, με πιο διάσημο παράδειγμα το «Seven» (1995) του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τελικά, η εικόνα της ταινίας είναι μια ακτινογραφία της ίδιας της Ιαπωνίας, ερημωμένης, αιχμάλωτης μέσα σε κάτι που θυμίζει βουβή παράνοια.
Βαθμολογία: 3
***
«Το αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης»
(Monty Python and the Holy Grail, Αγγλία, 1975). Η πρώτη ταινία που το διάσημο βρετανικό γκρουπ κωμικών Monty Python γύρισε για τον κινηματογράφο με πρωτότυπο σενάριο, λίγα χρόνια μετά το «And Now For Something Completely Different» το 1971, το οποίο όμως ήταν συρραφή επιλεγμένως σκετς από τις δύο πρώτες σεζόν της άκρως επιτυχημένης σειράς «Monty Python’s Flying Circus» (1969- 1974). Σατιρική ματιά πάνω στον Μύθο του Ιερού Δισκοπότηρου, του Βασιλιά Αρθούρου και του Κάμελοτ, γυρίστηκε σε συνεργασία όλων των Πάιθον στο σενάριο (Τζον Κλιζ, Τέρι Τζόουνς, Ερικ Αϊντλ, Γκρέιαμ Τσάπμαν, Μάικλ Πέιλιν, Τέρι Γκίλιαμ) και με σκηνοθέτες τους Τζόουνς και Γκίλιαμ. Η επιτομή του αναρχικού χιούμορ, ένα απίστευτο βγάλσιμο γλώσσας προς την Ιστορία μια ανατρεπτική σάτιρα η οποία, πολύ απλά, δεν διστάζει να ισοπεδώσει τα πάντα. Δεν έχει όμως αξία ανάλογη με εκείνην της κλασικής κωμωδίας της ίδιας ομάδας, της «Ενας προφήτης μα τι προφήτης» που σήμερα, αντέχει όπως στην εποχή που γυρίστηκε. Κάτι που δεν θα λέγαμε ότι ισχύει πλήρως με την ταινία που επαναπροβάλλεται από σήμερα.
Βαθμολογία: 3