Η ιστορία είναι πάνω-κάτω γνωστή. Η ίδρυση του ΠαΣοΚ σφράγισε την έναρξη του κύκλου της Μεταπολίτευσης. Η πτώση του, την αρχή του κλεισίματος του κύκλου της. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει ότι το ΠαΣοΚ έρχεται από μακριά και πάει μακριά. Σε ποιο σημείο της διαδρομής, όμως, βρίσκεται πενήντα χρόνια μετά την ίδρυση του;  Απέφυγε τις προφητείες για πολιτική εξαύλωση στα χρόνια των μνημονίων όταν παρουσιαζόταν ως η πηγή όλων των κακοδαιμονιών της Ελλάδας. Δεν επέτρεψε στο στην οντότητά του να μετατραπεί, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Κώστας Σκανδαλίδης, στο πτυελοδοχείο της πολιτικής ζωής. Απέδειξε ότι είναι κόμμα εφτάψυχο. Μπορεί όμως να γίνει ξανά κόμμα-πρωταγωνιστής; Μπορεί να ξανακυβερνήσει; Να ξαναδώσει ελπίδα; Να βάλει την υπογραφή του στη νέα αλλαγή που, κατά τη γνώμη μου, έχει ανάγκη η χώρα;

Μπορείς να μου πεις ένα λόγο για να ψηφίσω ΠαΣοΚ, είχα ρωτήσει, το 1984, τον βιοπαλαιστή πατέρα μου. Γιατί μας έδωσε ψωμί και κούτελο, ήταν η απάντηση. Το ψωμί δεν χρειάζεται μετάφραση. Το κούτελο σημαίνει αξιοπρέπεια. Και δεν υπάρχει αμφιβολία. Το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου έβγαλε από το περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής τη μισή Ελλάδα.  Έκανε καλύτερη την καθημερινότητα των μη προνομιούχων. Άνοιξε ορίζοντες στη νέα γενιά. Έβαλε τέλος στην εποχή που γιατροί γινόντουσαν τα παιδιά των γιατρών, δικηγόροι τα παιδιά των δικηγόρων και οι ασθενείς, ειδικά στην περιφέρεια, χρειάζονταν μπιλιετάκι από τον τοπικό βουλευτή της ΝΔ για να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο. Υπήρξε μεγάλη κοινωνική κινητικότητα, η μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Κάθε ένας που είχε δυνατότητες και διάθεση να προσπαθήσει μπορούσε να ελπίζει σε μια καλύτερη θέση στον ήλιο. Οι γονείς, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σήμερα, είχαν την ελπίδα ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν μια ζωή καλύτερη από τη δική τους. Η Ελλάδα έζησε μια συλλογική φαντασίωση, την οποία αρνείται να ξεχάσει ακόμα και σήμερα, αναδεικνύοντας το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα που σφράγισε τη Μεταπολίτευση.

Ακόμα και αυτό το ορμητικό και ανατρεπτικό κίνημα της πρώτης περιόδου είχε τις γκρίζες σελίδες του. Η νέα αναξιοκρατία, έγινε το νέο κατεστημένο. Για παράδειγμα, για χρόνια ολόκληρα το διαβατήριο του διορισμού στο δημόσιο ήταν η κομματική ταυτότητα. Η συμμετοχή στην κλαδική. Δεν με έπειθε το επιχείρημα ότι τόσα χρόνια διόριζαν αυτοί, τώρα θα διορίσουμε εμείς για να υπάρξει ισοπαλία. Δεν ήταν η απάντηση στη δεξιά αναξιοκρατία, η πράσινη αναξιοκρατία. Η απάντηση, έτσι πίστευα, από την πρώτη στιγμή, θα έπρεπε να είναι η θέσπιση κανόνων αξιοκρατίας. Η επιβράβευση των καλύτερων. Ήρθε και αυτό αλλά πολύ αργότερα, με το νόμο Πεπονή, με το ΑΣΕΠ. Ήταν μια κάποιου είδους εξιλέωση.

Δεν ήταν όμως μόνο η πράσινη αναξιοκρατία. Ήταν και ο εναγκαλισμός του ΠαΣοΚ με τη χειρότερη μορφή του λαϊκισμού εκείνης της εποχής, το πάντρεμα του με τον αυριανισμό. Με απογοήτευσε ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν αποκάλεσε υπόδειγμα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας το αίσχος της «Αυριανής».  Δεν μπορούσε να χωνέψω ότι ένας τόσο πνευματώδης άνθρωπος, ένα τόσο ανοιχτό μυαλό, μπορούσε να επιβραβεύει το έντυπο που εξαπέλυε χυδαίες επιθέσεις στην εμβληματική μορφή της Αριστεράς που ονομαζόταν Λεωνίδας Κύρκος.  Αυτός  ο εναγκαλισμός με τον λαϊκισμό  έδειχνε να λαμβάνει τέλος την εποχή του Κώστα Σημίτη. Όταν το ΠαΣοΚ από ένα κόμμα με μάλλον τριτοκοσμικό προσανατολισμό έβαλε τη χώρα, με τρόπο αμετάκλητο, στις ευρωπαϊκές ράγες. Αλλά και εκείνη η περίοδος των μεγάλων επιτευγμάτων είχε τη μαύρη σκιά της. Αυτή που επέτρεψε σε μέτρια πολιτικά αναστήματα να αποκαλούν αρχιερέα της διαφθοράς τον, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο Πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης, τον Κώστα Σημίτη.

Το 2012 ο εκλογικός σεισμός ρευστοποίησε το πολιτικό σκηνικό. Το ΠαΣοΚ και λόγω των λαθών της τότε ηγεσίας του χρεώθηκε τη χρεοκοπία της χώρας.  Οι σημαντικές τομές που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου απονομιμοποιήθηκαν στις πλατείες των αγανακτισμένων, δεξιών και αριστερών. Και ο Ευάγγελος Βενιζέλος ξόδεψε το πολιτικό του κεφάλαιο στην προσπάθεια να διασώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία. Υποθέτω ότι η ιστορία, σε αντίθεση με πολλούς συντρόφους του, θα αναγνωρίσει τη μεγάλη του προσπάθεια.  Κάπως έτσι, το ΠαΣοΚ από το  43,92% του 2009 και λόγω της διάσπασης, με τη δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ, έφτασε, το 2015, στα πρόθυρα της εξόδου από τη Βουλή.  Ήρθε έβδομο με ποσοστό 4,68 %. Πολλοί τότε, στην πλειοψηφία τους αυτοί που έβλεπαν στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα τον νέο Ανδρέα Παπανδρέου (τι ύβρις και αυτή!) προεξόφλησαν το τέλος του. Έκαναν λάθος. Ήταν η ώρα της Φώφης Γεννηματά. Κράτησε όρθιο το ΠαΣοΚ, ανέβασε τα ποσοστά του, στη σημερινή επέτειο των 50 χρόνων, είναι χρέος τιμής η αναφορά στον επίμονο και δύσκολο αγώνα της.

Το 2021, πάνω από 280 χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν στη διαδικασία εκλογής προέδρου του ΠαΣοΚ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης στα τρία χρόνια της παρουσίας του κατάφερε να μεγαλώσει, αξιοπρόσεχτα, τα ποσοστά του. Το γεγονός ότι σε ένα μήνα από τώρα θα υπάρξει και νέα διαδικασία εκλογής αρχηγού, σημαίνει ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Όχι μόνο για τους αντιπάλους του κ. Ανδρουλάκη αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος της βάσης του. Όταν στα μισά από τα πενήντα χρόνια της ζωής σου έχεις κυβερνήσει τη χώρα, το να είσαι μια μικρομεσαία πολιτική δύναμη δεν φτάνει. Όταν πραγματικά έχεις το DNA πρωταθλητή ακόμα και η δεύτερη θέση θεωρείται αποτυχία.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν η βάση του κόμματος δώσει δεύτερη ευκαιρία στον κ. Ανδρουλάκη αναγνωρίζοντας την προσπάθεια του ή επιλέξει άλλο πρόσωπο για την ηγεσία, το ΠαΣοΚ του μέλλοντος, δεν μπορεί να είναι ένα μικρομεσαίο κόμμα. Και δεν μπορεί να έχει τη νοοτροπία μικρομεσαίας ομάδας που για την πορεία της φταίει η ..διαιτησία. Κανείς δεν μπορεί να σε αγνοήσει όταν δημιουργείς γεγονότα, όταν παράγεις πολιτικές θέσεις που ξεφεύγουν από τη σφαίρα των ευχολογίων. Πόσα τέτοια γεγονότα έχει καταφέρει να δημιουργήσει το ΠαΣοΚ τα τελευταία χρόνια;

Δεν μπορεί, επίσης, το ΠαΣοΚ να δίνει την αίσθηση ότι διοικείται από παρέες, από τους εκλεκτούς του εκάστοτε αρχηγού. Ούτε ότι διαθέτει όργανα τα οποία υπάρχουν για να υπάρχουν αλλά δεν είναι σε θέση να παράγουν πολιτικές θέσεις. Και το κυριότερο. Δεν μπορεί να είναι εξαφανισμένο στις τοπικές κοινωνίες. Βλέπω για παράδειγμα, τη γενέτειρα μου, την Κω. Ο κόσμος διαμαρτύρεται για την κατάσταση στο νοσοκομείο του νησιού. Η τοπική οργάνωση δεν υπάρχει. Δεν έχει ψελλίσει λέξη. Δεν δίνει την αίσθηση ότι είναι δίπλα στον κόσμο. Είναι ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Δεν μπορεί να υπάρξει ΠαΣοΚ που να θέλει να κυβερνήσει και να είναι απών από τις τοπικές κοινωνίες.

Σε αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει και η ΝΔ δεν τυγχάνει της εμπιστοσύνης που είχε στην αρχή της κυβερνητικής θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά δεν υπάρχει άνοδος και πολύ περισσότερο επιστροφή στην διακυβέρνηση που να στηρίζεται μόνο στην αδυναμία των άλλων. Γιατί αυτή η άνοδος θα έχει ένα όριο. Το πολύ-πολύ το 13% να γίνει 15%.  Η άνοδος του ΠαΣοΚ θα πρέπει να στηριχθεί στη δική του δύναμη. Που δεν μπορεί παρά να προέλθει από την κατάθεση συγκεκριμένου κυβερνητικού αφηγήματος για τη χώρα.  Αφηγήματος που μπορεί να κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει πει και σωστά ότι πέρασε η εποχή που το ερώτημα ήταν με ποιόν θα πάει το ΠαΣοΚ. Ναι, αλλά τώρα το ερώτημα είναι ακόμα πιο δύσκολο. Και είναι που θέλει να (μας) πάει το ΠαΣοΚ. Σε αυτό το ερώτημα πρέπει να δοθεί  πειστική απάντηση. Γιατί από αυτή θα εξαρτηθεί ποιο θα είναι και τι προοπτικές μπορεί να έχει το ΠαΣοΚ του μέλλοντος (τους).