Μαζί με τη Μεταπολίτευση έχουν γενέθλια το ΠαΣοΚ και η ΝΔ. Όλοι συνομήλικοι, κλείνουν τα πενήντα χρόνια τους. Το γεγονός δεν είναι ούτε περίεργο ούτε τυχαίο. Η Μεταπολίτευση ήταν μια βαθιά και συνολική τομή στην ιστορία της Ελλάδας και σε τέτοιες περιπτώσεις το νέο δημοκρατικό πολίτευμα ζητούσε νέα κόμματα, όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και επί της ουσίας. Η Μεταπολιτευτική Δημοκρατία συγκροτήθηκε ως δημοκρατία των κομμάτων, και μάλιστα μαζικών κομμάτων.
Αυτά πρωτοστάτησαν για καιρό όχι μόνο στο θεσμικό επίπεδο, αλλά στην οργάνωση των μαζών, στην καθημερινή ζωή των πολιτών, στη διαμόρφωση των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων. Προς το καλό και προς το κακό. Η τροχιά της Μεταπολίτευσης, ο δημόσιος λόγος της, τα διαδοχικά σημεία καμπής και οι μετασχηματισμοί της συνδυάστηκαν και αλληλεπέδρασαν με τις αντίστοιχες αλλαγές των κομμάτων.
Σε αυτά τα πενήντα χρόνια η τροχιά του ΠαΣοΚ ταυτίστηκε ουσιαστικά με την τροχιά της Μεταπολίτευσης. Πράγματι, το ΠαΣοΚ ιδρύθηκε στις «3 του Σεπτέμβρη» 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκτινάχθηκε στην εξουσία το 1981, γεγονός που θεωρήθηκε τότε «πολιτικό θαύμα». Και ο μαρασμός του όμως στα χρόνια της χρεοκοπίας θεωρείται ένα «πολιτικό φαινόμενο» που διεθνώς αποκαλείται pasokification. Από το θαύμα στον μαρασμό, λοιπόν. Αυτή την τροχιά καλούνται να απαντήσουν οι μελετητές του ΠαΣοΚ και, κυρίως, η ηγεσία και τα μέλη του, που επιμένουν ότι μετά τον μαρασμό μπορεί να έρθει μια νέα ανθοφορία.
Ως το 2009, που αρχίζει η εποχή των μνημονίων, το ΠαΣοΚ ήταν όντως το κατεξοχήν κόμμα της Μεταπολίτευσης. Κυβέρνησε τα περισσότερα χρόνια στο διάστημα 1974-2009, εξέφρασε τις προσδοκίες ευρύτατων μαζών, δέθηκε στενότερα με την κοινωνία εκφράζοντας το εκάστοτε πνεύμα της περιόδου. Η ισχύς του καθορίστηκε από την ικανότητα να αναθεωρεί τον εαυτό του και να προσαρμόζεται στις νέες εθνικές και διεθνείς συνθήκες. Και αυτές οι αναθεωρήσεις ήταν αλλεπάλληλες και συνέπιπταν με τα σημεία καμπής της Μεταπολίτευσης.
Αρχικά συστήθηκε ως ριζοσπαστικό μη κομμουνιστικό κόμμα της Αριστεράς, με ιδεολογική φυσιογνωμία τον σοσιαλισμό, σε μια χώρα όπου η αριστερή παράδοση σχεδόν ταυτιζόταν με την κομμουνιστική. Οι διεθνείς του αναφορές ήταν τα τριτοκοσμικά απελευθερωτικά κινήματα, ενώ ταυτόχρονα εξέφραζε μια απορριπτική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η εκλογική σπορά αυτού του αρχικού ΠαΣοΚ δεν ανταποκρίθηκε στις φιλοδοξίες του ηγέτη του και έτσι άρχισε η πρώτη μεγάλη αναθεώρηση που θα το φέρει στην εξουσία. Το σχετικά μικρό ριζοσπαστικό κίνημα θα μετασχηματιστεί στο μεγάλο «κόμμα της Αλλαγής» ή, με άλλα λόγια, στον αντιδεξιό πόλο του τότε διαμορφούμενου νέου κομματικού συστήματος.
Από μια στενή εκλογική-πολιτική οπτική ο μετασχηματισμός του ΠαΣοΚ σήμαινε τη συνάντηση του περιορισμένης εμβέλειας Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ), που είχε ιδρύσει ο Ανδρέας Παπανδρέου στο εξωτερικό στη διάρκεια της δικτατορίας, με τις μεγάλες μάζες της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, που όσο σταθεροποιούνταν η δημοκρατία τόσο αναζητούσαν τη νέα τους αντιπροσώπευση.
Το ΠαΣοΚ όμως ως κόμμα της αντιΔεξιάς εξέφρασε και υποκίνησε ευρύτερες δυναμικές, τις οποίες συνένωσε με έναν πολυεπίπεδο πολυσυλλεκτισμό. Πολυσυλλεκτισμό κοινωνικό, καθιερώνοντας την έννοια του «μη προνομιούχου», στην οποία μπορούσαν να αναγνωριστούν ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Πολυσυλλεκτισμό ιστορικό, αυτοπαρουσιαζόμενο ως ιστορική συνένωση των διαδοχικών πολιτικών γενεών από τον βενιζελισμό και το εαμικό κίνημα ως τον «ανένδοτο» κατά του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς» και τη γενιά του Πολυτεχνείου.
Πολυσυλλεκτισμό πολιτικό, με αιχμή την «αλλαγή», σύνθημα ελκυστικό, που δεν απέκλειε κανέναν καθώς ο καθένας την καταλάβαινε όπως ήθελε. Ο μετασχηματισμός του αρχικού ΠαΣοΚ στο κόμμα της αντιΔεξιάς Αλλαγής υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένος. Βοηθούσε και η ιστορική στιγμή, σαν να υπήρχε μια εκλεκτική συγγένεια μεταξύ της έκτακτης πολιτικής και κοινωνικής κινητικότητας που είχε προκληθεί από την πολιτειακή αλλαγή, με την απροσδιοριστία και το ασχημάτιστο του νέου φορέα, ο οποίος παράλληλα με την κοινωνία αναζητούσε τη δική του φυσιογνωμία. Έτσι, το ΠαΣοΚ βρέθηκε στην εξουσία το 1981 φτάνοντας το 48%.
Ήταν ένα «πολιτικό θαύμα»; Όχι. Ήταν μια ευρύτερη τάση που εκτόξευσε τα σοσιαλιστικά κόμματα της Νότιας Ευρώπης στην εξουσία και μάλιστα με το ίδιο σύνθημα: «Αλλαγή». Επρόκειτο προφανώς για μια περιφερειακή εκδήλωσε της γενικότερης στροφής προς τα αριστερά κατά τη δεκαετία του 1960, τα περίφημα sixties, που στη Νότια Ευρώπη έλαβε χώρα μετά το τέλος των δικτατοριών και τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Στην Ελλάδα ήταν σαν να ξαναπιανόταν το νήμα της «σύντομης άνοιξης» των αρχών του ’60.
Η δεκαετία του 1980, περίοδος διακυβέρνησης ΠαΣοΚ (1981-1989), έχει αφήσει αντιφατικές αποτιμήσεις. Από τη μια, όπως τότε λεγόταν, έδωσε φωνή και εξουσία στην «άλλη μισή Ελλάδα» που είχε αποκλειστεί στη μετεμφυλιακή περίοδο, αναγνώρισε την ενιαία Εθνική Αντίσταση, πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις εκσυγχρονισμού των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων, θεσμικές τομές στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην τοπική αυτοδιοίκηση και τον συνδικαλισμό.
Από την άλλη, η οικονομία έμεινε στάσιμη, η χώρα έχασε σε ανταγωνιστικότητα, τα δημόσια οικονομικά ξεχειλώθηκαν, σχηματίστηκε και αποκρυσταλλώθηκε ένα κρατικιστικό-συντεχνιακό μοντέλο που αντιδρούσε στις αναγκαίες οικονομικές αλλαγές, ενώ πολλαπλασιάστηκαν φαινόμενα διαφθοράς στο κυβερνών κόμμα.
Η αντιφατική αποτίμηση προέκυπτε και από τον «διπολικό χαρακτήρα» του Κινήματος, όπου συμβίωναν η μοντέρνα μεταρρυθμιστική κουλτούρα με έναν διαρκώς ισχυροποιούμενο επιθετικό λαϊκισμό που απέτρεπε τις μεταρρυθμίσεις. Τι έμεινε ως μνήμη/αποτίμηση της δεκαετίας του ’80 στον δημόσιο λόγο τριάντα χρόνια μετά και αφού η Ελλάδα γνώρισε τη δραματική περίοδο της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής επισφάλειας; Για ένα μέρος της κοινής γνώμης η νοσταλγική ατάκα «ΠΑΣΟΚ, ωραίες μέρες» αναπολεί την οικονομική και κοινωνική άνοδο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.
Για άλλους την αφετηρία της δημοσιονομικής και οικονομικής ανισορροπίας που θα καταλήξει στην κρίση του 2010. Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα εθνικής αυτογνωσίας η επίτευξη μιας συνθετικής αποτίμησης της περιόδου, αποτίμηση που έτσι και αλλιώς κατασταλάζει σιγά σιγά στην κοινωνία. Η ανάγκη αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη για τον ίδιο τον σημερινό χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Σε κάθε περίπτωση, μετά το 1989 ο κόσμος, η Ευρώπη και η Ελλάδα μπήκαν σε μια νέα εποχή. Ειδικά στην Ελλάδα, το μήνυμα ότι η παράταση της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής δεν ήταν βιώσιμη είχε δοθεί ήδη από το 1985, όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ κατέφυγε σε δανεισμό από την ΕΟΚ και πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας που είχε εκτραπεί. Γενικότερα πάντως, η δεκαετία του 1980 ήταν στην Ελλάδα «πεδίο μάχης» μεταξύ δύο αντίρροπων δυναμικών.
Από τη μια, η «Ελλάδα της Μεταπολίτευσης» έφτανε στην κορύφωσή της, από την άλλη, άρχιζε ένας νέος ιστορικός κύκλος που από τη δεκαετία του 1990 άνετα θα τον λέγαμε η «Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης», καθόσον η εθνική ζωή καθοριζόταν πλέον όλο και περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το ΠαΣοΚ είχε πάρει εν μέρει το μήνυμα πραγματοποιώντας μια ιδεολογική αναθεώρηση που θα το οδηγήσει το 1990 να γίνει μέρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, αφήνοντας πίσω του τις αντιευρωπαϊκές αντιλήψεις.
Ο ρόλος του όμως στη νέα εποχή που είχε ξεκινήσει θα αποδειχτεί καθοριστικός, καθώς θα είναι το κόμμα που θα διευθύνει την πορεία της χώρας στην ΟΝΕ και το ευρώ, δηλαδή στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Η πορεία θα ξεκινήσει ήδη επί της τελευταίας φάσης της πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου (1993-1996), αλλά θα οργανωθεί και θα πραγματοποιηθεί από τον διάδοχό του Κ. Σημίτη (1996-2004). Δύο διαφορετικές προσωπικότητες, δύο διαφορετικές ηγεσίες, οι οποίες στην κοινή γνώμη καταγράφονται συνήθως ως αντιθετικές.
Στην πραγματικότητα η αίγλη του ΠαΣοΚ ως κατεξοχήν κόμματος της Μεταπολίτευσης στηρίχθηκε στη συνέργεια των δύο φάσεων και των δύο ηγεσιών. Ο Κ. Σημίτης κληρονόμησε ως εργαλείο για την επίτευξη του εθνικού στόχου το κόμμα που είχε ιδρύσει και εδραιώσει ο Α. Παπανδρέου. Αλλά και η υστεροφημία του Α. Παπανδρέου θα ήταν πολύ πιο περιορισμένη αν δεν είχαν ακολουθήσει οι επιτυχίες του ΠΑΣΟΚ του Σημίτη ή, ακόμα χειρότερα, αν είχε επικρατήσει το ΠαΣοΚ του Τσοχατζόπουλου.
Η «εποχή Σημίτη» ταυτίζεται ουσιαστικά με την εκπλήρωση του εθνικού στόχου της ενσωμάτωσης της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την ολοκλήρωση μεγάλων έργων υποδομών και την επιτυχή πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004. Η νέα όμως εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ευρώ απαιτούσε πολυεπίπεδες και δύσκολες διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε η Ελλάδα να αντέξει στις φουρτούνες όταν ο ούριος άνεμος του «τέλους της Ιστορίας» θα ερχόταν αντίθετος.
Στην ουσία απαιτούσε έναν ριζικό αναπροσανατολισμό του παραγωγικού μοντέλου ώστε να γίνει πιο εξωστρεφές και ανταγωνιστικό, μια ποιοτική αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας του κράτους και, τέλος, την καλλιέργεια ενός νέου κοινωνικού ήθους, που θα στήριζε την ανάπτυξη και όχι τον παρασιτικό καταναλωτισμό. Το ΠαΣοΚ ωστόσο δεν είχε αλλάξει τόσο ώστε να ηγηθεί αυτής της αλλαγής. Ακόμα λιγότερο η ΝΔ, που ήλθε στην εξουσία την περίοδο 2004-2009, μια μοιραία πενταετία πολιτικής αδράνειας που επιδείνωσε τα δημόσια οικονομικά και την ανταγωνιστικότητα, αφήνοντας τη χώρα γυμνή προ της επερχόμενης κρίσης.
Το ΠαΣοΚ είχε την ατυχία να «του σκάσει» η χώρα στα χέρια – βιάστηκε μάλιστα να παραλάβει την «καυτή πατάτα». Ήταν εμφανώς απροετοίμαστο και ανέτοιμο να αντιμετωπίσει την καταστροφή. Σήμερα βεβαίως ξέρουμε ότι πολύ κεντρικότεροι «παίκτες», όπως οι ηγεσίες της ΕΚΤ, της Γερμανίας, της Γαλλίας, ή ήταν εξίσου ανέτοιμοι ή, ακόμη χειρότερα, επιδείνωσαν την κρίση του ευρώ με τις επιλογές τους. Και στο εσωτερικό της χώρας, η ΝΔ του Α. Σαμαρά ήταν η μόνη αξιωματική αντιπολίτευση μνημονιακής χώρας που έριξε λάδι στη φωτιά για μικροπολιτικούς λόγους, αντί να συμβάλει σε μια στοιχειώδη εθνική συνεννόηση στον καιρό της τρικυμίας.
Το πλαίσιο όμως της περιόδου είναι σαφές. Μια κοινωνία που είχε ζήσει μια παρατεταμένη φάση αύξουσας ευημερίας, μια κοινωνία που θεωρούσε ότι εξακολουθούσε να έχει μπροστά της έναν ορίζοντα αυξουσών προσδοκιών, όπου το αύριο θα είναι πάντα καλύτερο από το χτες, υπέστη αιφνιδίως μια κάθετη πτώση του βιοτικού της επιπέδου.
Είχε βεβαίως ξαναζήσει διαλείμματα «λιτότητας», στην ουσία βραχυχρόνιες πολιτικές σταθεροποίησης της οικονομίας μετά από φάσεις δημοσιονομικών υπερβολών, αλλά τώρα ο ορίζοντας έκλεισε, και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του ΠαΣοΚ, του κόμματος που είχε ηγεμονεύσει και διαμορφώσει τις μεταπολιτευτικές προσδοκίες, έφυγε προς διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως όμως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που προσλαμβανόταν ως «όμορος χώρος».
Για το ιστορικό ΠαΣοΚ αυτή ήταν η στιγμή της pasokification, της εκλογικής κατάρρευσης. Πάντως, με την εκ των υστέρων σοφία η χώρα επιβράβευσε και η Ιστορία θα εκτιμήσει, πέρα από τα όποια λάθη, το αίσθημα εθνικής ευθύνης που έδειξαν όσοι και όσες άντεξαν με αξιοπρέπεια και αγωνίστηκαν ώστε η Ελλάδα να μείνει στην Ευρώπη. Στους επιγόνους του σημερινού ΠαΣοΚ εναπόκειται το χρέος να ανασυνθέσουν όλες τις αντιφατικές όψεις και στιγμές της διαδρομής του κόμματος κρατώντας και τις δύο άκρες του σχοινιού.