Η καμπύλη του ΠαΣοΚ είναι η καμπύλη της Μεταπολίτευσης

Με τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» εκφράστηκε μια αντισυμβατική, για τα δεδομένα της εποχής, αντίληψη για τον πολιτικό λόγο, την πολιτική οργάνωση, τη διεθνή θέση της χώρας, την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση και την πολιτική αντιπροσώπευση της κοινωνίας.

Η ίδρυση του ΠαΣοΚ, με την παρουσίαση της «Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη», 50 χρόνια πριν, ήταν μια καταλυτική στιγμή για την πολιτική ιστορία της πατρίδας μας. Η Διακήρυξη ήταν η ιστορική, τελετουργική πράξη που συμβόλιζε τη «ριζοσπαστική Μεταπολίτευση», σε αντίθεση με τη «συμβατική και συμβιβαστική Μεταπολίτευση». Η Διακήρυξη συμβόλιζε την τομή, σε σχέση όχι μόνο με τη δικτατορία, αλλά και με το προδικτατορικό πολιτικό σύστημα και την αντίληψή του για το ποια είναι και πώς εκφράζεται πολιτικά η ελληνική κοινωνία.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήγαγε στον ελληνικό δημόσιο βίο μια νέα διάσταση. Διαμόρφωσε ένα νέο συλλογικό υποκείμενο. Αυτό τελικά προσδιόρισε, περισσότερο από κάθε άλλο, τη νέα εποχή, την εποχή της Μεταπολίτευσης. Πρέπει προφανώς να τοποθετούμε πάντα τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» ως ιδρυτική πράξη του ΠαΣοΚ μέσα στα συμφραζόμενά της, ιστορικά και συγκυριακά.

Κορυφαίο, άλλωστε, συμφραζόμενό της ήταν η ίδια η προσωπικότητα του Ανδρέα, η διαδρομή και οι απόψεις του. Όλα όσα συμβαίνουν τότε, γίνονται λίγες μόλις εβδομάδες μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου σε εξέλιξη, μέσα σε συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ιστορικής πύκνωσης. Κάθε στιγμή εντασσόταν απευθείας στον μακρύ ιστορικό χρόνο.

Με τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» εκφράστηκε μια αντισυμβατική, για τα δεδομένα της εποχής, αντίληψη για τον πολιτικό λόγο, την πολιτική οργάνωση, τη διεθνή θέση της χώρας, την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση και την πολιτική αντιπροσώπευση της κοινωνίας. Άρχισε να διαμορφώνεται η ίδια η αισθητική της Μεταπολίτευσης.

Πριν όμως από όλα αυτά, η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» ήταν μια κραυγή για την ανάγκη αναδρομικής αποκατάστασης ιστορικών αδικιών και αποκλεισμών. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν πολύ νωπή η μνήμη της δεκαετίας του ’60 και του μετεμφυλιακού κράτους. Υπήρχε ακόμη έντονη η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας των εκλογών του 1967, που δεν έγιναν ποτέ. Ήταν ακόμη επίκαιρος ο προβληματισμός για τους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις αντιφάσεις και τα όρια της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, αλλά και για την ταυτότητα της προδικτατορικής Κεντροαριστεράς.

Μέσα, συνεπώς, σε αυτές τις συνθήκες η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» , όχι τόσο όπως διατυπώθηκε, αλλά όπως εισπράχθηκε από την ελληνική κοινωνία, συγκεφαλαίωσε και επικαιροποίησε τα γενετικά χαρακτηριστικά της δημοκρατικής παράταξης. Συμβόλισε, με τη χρήση του όρου «σοσιαλισμός», την αρχή ενός διπλού απογαλακτισμού –κυρίως πολιτικού και οργανωτικού– από το προδικτατορικό κέντρο και, κατά βάθος, ιδεολογικού από την κομμουνιστική Αριστερά.

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι με τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» έκανε την πανηγυρική είσοδό του στην πολιτική σκηνή της χώρας ο ριζοσπαστισμός ως κυρίαρχη αντίληψη μιας κοινωνίας που πάλευε και παλεύει πάντα έως τώρα με τις συντηρητικές της ροπές και αγκυλώσεις. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο κρίσιμες αντιφάσεις του ελληνικού φαινομένου.

Η ιδρυτική πράξη του ΠαΣοΚ γέννησε τρεις εμβληματικές διατυπώσεις, που εξέφρασαν τον εθνικό, τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και γράφτηκαν στην Ιστορία του ελληνικού πολιτικού λόγου. Ο ελλειπτικός και συνθηματικός χαρακτήρας των διατυπώσεων αυτών τούς προσέδωσε εύρος, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, πολυσυλλεκτικότητα, ευνόησε όμως μια σχηματική αντίληψη για την πολιτική.

– Η πρώτη διατύπωση, «Η Ελλάδα στους Έλληνες», εξέφρασε τον εθνικό ριζοσπαστισμό, μια έντονα «αντιεξαρτησιακή» θεώρηση της εθνικής κυριαρχίας, αντιαμερικανική αλλά και αντιδυτικοευρωπαϊκή στην πρώτη της εκδοχή. Επρόκειτο για μια θεώρηση έντονα επηρεασμένη από τη νωπή και δραματική εμπειρία της δικτατορίας και του πραξικοπήματός της κατά του Μακαρίου, της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, της ευθύνης που καταλόγιζε στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ, στη Δύση, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του μεταδικτατορικού πολιτικού συστήματος, που τότε ήταν ακόμη υπό συγκρότηση. Η επαγγελία αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ρητορική, αλλά η πολιτική πράξη του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν απτή και βαριά: αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως ανταπόκριση στο αίσθημα της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η Ελλάδα να μην έχει επανέλθει στο status που είχε εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας πριν από την αποχώρησή της.

– Η δεύτερη ιστορική έκφραση ήταν οι «μη προνομιούχοι» ως πρωταγωνιστές του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Έτοιμοι να ζητήσουν και να λάβουν κοινωνική δικαιοσύνη, με την έννοια της αποκατάστασης αδικιών και της άρσης αποκλεισμών, με το κλείσιμο της ψαλίδας των ανισοτήτων, με το αίτημα της αναδιανομής ευκαιριών, αλλά και πόρων. Και δίπλα στους μη προνομιούχους, ως ειδικότερη εκδοχή τους, οι «μικρομεσαίοι», έτοιμοι να συγκροτήσουν μια ισχυρή, νέα ελληνική μεσαία τάξη. Η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης προσδιορίζεται από τις δύο αυτές έννοιες, στις οποίες χωρούν οι πάντες και το σύνολο των αιτημάτων και των προσδοκιών τους.

– Και τελικά, η πολιτική έκφραση του ριζοσπαστισμού: το καθολικό και απόλυτο αίτημα της «Αλλαγής», με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε, όπως το ένιωθε ο κάθε πολίτης που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως συμμέτοχο ενός νέου πλειοψηφικού ρεύματος και μιας νέας κατάστασης πραγμάτων, στην οποία ο καθένας και η καθεμία μπορεί να βρει τη θέση της όπως τη φαντάζεται, την επιθυμεί, τη διεκδικεί.

Το ΠαΣοΚ έγινε έτσι ο μοχλός για την άρση του πολιτικού αποκλεισμού μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού που βίωσε τις συνθήκες του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς. Το «κίνημα της Αλλαγής» ήταν άλλωστε κατ’ αρχάς κίνημα γεφύρωσης –με όρους φιλικούς για κάθε αποδέκτη του συνθήματος– των μεγάλων διχασμών, από τον παλαιότερο Εθνικό Διχασμό έως τον νεότερο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό διχασμό.

Το πιο κρίσιμο ίσως στοιχείο ήταν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου από το 1974 και σίγουρα μετά το 1977, οπότε και αποκρυσταλλώθηκε το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα, δεν επανέλαβε την επαγγελία μιας αδύνατης επανάστασης, αλλά διατύπωσε με αδρό λόγο την υπόσχεση μιας ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε σταδιακά –από το 1974 έως το 1981 και μετά άρχισε να αναπαράγεται με διάφορους τρόπους– ένας ισχυρός, μεγάλος συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων, που προσδιορίζονταν από το δίπολο αφενός μεν «Κράτος-Εξουσία», αφετέρου δε «Αλλαγή-Αναδιανομή».

Η κοινωνία της Μεταπολίτευσης έγινε έτσι το πεδίο της πολιτικής ηγεμονίας (με την γκραμσιανή έννοια) του ΠαΣοΚ , ανεξάρτητα από τους επιμέρους εκλογικούς συσχετισμούς, τις νίκες και τις ήττες και τις πολιτικές εναλλαγές της περιόδου.

Η αίσθηση της ευθύγραμμης πορείας βελτίωσης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου, τα σταδιακά αλλά αμετάκλητα κεκτημένα είχαν στην αρχή μια «ριζοσπαστική αθωότητα», πίσω από την οποία, δυστυχώς, ήρθαν και κρύφτηκαν λαϊκίστικες υπερβολές, λάθη, ατοπήματα, ενοχές, αντιφάσεις, νέα προνόμια. Ήρθε αργότερα η σταδιακή συμφιλίωση με την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ακόμη και με τη Σοσιαλιστική Διεθνή – η ένταξη του ΠΑΣΟΚ στο κεντρικό ρεύμα των ευρωπαϊκών πολιτικών συσχετισμών και εξελίξεων.

Ήρθε ταυτόχρονα ο πραγματισμός της κυβερνητικής προοπτικής και της κυβερνητικής ευθύνης, για να ακολουθήσουν οι βαριές ασθένειες του κυβερνητισμού, η μείωση της ριζοσπαστικής έντασης και η κάμψη της ανατρεπτικής διάθεσης· η εξοικείωση με τις ιστορικές διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους, της οικονομίας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας. Η διαχείριση της εξουσίας αποδείχθηκε μια υπόθεση εξαιρετικά απαιτητική ηθικά για το στελεχικό δυναμικό της παράταξης. Και φυσικά, σε αυτές τις απαιτήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Το «πολιτικό ΠΑΣΟΚ» της 3ης του Σεπτέμβρη μπορούμε να πούμε ότι προηγείται του «κοινωνικού ΠΑΣΟΚ», που είναι πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ των μεγάλων εκλογικών επιτυχιών, των πλειοψηφικών πολυσυλλεκτικών κυμάτων από το 1981 και μετά. Πολύ νωρίς φάνηκε, άλλωστε, ότι όταν ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο φιλοδοξεί να εκφράσει τόσο μεγάλες πλειοψηφίες και να διαχειριστεί την πορεία της χώρας, μέσα στις προκλήσεις ενός κόσμου που άλλαξε τουλάχιστον δύο φορές (με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989/1990 και τη διεθνή οικονομική κρίση το 2008/2009) στη διάρκεια αυτής της διαδρομής, είναι υποχρεωμένο να ισορροπεί ανάμεσα σε μεγάλες αντιφάσεις που προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία του ίδιου του Έθνους.

Το νέο ελληνικό κράτος ήταν ιστορικά πάντα υποχρεωμένο να τοποθετείται στη Δύση παρά τη σχέση με την Ανατολή, καθώς γεννήθηκε υπό τη διεθνή προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και λειτούργησε ως ιστορικό εργαστήριο για τη συγκρότηση ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, προερχόμενων από τους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αίτημα του εκσυγχρονισμού ήταν, συνεπώς, πάντα παρόν, πολύ πριν από τον Καποδίστρια, ήδη από την πανηγυρική προσχώρηση του επαναστατημένου Έθνους στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, με το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο λαϊκό και το εκσυγχρονιστικό, το κοινωνικό και το κυβερνητικό, το ριζοσπαστικό και το συμβατικό, ήταν πάντα μια ζωντανή και εκλογικά αποτελεσματική σύγκρουση για ένα ΠαΣοΚ πλειοψηφικό και πολυσυλλεκτικό, που ασκούσε ή διεκδικούσε να ασκήσει άμεσα την εξουσία. Δεν είναι, συνεπώς, το ΠαΣοΚ καθόλου άμοιρο ευθυνών για τα γονίδια λαϊκισμού και δημαγωγίας που υπάρχουν μέσα στο γονιδίωμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κάθε άλλο.

Χωρίς όμως το ΠαΣοΚ και τις δικές του τολμηρές πρωτοβουλίες και αντιφάσεις δεν θα είχε διατυπωθεί η αλληλουχία των μεγάλων στόχων της κοινωνίας και του έθνους τα τελευταία 50 χρόνια:
– από την «εθνική ανεξαρτησία», τη «λαϊκή κυριαρχία» και την «κοινωνική δικαιοσύνη» έως τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας μέσω του Οικογενειακού Δικαίου και την ανάδειξη της ανάγκης για ένα νέο εθνικό μοντέλο ανάπτυξης
– από τη διεκδίκηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και των κονδυλίων της ΚΑΠ έως την επώδυνη διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης και
– από την «Αλλαγή» έως την ανάγκη για μια κουλτούρα δύσκολων, αλλά αναγκαίων, πολιτικών συνεργασιών και συνυπάρξεων.

Αυτά όμως δεν είναι μόνο μια ιστορία ιδεών, αποφάσεων, θεσμών, πρωτοβουλιών, συγκρούσεων, παρεκκλίσεων. Είναι και μια ιστορία προσώπων με αγωνίες και πάθη, με αντοχές και αδυναμίες. Και όταν λέω «προσώπων», δεν εννοώ μόνο, ή κυρίως, τους επώνυμους πρωταγωνιστές αυτής της σχεδόν επικής ιστορίας, αλλά το κορυφαίο πρόσωπο του ίδιου του ελληνικού λαού, που είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής.

Το κρίσιμο, συνεπώς, ερώτημα είναι: Γιατί η έκρηξη της οικονομικής κρίσης μετέβαλε ριζικά την κοινωνική αυτοσυνειδησία, την αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για τον εαυτό της και τη σχέση της με το ΠαΣοΚ , που είναι το κατεξοχήν κόμμα της Μεταπολίτευσης, αλλά έτυχε (λόγω εκλογικού κύκλου) να βρίσκεται αυτό στην εξουσία το 2009/2010, κατά την έκρηξη των συνεπειών της οικονομικής κρίσης;

Τι ήταν αυτό που έκανε να παύουν να επηρεάζουν την εκλογική προτίμηση των πολιτών (παραδόξως, χωρίς να λησμονηθούν δημοσκοπικά) εντυπωσιακές διεθνοπολιτικές πρωτοβουλίες, θαρραλέες θεσμικές τομές, μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις, και να έρθουν στην επιφάνεια μόνο τα προβλήματα, οι μειονεξίες, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας, καταλογιζόμενες ασύμμετρα στο ΠαΣοΚ;

Στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των ίδιων των οπαδών της παράταξης, το ΠαΣοΚ ταυτίστηκε, από ένα σημείο και μετά, όχι με όσα άλλαξαν προς το καλύτερο στον τόπο μας από το 1981 και μετά, αλλά μόνο με τη δύσκολη διαχείριση μιας πολλαπλής και βαθιάς κρίσης του μοντέλου οργάνωσης του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας. Με την ανατροπή των βεβαιοτήτων που είχαν επικρατήσει. Με δημοσιονομικά μέτρα, περικοπές μισθών και συντάξεων και ανατροπή κεκτημένων.

Στο επίπεδο της Ιστορίας και του εθνικού συμφέροντος υπάρχουν προσαρμογές που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστούν μείζονα αγαθά, όπως η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη. Προκειμένου να αποφευχθεί η πολύ χειρότερη κρίση, οικονομική, κοινωνική και θεσμική, που θα προκαλούσε η έξοδος από το ευρώ και μια δίνη υποτιμήσεων της νέας δραχμής, υπό συνθήκες βαθιάς διαρθρωτικής κρίσης της Ευρώπης, μέσα σε μια διεθνή οικονομία που στερείται βασικών θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης, με στοιχειώδη πολιτική διαφάνεια και ελάχιστο, έστω, δημοκρατικό έλεγχο.

Αυτά όμως είναι προφανές ότι δεν γίνονται αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο μέσα στον τρέχοντα οικονομικό και πολιτικό χρόνο, σε ατομικό-οικογενειακό επίπεδο και συλλογικό-εθνικό επίπεδο. Η μείωση του εισοδήματος, η ανεργία, η ύφεση, η απειλή της φτώχειας, η ανασφάλεια, ως βιώματα και πραγματικές καταστάσεις, λειτουργούν πολιτικά μέσα στη συγκυρία, χωρίς να περιμένουν την τελική κρίση της Ιστορίας, που γράφεται εκ των υστέρων, και χωρίς να αντισταθμίζονται από τις αναμνήσεις παλαιότερων εποχών και από τις συγκρίσεις με χειρότερες καταστάσεις που αποφεύχθηκαν.

Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι συμπίπτει με την καμπύλη του ΠαΣοΚ. Το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου επέβαλε στην πρώτη φάση του νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής. Έναν νέο τύπο συλλογικού πολιτικού κειμένου, βασισμένο στον συνδυασμό της χαρισματικής, προσωποκεντρικής εξουσίας, της κεντρώας παράδοσης, πολιτικής και οικογενειακής, του ριζοσπαστικού λόγου, των λενινιστικών αρχών σε σχέση με το κόμμα, αλλά και στην εμπειρία της αποστασίας.

Υπήρχε, ιδίως μετά το 1977, ένας καθαρός πολιτικός αντίπαλος μέσα στη λογική της πολιτικής πόλωσης, η «συντήρηση», η Δεξιά. Εδώ βασίστηκε ο πλειοψηφικός δικομματισμός της Μεταπολίτευσης. Και έτσι αναπτύχθηκε, σε αντίθεση προς το ΠαΣοΚ, και το ομόλογο φαινόμενο της λαϊκής πολυσυλλεκτικής Δεξιάς, με την ίδια λίγο ή πολύ κοινωνική διαστρωμάτωση. Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω εδώ στην αποχαιρετιστήρια ομιλία μου στο 10ο συνέδριο του ΠαΣοΚ στις 6.6.2015.

Το ΠαΣοΚ συγκρότησε σταδιακά, μέχρι το 1981, έναν κοινωνικό συνασπισμό που εκφραζόταν ως πολιτικός πολυσυλλεκτισμός και πλειοψηφική εκλογική δυναμική. Έτσι, κάτω από τη στέγη και τη σημαία του ΠαΣοΚ βρέθηκαν οι αγρότες, οι μισθωτοί του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες, τα ανερχόμενα μεσοαστικά στρώματα.

Το ΠαΣοΚ επαγγέλθηκε και σε μεγάλο βαθμό έκανε πράξη την άρση των αποκλεισμών, τη μείωση των κραυγαλέων ανισοτήτων και θεράπευσε ιστορικές εκκρεμότητες αναγόμενες στον Εμφύλιο και στο μετεμφυλιακό κράτος, υποκαθιστώντας πλήρως την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά.

Από το 1981 και μετά οι μετασχηματισμοί του ΠαΣοΚ είναι λίγο ή πολύ οι μετασχηματισμοί ενός ευρωπαϊκού, σοσιαλιστικού, κυβερνητικού κόμματος, αντίστοιχοι με τους μετασχηματισμούς όλης της ευρωπαϊκής κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας. Οι μετασχηματισμοί όμως στο επίπεδο του κυβερνητικού λόγου και της κυβερνητικής πρακτικής μπορούσαν εν μέρει μόνο να στοιχηθούν με μετασχηματισμούς στην κοινωνική διαστρωμάτωση της εκλογικής βάσης, στις κοινωνικές αξίες και τις πολιτικές συμπεριφορές των οπαδών και ψηφοφόρων.

Η γραμμική εξέλιξη «από το καλό στο καλύτερο», χωρίς αίσθηση του κινδύνου κατάρρευσης του επίχρυσου κεκτημένου, κορυφώθηκε την πρώτη δεκαετία του ευρώ (2001-2010), το μεγαλύτερο μέρος της οποίας (2004-2009) διανύθηκε με κυβέρνηση ΝΔ. Το ΠαΣοΚ κέρδισε τις εκλογές του 2009 με την εντολή να διασώσει και να επεκτείνει το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης και, αντί γι’ αυτό, αναγκάστηκε να διαχειριστεί μια πρωτοφανή κρίση. Αυτό επέφερε τη διάρρηξη των σχέσεων του ΠαΣοΚ με την παραδοσιακή κοινωνική και εκλογική βάση του.

Η βαθιά κρίση αντιπροσωπευτικότητας και νομιμοποίησης του ΠαΣοΚ οφείλεται σε κάποιο βαθμό και στην εσφαλμένη πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της προεκλογικής περιόδου του 2009 και του πρώτου εξαμήνου της τότε νέας κυβέρνησης μέχρι την πανηγυρική υπαγωγή στο μνημόνιο με τη δήλωση που έγινε στο Καστελλόριζο. Διευκολύνθηκε κατά τον τρόπο αυτό η συγκρότηση ενός ετερόκλητου αντιμνημονιακού μετώπου, με την πρωταγωνιστική παρουσία της τότε αντιμνημονιακής ΝΔ.

Η πρότασή μου να ζητήσουμε αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών στην έγκριση του πρώτου μνημονίου, δυστυχώς, απορρίφθηκε. Και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια ενδογενή και αθεράπευτη αμφιθυμία του ΠαΣοΚ, που είχε πάντα και εν μέρει έχει ακόμη, ένα αίσθημα διπλής ενοχής, και γιατί αναγκάστηκε να πάρει δύσκολα μέτρα και γιατί συνεργάστηκε με τη ΝΔ, που προσχώρησε όμως στη δική του πολιτική και εγκατέλειψε τη δική της.

Αυτό το αίσθημα ενοχής οδήγησε στην απώλεια της ηγεμονίας, γιατί οδήγησε στην απώλεια της αυτοπεποίθησης. Δεν υπάρχει πολιτική ηγεμονία χωρίς πίστη και αυτοπεποίθηση. Στο ΠαΣοΚ συστεγάζονταν «σωματοφύλακες του μνημονίου» και «θεματοφύλακες του αυθεντικού ΠΑΣΟΚ».

Η συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία επιδιώχθηκε τον Ιούνιο του 2011 και συντελέστηκε τον Νοέμβριο του 2011. Δεν συντελέστηκε για πρώτη φορά μετά τις διπλές εκλογές του 2012, αλλά συνεχίστηκε μετά από αυτές για λόγους ύψιστου εθνικού συμφέροντος Οι εκλογές του 2012 δεν ήταν παρά ένας ενδιάμεσος σταθμός.

Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε τον Μάιο του 2012 στην τρίτη θέση, με 13,5%, σε ένα πολιτικό σύστημα απολύτως «αποσπασματοποιημένο», με το πρώτο κόμμα (ΝΔ) να έχει σχεδόν 19% και το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) 16%, αλλά με διπολική ροπή λόγω εκλογικού συστήματος. Συγκυριακοί λόγοι (εν προκειμένω, η υπόθεση Τσοχατζόπουλου με τη σύλληψη εν μέσω προεκλογικής περιόδου ενός εμβληματικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ), που οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό, θα μπορούσαν με άνεση να οδηγήσουν αντίστροφα και στη δεύτερη, ακόμη και στην πρώτη θέση στις εκλογές του Μαΐου 2012.

Τα υπόλοιπα καλύπτουν την περίοδο 2015-2024 και είναι, συνεπώς, νωπά, αρκεί να καταγράφονται με πληρότητα και ακρίβεια. Η μετατόπιση μεγάλου αριθμού στελεχών από το ΠΑΣΟΚ και, κυρίως, η μετατόπιση ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού και εκλογικού σώματος του προ κρίσης ΠΑΣΟΚ στον τότε ανερχόμενο και ιδίως στον μετέπειτα κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να εξηγηθεί με θάρρος και ειλικρίνεια.

Αρκούμαι να σημειώσω ότι σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ είχε εκπαιδευτεί να τείνει ευήκοα ώτα στις λαϊκίστικες επαγγελίες του εύκολου αντιμνημονιακού λόγου.

Το ζητούμενο τώρα δεν είναι η επανασύσταση της σχέσης του σημερινού ΠΑΣΟΚ με το ακροατήριο που διέρρηξε τη σχέση του μαζί του το 2012, το 2015, ακόμη και το 2019, αλλά όπως αυτό προβάλλεται τώρα, το 2024, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2023, τις φετινές ευρωεκλογές, τις εξελίξεις σε όλους τους κομματικούς χώρους και, κυρίως, με βάση τις αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση και την κλίμακα αξιών, συμφερόντων και προτεραιοτήτων της κοινωνίας.

Μιας κοινωνίας που ακολουθεί τον μεταπολιτευτικό κανόνα να δίνει δυο διαδοχικές ευκαιρίες εκλογικά και δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι ολιγαρκής και «ρεαλιστική», ότι έχει ρηχή μνήμη σε σχέση με τα αίτια της οικονομικής κρίσης και χαλαρά κριτήρια σε σχέση με την οριστική και ασφαλή επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά ξαφνικά εμφανίζεται πολύ πιο ενήμερη και απαιτητική.

Η Μεταπολίτευση παρατείνεται ως εποχή, επειδή επέδειξε την ικανότητα να ενσωματώνει στη θεσμική, πολιτική, ακόμη και αισθητική κοίτη της όλες τις εξελίξεις, διεθνείς και εσωτερικές, επί 50 ολόκληρα χρόνια. Επινοεί διαρκώς τον εαυτό της. Αυτό θεωρώ ότι καλείται να κάνει τώρα και πάλι το ΠΑΣΟΚ. Να επινοήσει ένα αφήγημα που να το συνδέει με την κοινωνία και τις προτεραιότητές της, άρα με τις αντιθέσεις της και με την επιτακτική ανάγκη να συναφθεί ένα νέο συμπεριληπτικό κοινωνικό συμβόλαιο που θα απαντά σε πολλές και εντεινόμενες ανασφάλειες. Οι ανασφάλειες διαμορφώνουν τις σύγχρονες κοινωνίες ως «κοινωνίες κινδύνου».

Η ιστορία του ΠΑΣΟΚ δείχνει ότι τα εκλογικά μεγέθη εξελίσσονται γεωμετρικά, προς τα επάνω ή προς τα κάτω, όταν ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο τοποθετείται σε σχέση με τις προκλήσεις της Ιστορίας.

Από την άποψη αυτή μπορεί να είναι περισσότερο επική η γεωμετρική πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 για να προστατευθεί με –μεγάλες, αλλά όχι καταστροφικές– απώλειες το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, από τη γεωμετρική άνοδο του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1981, προκειμένου να διαμορφώσει και να διαχειριστεί, εναλλακτικά με τη ΝΔ, το ασταθές, όπως αποδείχθηκε, κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, που χρειάστηκε επώδυνη διόρθωση για να διατηρηθεί.

Την περίοδο της κρίσης έλεγα πάντα ότι «το ΠΑΣΟΚ θα ανεβεί ξανά μαζί με τη χώρα». Και από το 2019 κάποιοι σπεύδουν να θέσουν το ερώτημα γιατί αυτό δεν επαληθεύεται. Η απάντησή μου, προσωρινή και υπό έλεγχο βεβαίως, είναι ότι η επαλήθευση εξαρτάται από το πώς εννοούμε και τους τρεις κρίσιμους όρους, τη χώρα, το ΠΑΣΟΚ, την άνοδο.

Αυτό προφανώς ισχύει για όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου. Ισχύει για την Πατρίδα μας, θεμελιώδες στοιχείο της οποίας είναι η επικράτεια, η Ιστορία αλλά και η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, η κοινωνική συμπεριληπτικότητα. Αυτή η Πατρίδα προτάσσεται κάθε κομματικής και επιμερισμένης θεώρησης.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.