Οι αναλυτές στην Ευρώπη αναζητώντας τους λόγους επικράτησης της φιλοναζιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία στη Θουριγγία και στη Σαξονία (ομόσπονδα κρατίδια της ενοποιημένης πια πρώην Ανατολικής Γερμανίας) εντοπίζουν ως υπεύθυνα το μεταναστευτικό, θέματα ασφάλειας και την ακρίβεια ή καλύτερα το αυξημένο κόστος ζωής. Αν και τα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας φέρουν ακόμη, τα βάρη της ενοποίησης και δεν αποδίδουν πλήρως τις επικρατούσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες σε ολόκληρη τη Γερμανία, οι τάσεις που διαμορφώνονται εκεί μόνο αδιάφορες δεν είναι.
Ωστόσο, ο κίνδυνος να διολισθήσει η Γερμανία σε αντιευρωπαικές πολιτικές και να κινηθεί προς αναβίωση των ναζιστικών οραμάτων της δεκαετίας του 30 είναι εμφανής και προβληματίζει τους πάντες. Με τη διαφορά ότι οι λόγοι που επιτρέπουν τη διεκδίκηση των νοσταλγών του Χίτλερ είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που οι περισσότεροι των αναλυτών εντοπίζουν. Το μεταναστευτικό και τα θέματα ασφάλειας συγκροτούν δευτερογενείς παράγοντες . Η Γερμανία επανοικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο στηριζόμενη στη μετανάστευση και η ενσωμάτωση των ξένων εργατών δεν ήταν ποτέ ανέφελη. Θέματα δε ασφάλειας, εσωτερικής και εισαγόμενης, αντιμετώπισε άπειρα στη δεκαετία του 70, χωρίς το πολιτικό της σύστημα να απειληθεί, όπως συμβαίνει σήμερα.
Κάτι άλλο πιο θεμελιακό έχει αλλάξει, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, όχι μόνο στη Γερμανία μα σε ολόκληρη την Ευρώπη, εφαρμόζονται μονομερώς άκρως φιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες έχουν μεταβάλλει δραματικά το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και έχουν αλλοιώσει τους όρους συναίνεσης. Η εργασία έχει απαξιωθεί σε σχέση με τους άλλους συντελεστές παραγωγής, ιδιαιτέρως με το κεφάλαιο, το εύρος της κοινωνικής προστασίας έχει περιοριστεί, οι αναδιανεμητικές πολιτικές επίσης φθίνουν και οι απελευθερώσεις των αγορών δεν υποστηρίζουν τον ανταγωνισμό, παρά διαμορφώνουν περιβάλλον ολιγοπωλιακών συνθηκών και υπερκερδών για τα πανίσχυρα πια μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απελευθερωμένης και χρηματιστηριακής πλέον αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία δομήθηκε χωρίς ασφάλειες και δικλείδες προστασίας των καταναλωτών, παρά με μόνο γνώμονα την κεροδφορία και βιωσιμότητα των διευρωπαικών εταρικών σχημάτων. Παρ’ ότι υπήρχαν οι δεσμενέστατες για τους καταναλωτές εμπειρίες της απολύτως απελευθερωμένης αγοράς των ΗΠΑ και ιδιαιτέρως του Τέξας που δοκιμάστηκε πριν μερικά χρόνια από ακραίες τιμές του ρεύματος σε μια τοπική κρίση του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής, δεν ελήφθησαν πρόνοιες , ούτε αναπτύχθηκαν όρια και φραγμοί στην χρηματιστηριακή εξέλιξη των τιμών ενός κατά βάση κοινωνικού αγαθού.
Επιπλέον, ειδικώς η Γερμανία μετά ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχασε το προνόμιο τη προμήθειας φθηνού φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να απωλέσει και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που διατηρούσε η βιομηχανική της παραγωγή επί πολλές δεκαετίες. Πλέον η ανταγωνιστικότητά της φθίνει και η ενεργειακή μετάβαση κοστίζει και επί του παρόντος δεν επαρκεί να καλύψει ούτε τις ανάγκες, ούτε το υπερβάλλον κόστος. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντική μερίδα της γερμανικής κοινωνίας αρνείται την υποστήριξη στους Ουκρανούς και επιζητεί ταχεία διευθέτηση της σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Θα έλεγε κανείς ότι η Γερμανία και μαζί όλη η Ευρώπη πληρώνουν την ομογενοποίηση και τη μονομέρεια της οικονομικής πολιτικής που επικράτησε από το 1990 και εντεύθεν, η οποία σταδιακά διαμόρφωσε , τα δικά της δόγματα , τις δικές της αξίες και προτεραιότητες και βεβαίως τα παρόντα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα που κλονίζουν τους δεσμούς και την εμπιστοσύνη των κοινωνιών απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Οι ανισότητες διευρύνονται, η υπέρμετρη αύξηση του κόστους ζωής πληγώνει και πολλαπλασιάζει τους κινδύνους περιθωριοποίησης σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας και η ακροδεξιά υποδεικνύει ως πρόβλημα τους ξένους, τους άλλους…
Αυτό συνέβη στην Μεγάλη Βρεταννία που οδηγήθηκε στο Brexit , αλλά συνεχίζει να υποχωρεί. Η ίδια προβληματική προπαγάνδα παίζει παντού και στην ελλειμματική εργατικού δυναμικού Ελλάδα επίσης, η οποία αν αυτή τη στιγμή είχε στη διάθεσή της 200.000 παραγωγικούς εργάτες θα αναπτυσσόταν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς των σημερινών. Οσο λοιπόν το πολιτικό σύστημα, στη Γερμανία, στην Ευρώπη και στη χώρα μας αδρανεί χαρακτηριστικά και δεν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία μιας γενναίας στροφής στην οικονομική πολιτική που θα επέβαλε μια νέα κοινωνική συμφωνία και θα άλλαζε τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και η Ακροδεξιά και οι τσαρλατάνοι που την εκπροσωπούν θα βρίσκουν τρόπους τη Δημοκρατία να αμφισβητούν και τους θεσμούς της να πολιορκούν, δημιουργώντας εστίες μίσους, εχθροπάθειας και καθυστέρησης. Γι’ αυτό και η ευθύνη κομμάτων και ηγεσιών είναι ευθεία και μεγάλη. Τώρα είναι η ώρα να αντιδράσουν και να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων.