Ήταν 26 Απριλίου του 1974. Εκείνη τη μέρα περπατούσα από το Amherst College, το πανεπιστήμιό μου, στο διπλανό University of Massachusetts. Είχαμε δικαίωμα να επιλέξουμε μαθήματα και από τα 5 πανεπιστήμια, των 40.000 φοιτητών, της περιοχής μας. Το UMASS ήταν το μόνο που έκανε σκανδιναβικές γλώσσες και είχα αποφασίσει να βελτιώσω τα σουηδικά μου. Πόσο θα μείνουμε άραγε εξόριστοι, μακριά από την πατρίδα, σκεφτόμουν. Είκοσι ενός ετών, ίσως να μη δω ποτέ πια την Ελλάδα. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα έρθει το τέλος μιας δικτατορίας. Θυμόμουν τις συναντήσεις, στις οποίες ήμουν παρών, του πατέρα μου με τον Μάριο Σοάρες, τον εξόριστο Πορτογάλο, στο Παρίσι. Σχεδίαζαν τον αγώνα για τη δημοκρατία και τις συνέργειες των κινημάτων μας. Ουδείς μπορούσε τότε να προβλέψει ότι και οι δύο θα κυβερνούσαν τις χώρες τους ως δημοκρατίες. Όταν ζεις εξόριστος, ζεις με την ελπίδα αλλά και με τον βαθύ πόνο του νόστου, αναζητάς κάποιες πολύτιμες στιγμές, κάποιες αναλαμπές, ψάχνεις μορφές αποτελεσματικών αγώνων, υποφέροντας πάντα στο σκοτάδι της μακράς και καταπιεστικής σιωπής για το μέλλον. Η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία κρατούσε ήδη 35 χρόνια, στην Πορτογαλία 41 χρόνια.
Ίσως, σκεφτόμουν καθώς περπατούσα, η Σουηδία να γίνει επιλογή ζωής. Είχαμε ζήσει εκεί εξόριστοι. Φιλόξενη χώρα. Όταν η χούντα των συνταγματαρχών κατηγόρησε τον Σουηδό πρωθυπουργό, Τάγκε Έρλαντερ, ότι φιλοξενούσε Έλληνες τρομοκράτες, εννοώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα, το ΠΑΚ, που είχε ιδρύσει στη Στοκχόλμη, ο Έρλαντερ απάντησε σκληρά. Μίλησε για τη δέσμευση της Σουηδίας να υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Απέρριψε τις κατηγορίες της χούντας και διακήρυξε ότι θα συνεχιστεί η υποστήριξη της Σουηδίας προς τους Έλληνες εξόριστους και τις δημοκρατικές δυνάμεις. Συνεπής, όπως είπε χαρακτηριστικά, με τις αξίες και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας του.
Ο Ούλοφ Πάλμε, ο οποίος διαδέχτηκε τον Έρλαντερ, συνέχισε τη στήριξή του στα κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, από την Αφρική μέχρι και τη Λατινική Αμερική. Στήριξε τους αντιαποικιοκρατικούς τους αγώνες και ήταν δριμύς επικριτής του πολέμου της Αμερικής στο Βιετνάμ. Όταν το 1973 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, η Σουηδία έγινε κέντρο εκστρατειών αλληλεγγύης κατά της χούντας του Πινοσέτ.
Δεν μπορούσα τότε να φανταστώ ότι μια μέρα θα με καλούσε ο Πάλμε, ως βουλευτή πια του ΠΑΣΟΚ, να συνδράμω τις προεκλογικές του ομιλίες. Μιλούσε για τη σημασία τού να είναι η Σουηδία ανοιχτή στους πρόσφυγες. Αναφερόταν ονομαστικά σε αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στη Σκανδιναβία. Και μου ζητούσε να μιλήσω για τη δική μου εμπειρία τα χρόνια της χούντας και για την εξορία. Οι συγκεντρώσεις τελείωναν πάντα με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε σουηδικούς στίχους από την υπέροχη φωνή της Φιλανδής Άρια Σαγιόνμαα.
Για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, η Σουηδία δεν αποτελούσε μια βιοποριστική επιλογή, αν και είχα δουλέψει εκεί. Ήταν τόπος προσφύγων απ’ όλο τον κόσμο. Μοιραζόμασταν τους αγώνες μας. Άρα τα σουηδικά μού ήταν απαραίτητα.
Μπαίνοντας εκείνη την ημέρα στο πανεπιστήμιο του UMASS και πηγαίνοντας για το μάθημά μου στα σουηδικά, πέρασα από το τραπεζάκι με τις φοιτητικές εφημερίδες. Κοίταξα βιαστικά τους τίτλους. Συνήθως είχαν ενημέρωση για τις διαμαρτυρίες ενάντια στον πρόεδρο Νίξον. Ο κρυφός πόλεμός του, πέραν του Βιετνάμ, με βομβαρδισμούς στην Καμπότζη και στο Λάος είχε αποκαλυφθεί. Κοντά 1.000 φοιτητές είχαμε κάνει κατάληψη στη βάση των βομβαρδιστικών B52, που ήταν λίγα χιλιόμετρα μακριά μας. Ξαναδιάβασα τους τίτλους. Σταμάτησα απότομα. Δάκρυσα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η ειρηνική «Επανάσταση των Γαριφάλων» ανέτρεψε το δικτατορικό καθεστώς της Πορτογαλίας!
«Για το ΠΑΚ στην Ελλάδα δεν υπήρχε μια απλή δικτατορία. Ήταν ξένη κατοχή. Ήταν μια χούντα που επιβλήθηκε με τη βοήθεια και τις ευλογίες του κατεστημένου της Αμερικής. Ήμασταν μπανανία».
Η είδηση δεν ήταν απλώς μια αναλαμπή ελπίδας, αλλά τροφοδότησε τη νεανική μου βεβαιότητα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.
Μετά το μάθημα, κάθε Παρασκευή, είχα την εκπομπή μου στο φοιτητικό ραδιόφωνο. Χωρίς να ακούγομαι πια ονειροπόλος, μπορούσα να μοιραστώ την αισιοδοξία για μια παρόμοια επανάσταση στην Ελλάδα.
Για τους δημοκράτες, τους προοδευτικούς, η εξορία δεν ήταν αγρανάπαυση. Ήταν συνεχής επαγρύπνηση, αναζήτηση ευκαιριών ανατροπής της χούντας. Ήταν συνεχής προσπάθεια ανάλυσης και επικοινωνίας με τον Ελληνισμό της Διασποράς, αλλά και τις προοδευτικές δυνάμεις όλων των χωρών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας.
Ήταν όμως και μια εποχή αναζήτησης, προβληματισμού και οραματισμού για το αύριο της Ελλάδας. Ο χρόνος φυλακής, αν δεν συνοδεύεται από συνεχή βασανισμό, όπως και ο χρόνος εξορίας, αν δεν συνοδεύεται από τον συμβιβασμό και τη μοιρολατρία, είναι και περίοδος στοχασμού για το μέλλον. Αλλά και ευκαιρία αναστοχασμού: Γιατί φτάσαμε εκεί που φτάσαμε; Τι πρέπει να αλλάξουμε; Ποιο το ιδανικό μοντέλο δημοκρατίας, δικαιοσύνης και ανάπτυξης για την πατρίδα μας; Πώς θα σταθούμε στα πόδια μας χωρίς πάτρονες; Πώς θα κινητοποιήσουμε τον Ελληνισμό για μια χώρα καλύτερη, διαφορετική;
Στο ΠΑΚ αυτό κάναμε. Δεν ήταν μόνο οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι απεργίες πείνας έξω από την Αμερικανική και την Ελληνική Πρεσβεία, οι άπειρες συναντήσεις με πολιτικούς παράγοντες των χωρών που είχαν σχέσεις με την Ελλάδα, οι συνεργασίες με κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της εποχής, όπως του Μάη ’68, τα κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, υπέρ των γυναικών και των μαύρων, οι επαφές με αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η PLO της Παλαιστίνης ή πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, δεν ήταν οι κρυφές επαφές με Έλληνες που ταξίδευαν στο εξωτερικό για να μεταφέρουν μηνύματα στο εσωτερικό, ήταν και η παραγωγή ιδεών, προτάσεων, σχεδίων για μια νέα Ελλάδα.
Παντού συνέδρια, σεμινάρια, συζητήσεις. Μεταξύ μας, στην ελληνική Διασπορά, αλλά και σε στενή επαφή με τόσους ακτιβιστές, προοδευτικούς διανοούμενους, φοιτητικά κινήματα της εποχής. Επεξεργασία καινοτόμων θεσμών και πολιτικών που θα διασφάλιζαν μια ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα.
Τον Ιούλιο του 1974 καταρρέει η χούντα μετά την κυπριακή τραγωδία. Τα ερωτήματα πολλά. Τι σήμαινε η επάνοδος του Καραμανλή; Θα νομιμοποιούσε μια γκρίζα κατάσταση; Θα παρέμεναν οι αντιδημοκρατικές δομές, θα συνεχίζονταν οι εξαρτήσεις από την Αμερική;
Για λίγες μέρες υπήρξε έντονος προβληματισμός για το εάν έπρεπε ο Ανδρέας και οι δυνάμεις του ΠΑΚ να γυρίσουν στην Ελλάδα ή να συνεχίσουν τον αγώνα στην εξορία. Γρήγορα όμως το λεγόμενο ΠΑΚ Εσωτερικού, ο Γιάννης Αλευράς, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ο Θανάσης Τσούρας, ο Αντώνης Λιβάνης, έπεισαν ότι ήταν η στιγμή του γυρισμού και νέων αγώνων μέσα στην Ελλάδα.
Αποφασίζεται να γυρίσουμε στις 16 Αυγούστου. Εγώ ήμουν στη Σουηδία. Θα βρισκόμασταν οικογενειακώς στο Λονδίνο με πολλά αλλά στελέχη του ΠΑΚ από τον Καναδά, τη Γερμανία, την Αγγλία και αλλού. Θριαμβευτική η υποδοχή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια όλων που αντικρίσαμε ξανά την πατρίδα.
Μείναμε μερικές μέρες στο ξενοδοχείο Καστρί, δίπλα στο παλιό και ιστορικό σπίτι. Το Καστρί ήταν ερημωμένο από το 1968. Υπό κατ’ οίκον περιορισμό είχε κάνει εκεί τις τελευταίες του δηλώσεις ενάντια στη χούντα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η κηδεία του, το 1968, μετατράπηκε στην πρώτη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στη χούντα.
Σύντομα, ξαναζωντάνεψε το Καστρί. Στελέχη από το εξωτερικό με αγωνιστές από την Ελλάδα, πολλούς νέους και από τον αγώνα του Πολυτεχνείου, έκαναν το Καστρί εργαστήρι τους για τη διαμόρφωση της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Η Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ, της 3ης Σεπτέμβρη, επηρεάστηκε καθοριστικά από την εμπειρία και την επεξεργασία θέσεων από το ΠΑΚ.
Για το ΠΑΚ στην Ελλάδα δεν υπήρχε μια απλή δικτατορία. Ήταν ξένη κατοχή. Ήταν μια χούντα που επιβλήθηκε με τη βοήθεια και τις ευλογίες του κατεστημένου της Αμερικής. Ήμασταν μπανανία. Ο όρος «μπανανία» προήλθε από την τεράστια εξουσία της αμερικανικής εταιρείας United Fruit Company, που έλεγχε την εμπορία μπανάνας, αλλά μαζί και τις κυβερνήσεις στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Το «Η Ελλάδα στους Έλληνες», που έγινε βασικό σύνθημά μας, είχε ένα βαθύτερο νόημα, σύμφωνα με το οποίο εμείς οι Έλληνες θα καθορίζουμε πια την πολιτική της χώρας μας
Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, είχαμε την πετρελαϊκή εταιρεία Esso Pappas. Ήταν θυγατρική της αμερικανικής Standard Oil, της σημερινής Exxon Mobile. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ήταν η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, επί Ένωσης Κέντρου, που προσπάθησε να επαναδιαπραγματευτεί τις συμβάσεις της Esso με το ελληνικό κράτος, ώστε να υπάρχει εθνικός έλεγχος, δηλαδή ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας επί των πόρων, με καλύτερη τιμολόγηση, φορολόγηση και επανεπένδυση κερδών στην Ελλάδα. Το εγχείρημα όμως βρήκε ισχυρότατες αντιστάσεις από τον Ελληνοαμερικανό Τομ Πάππας. Έπαιζε πολιτικό παιχνίδι με τη Δεξιά, συνέβαλε στην αποστασία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου το 1965 που ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπανδρέου και ήταν θιασώτης της ελληνικής χούντας, η οποία και επέκτεινε τα προνόμια της εταιρείας του.
Και έτσι ο αγώνας δεν ήταν απλώς αντιδικτατορικός. Ήταν απελευθερωτικός. Τα δεινά της χώρας μας είχαν τις ρίζες τους σε αυτή την εξάρτηση. Εθνική, πολιτική, οικονομική.
Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου από τη χούντα του Ιωαννίδη, που έδωσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή και εξελίχθηκε σε τραγωδία για την Κύπρο, επιβεβαίωσε αυτή την αντίληψη.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ξεκινά με την τραγωδία της Κύπρου, αλλά μαζί και με την απαίτηση για απελευθέρωση της Ελλάδας από τις εξαρτήσεις, από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, καθώς και την αποτροπή των ξένων επεμβάσεων στην εθνική κυριαρχία της χώρας. Η Κύπρος αναφέρθηκε ως σύμβολο αυτής της εξάρτησης και της προδοσίας.
Η έννοια της απελευθέρωσης για τη χώρα, την κοινωνία, τους πολίτες διαπέρασε την ιδεολογία του νέου Κινήματος σε όλες του τις δράσεις. Και αυτό έδωσε και το ξεχωριστό στίγμα μας, ακόμη και με τα σύμβολά μας, τον ήλιο και το πράσινο χρώμα, διαφοροποιώντας μας από άλλες δυνάμεις στην Ευρώπη, τις σοσιαλδημοκρατικές αλλά και της παραδοσιακής Αριστεράς, εμπεδώνοντας μια ιδεολογία που ήταν βαθιά διεθνιστική και αλληλέγγυα με την «απελευθέρωση του ανθρώπου», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ανδρέας.
Το «Η Ελλάδα στους Έλληνες», που έγινε βασικό σύνθημά μας, είχε ένα βαθύτερο νόημα, σύμφωνα με το οποίο εμείς οι Έλληνες θα καθορίζουμε πια την πολιτική της χώρας μας. Εμείς θα σταθμίζουμε τα συμφέροντα της χώρας και του λαού και θα σχεδιάζουμε στρατηγικές για αυτά. Μακριά από τη διπλωματία της οσφυοκαμψίας, χωρίς συμπλέγματα και με βαθιά αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητες της χώρας και του λαού μας. Δεν αναζητούμε προστάτες. Ούτε όμως κλεινόμαστε στο εθνικιστικό μας καβούκι ψάχνοντας εχθρούς.
Η αντίληψη αυτή υπήρξε καθοριστική για την εξωτερική μας πολιτική αλλά και την εικόνα της χώρας μας διεθνώς. Ξένισαν πολλούς οι πολιτικές μας. Η «Πρωτοβουλία των 6» για τη μη εγκατάσταση νέων πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη, η αλληλεγγύη μας στον παλαιστινιακό λαό και τον Αραφάτ, η συνεργασία μας με τους Αδέσμευτους. Ξένισε το κατεστημένο η κριτική που κάναμε τότε στην ΕΕ. Λέγοντας αλήθειες. Ότι πρώτα απ’ όλα δεν μπορεί η Ευρώπη να μένει διαιρεμένη. Η συνεργασία των βαλκανικών χωρών, παρ’ ότι βρίσκονταν σε διαφορετικά, ψυχροπολεμικά στρατόπεδα, ήταν μία από τις συνεχείς επιδιώξεις μας. Η παρουσία του Ανδρέα στην τότε κομμουνιστική Πολωνία στην πιο κρίσιμη στιγμή της μετάβασής της ήταν μία ακόμη απόδειξη της πολιτικής μας υπέρ της ενοποίησης της Ευρώπης και της αυτονόμησής της από τις βουλήσεις των υπερδυνάμεων. Στενοχώρησε πολύ και πολλούς η σκληρή διαπραγμάτευση για τα Μεσογειακά Προγράμματα από τον Ανδρέα, που όμως έγιναν προπομπός για τα ΕΣΠΑ και σήμερα για το Ταμείο Ανάκαμψης.
«Η εικόνα της Ελλάδας είχε αλλάξει άρδην. Δεν ήμασταν μια βαλκανική χώρα στην Ευρώπη, αλλά η ευρωπαϊκή χώρα στα Βαλκάνια».
Όλα αυτά όμως έφεραν αποτελέσματα. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχαμε και νέα περιθώρια κινήσεων. Πορευτήκαμε με μια διαφορετική εξωτερική πολιτική από αυτήν που ήθελε η κατεστημένη αντίληψη και τελικά πετύχαμε πολλά. Η συστηματική στρατηγική για την Κύπρο, που ξεκίνησε με τον Κάρολο Παπούλια, τον Γιάννο Κρανιδιώτη και τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ολοκληρώθηκε με τις αποφάσεις στη Σύνοδο του Ελσίνκι το 1999 και την ένταξη της Κύπρου το 2004. Παράλληλα, διαμορφώσαμε το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την Τουρκία. Οι διμερείς μας σχέσεις ήταν πια και σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας. Η πολιτική μας αυτή συνέβαλε καθοριστικά ώστε να έχουμε τουλάχιστον μία δεκαετία ήρεμων σχέσεων με τη γειτονική χώρα και τον λαό της. Η Ελλάδα, προεδρεύουσα της ΕΕ, διαμόρφωσε το σημερινό πλαίσιο ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων. Αλλά και στο Σύνταγμα της ΕΕ παλέψαμε και περάσαμε το άρθρο για την Αμοιβαία Συνδρομή. Κάτι που επικαλούνται όλοι σήμερα στην Ευρώπη. Δεν διεκδικήσαμε απλώς. Συμμετείχαμε ισότιμα. Με προτάσεις που αξιοποιήθηκαν, όπως της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας από τη Μελίνα ή της περιβαλλοντικής και ανθρωπιστικής διπλωματίας, και μαζί με τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 την ανάδειξη της Ολυμπιακής Εκεχειρίας ως κυρίαρχο στοιχείο για τους σύγχρονους Αγώνες.
Η εικόνα της Ελλάδας είχε αλλάξει άρδην. Δεν ήμασταν μια βαλκανική χώρα στην Ευρώπη, αλλά η ευρωπαϊκή χώρα στα Βαλκάνια.
Όμως, η εξάρτηση είχε βαθιές δομές στην Ελλάδα. Η απελευθέρωσή μας από τις εξαρτήσεις δεν αφορούσε μόνο την ανάγκη να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο από τις εξωτερικές δυνάμεις. Η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη θυμίζει και στηλιτεύει το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε γίνει «ξέφραγο αμπέλι» στις ορέξεις και επιδιώξεις συμφερόντων και κατεστημένων.
Είχαν διαβρωθεί ο κρατικός μηχανισμός, οι ένοπλες δυνάμεις, η Δικαιοσύνη, τα κόμματα και ο συνδικαλισμός από τις δομές εξάρτησης. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη, το πελατειακό σύστημα συνδέεται με τη φεουδαρχική δομή της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Οι πολιτικές διαδικασίες και τα κόμματα υποκαθίστανται από κομματάρχες και προσωπικές σχέσεις, με εργαλεία το ρουσφέτι και το παρασκήνιο, τις υπόγειες σχέσεις και την παραπολιτική.
Επομένως, βασικός στόχος του ΠαΣοΚ ήταν και η ανατροπή αυτών των εσωτερικών εξαρτησιακών δομών. «Η εθνική ανεξαρτησία είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη λαϊκή κυριαρχία, με τη δημοκρατία σε κάθε φάση της ζωής του τόπου, με την ενεργό συμμετοχή του πολίτη. Η πολιτική και κοινωνική δύναμη πρέπει να προέρχεται και να εκφράζεται από τον λαό. Η εξωτερική εξάρτηση συνδεόταν άρρηκτα με την πελατειακή, ολιγαρχική δομή του ελληνικού κράτους και του πολιτικού συστήματος.
Η απάντησή μας σε αυτό; Η εμβάθυνση της δημοκρατίας. Η αποκέντρωση με μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και την ισχυροποίηση της περιφέρειας. Η συστηματική διαβούλευση αρχικά με λαϊκές συνελεύσεις και αργότερα με τη λαϊκή επιμόρφωση μέσα από το διαδίκτυο. Για ένα κράτος αξιόπιστο και όχι διαβρωμένο, για την αξιοκρατία και όχι την κομματοκρατία νομοθετήσαμε το ΑΣΕΠ, αργότερα τη Διαύγεια ενάντια στη σπατάλη και τη διαφθορά, τα ΚΕΠ για την άμεση εξυπηρέτηση του πολίτη, τις ηλεκτρονικές συνταγογραφήσεις ως ένα ακόμη βήμα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και διαφάνειας, το OpenGov για τη στελέχωση υψηλόβαθμων θέσεων στη δημόσια διοίκηση και δεκάδες άλλες βαθιές αλλαγές, που άλλαξαν τη χώρα.
«Η Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ μιλά για Κίνημα, όχι κόμμα».
Αλλά η εξάρτηση έχει και άλλες ρίζες, οικονομικές, κοινωνικές. Πώς μπορούν η Ελληνίδα και ο Έλληνας να αισθάνονται απελευθερωμένοι αν βρίσκονται σε οικονομική ένδεια, αν τα δικαιώματα δεν είναι σεβαστά και οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες δεν είναι αξιόπιστες και προσβάσιμες; Πώς μπορεί ο πολίτης να αισθάνεται ασφαλής, αν μια πολιτεία θεωρεί ασφάλεια μόνο τη δημόσια ασφάλεια και όχι τη διασφάλιση των δικαιωμάτων;
Η Διακήρυξη προωθούσε τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, με στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης. Και το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση είδε το κοινωνικό κράτος, όπως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το ΕΣΥ, όχι ως μια απλή παροχή προς τον πολίτη, αλλά ως βασική προϋπόθεση ελευθερίας, σιγουριάς και δημιουργικότητας του Ελληνισμού. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικότατο από κάθε άποψη ήταν το έργο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την ισότητα των φύλων, έργο μεγάλο για την απελευθέρωση της γυναίκας, που εκφράστηκε και με τη βαθιά αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου, αλλά σηματοδοτούσε ευρύτερα την ισχυρή μας βούληση για απελευθέρωση και αυτοδιάθεση.
Καλύτεροι μισθοί, καλύτερες συνθήκες εργασίας, πρόσβαση στον πολιτισμό, στον αθλητισμό, προστασία των αδύναμων ή των ατόμων με αναπηρίες και της τρίτης ηλικίας με τα ΚΑΠΗ, ένταξη των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό, νέα σχολικά κτίρια παντού, ολοήμερα σχολεία, μουσικά, αθλητικά, περιβαλλοντικά και ερευνητικά κέντρα ήταν μέρος της φιλοσοφίας μιας Ελλάδας αυτόνομης, με αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Και η αποκέντρωση δεν ήταν μόνο διοικητική. Έργα στην επαρχία, Κέντρα Υγείας, στήριξη του αγρότη και της αγρότισσας συνταξιοδοτικά, όλα συνέτειναν προς την ίδια κατεύθυνση, ενός ενεργού και συμμέτοχου πολίτη.
Το ΠαΣοΚ θέλησε να εμβαθύνει τη συμμετοχική δημοκρατία και με μορφές συμμετοχικής οικονομίας. Αγροτικοί, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, μορφές αυτοδιαχείρισης ήταν μερικά από τα εγχειρήματα, με αμφίβολα πολλές φορές αποτελέσματα. Όμως, η αρχή μια συμμετοχικής οικονομίας παρέμεινε.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη μεγάλη κινητοποίηση των προοδευτικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας.
Η Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ μιλά για Κίνημα, όχι κόμμα. Η συμμετοχή του πολίτη, του λαού, ήταν μία από τις βασικές διαφοροποιήσεις όχι μόνο από τη συγκεντρωτική, πελατειακή Δεξιά αλλά και από τη δογματική Αριστερά, που πιστεύει σε δομές άκρως συγκεντρωτικές και σε μια «πρωτοπορία της πρωτοπορίας», που καταλήγει σε μια κομματική γραφειοκρατία στελεχών που αποφασίζει για την πορεία του κόμματος.
Το ΠΑΣΟΚ κάλεσε τους δημοκράτες προοδευτικούς πολίτες σε αυτο-οργάνωση, δίνοντας τον πρώτο λόγο στις τοπικές κοινωνίες. Κατάφερε να σπάσει πελατειακά δίκτυα που έβαζαν τον πολίτη να πολεμά τον πολίτη και να ενώσει πλατιά κοινωνικά στρώματα σε κοινές διεκδικήσεις και στοχεύσεις. Ένωσε αναγνωρίζοντας την Εθνική Αντίσταση, ένωσε με την Εθνική Λαϊκή Ενότητα, ένωσε τους μη προνομιούχους Έλληνες.
Αυτές οι δυνάμεις, όχι μόνον στο επίπεδο των κεντρικών στελεχών, αλλά σε κάθε γειτονιά και χωριό, κινητοποιήθηκαν, πίστεψαν όχι στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στον ίδιον τον Ελληνισμό και τις δυνάμεις του. Αυτή την αυτοπεποίθηση, που ενθουσίασε την κοινωνία, τη βρίσκω ακόμη στις ιστορίες τόσων συνανθρώπων μας που, όπου και αν με συναντήσουν, έχουν να μου πουν πολλές από τότε που, νέοι ακόμη, βίωναν την ανάταση από τις πολιτικές των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Αυτές οι δυνάμεις, σάρωσαν τις αντιστάσεις του κατεστημένου. Πάλεψαν. Υποχώρησε η μιζέρια της συντήρησης που καλλιεργούσε η Δεξιά, αλλά και ο στείρος δογματισμός της παραδοσιακής Αριστεράς, που κρατούσε τις κοινωνικές δυνάμεις σε κομματική ομηρία.
«Η Ελλάδα που μπορεί» ήταν το κλίμα που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη.
«Μέσα στο κλίμα που διαμορφώθηκε στις πλατείες των ασυλλόγιστων αντιπαραθέσεων, το ΠαΣοΚ κατέστη εύκολη πολιτική λεία τόσο για τη Δεξιά όσο και για την παραδοσιακή Αριστερά».
Αυτή η δυναμική άρχισε να φθίνει μετά το 2004. Οι νέοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ με στόχο να εμπεδώσουν κλίμα εμπιστοσύνης, αξιοκρατίας, διαφάνειας και κράτους δικαίου, απελευθερώνοντας τη δημιουργικότητα του πολίτη, όπως το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, η Διαύγεια, το OpenGov, η Ηλεκτρονική Συνταγογράφηση και οι Ηλεκτρονικές Προμήθειες, Το Πράσινο Ταμείο, υπονομεύθηκαν και αποδυναμώθηκαν.
Η Ελλάδα βρέθηκε με μια δεξιά κυβέρνηση που λεηλάτησε τους πόρους της χώρας και έβαλε ξανά την Ελλάδα σε τροχιά χρεοκοπίας. Ήταν η αρχή μιας νέας εξάρτησης της χώρας. Αυτή τη φορά λόγω οικονομικής αδυναμίας και ελλείμματος αξιοπιστίας. Αλλά και λόγω μιας Ευρώπης για την οποία είχε προειδοποιήσει ο Ανδρέας. Ήταν η Ευρώπη των αγορών αντί της αλληλεγγύης, η Ευρώπη του διευθυντηρίου αντί της δημοκρατίας.
Το ΠαΣοΚ με την κυβέρνησή του έπραξε τότε το καθήκον του. Κατάφερε να πείσει τους εταίρους για την ανάγκη εισαγωγής νέων ευρωπαϊκών θεσμών, όπως ο μηχανισμός βοήθειας, ώστε να μη βρεθεί η Ελλάδα στο περιθώριο. Διαμορφώθηκε ένα πρόγραμμα διάσωσης της χώρας με σκληρές θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και τεράστιες πολιτικές θυσίες του ίδιου του ΠαΣοΚ. Μέσα στο κλίμα που διαμορφώθηκε στις πλατείες των ασυλλόγιστων αντιπαραθέσεων, το ΠαΣοΚ κατέστη εύκολη πολιτική λεία τόσο για τη Δεξιά όσο και για την παραδοσιακή Αριστερά. Αλλά και εύκολη λεία για συμφέροντα και κατεστημένα που δεν ήθελαν να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες που προκαλούσαν τις κρίσεις οι οποίες καθιστούσαν τη χώρα ανίσχυρη να τις αντιμετωπίσει, ούτε ήθελαν να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων.
Η εύκολη δημαγωγία για τον αναγκαστικό δανεισμό και τα μνημόνια αφαίρεσε τη δυνατότητα αυτογνωσίας για τα βαθύτερα ζητήματα πελατειακής εξάρτησης της κοινωνίας και της χώρας.
Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, κακών δαιμόνων στο εξωτερικό, όπως η Γερμανία, χωρίς βεβαίως να παραβλέπω τις λάθος και τιμωρητικές πολιτικές της, ή η αναζήτηση δήθεν σωτήρων, όπως η Ρωσία, επανατροφοδότησε αυταρχικές και πελατειακές αντιλήψεις και δομές που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πελατειακού πολιτικοοικονομικού συστήματος.
Και έτσι, έμεινε ατελής η διαδικασία απελευθέρωσης της Ελλάδας τα 50 αυτά χρόνια.
Σήμερα, η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης επιτρέπει στη συντηρητική κυβέρνηση να δρα ανεξέλεγκτα, με πλήρη έλεγχο της οικονομίας και ανεξέλεγκτη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από το πρωθυπουργικό γραφείο, να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη, υπονομεύοντας την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου, ενώ ευνοεί ισχυρά συμφέροντα με ψευδεπίγραφα αναπτυξιακά μέτρα.
Η ολιγαρχική οικονομία που αναδύεται ενισχύει τους πλούσιους μέσω κρατικών χρηματοδοτήσεων, ενώ αποκλείεται η πλειονότητα από τα οφέλη και υποβαθμίζονται οι κοινωνικές υποδομές.
Απουσιάζει ο ουσιαστικός διάλογος, γιατί προϋποθέτει ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών και λογοδοσία, που απειλεί κατεστημένα και στημένα παιχνίδια.
Ο αυταρχισμός και το πελατειακό σύστημα καλλιεργούν αίσθημα ανημπόριας στους πολίτες, καταστρέφουν την κοινωνική συνοχή και υπονομεύουν θεμελιώδεις αξίες.
Η αίσθηση της μοιρολατρίας, της ηττοπάθειας, της λογικής «ο καθένας για τον εαυτό του» θα έχουν τελικά καταστροφικές συνέπειες. Γιατί δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις χρόνιες παθογένειες αλλά και τις νέες παγκόσμιες προκλήσεις, αν δεν κινητοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις του Ελληνισμού, πολύ περισσότερο αν οι πολίτες δεν καταστούν ιδιοκτήτες των αποφάσεων και του σχεδιασμού που αφορούν το μέλλον τους. Αν δεν λάβει τέλος η λογική της ανάθεσης ευθύνης της εξουσίας σε κάποιον και η δυνατότητα κριτικής και ψήφου ανά τετραετία χωρίς την ανάληψη ευθύνης και από τους πολίτες, από την κοινωνία για την πορεία μας προς το μέλλον. Η ανάληψη ευθύνης εκ μέρους όλων και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης, ώστε να σφυρηλατηθεί η αναγκαία κοινωνική συνοχή, θα πρέπει να αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία μιας νέας πορείας.
«Η συμμετοχή του πολίτη αποτελεί καθοριστική παράμετρο της μετάβασης της χώρας σε ένα βιώσιμο μέλλον».
Οι πυρκαγιές, η λειψυδρία, οι πλημμύρες, οι ανισότητες, οι αδικίες, η υπονόμευση των ελευθεριών, η υποβάθμιση των δικαιωμάτων δεν είναι παρά συμπτώματα βαθύτερων προβλημάτων. Όπως και η ακρίβεια στην ενέργεια, στα τρόφιμα, στην κατοικία, στην υγεία και την παιδεία είναι αποτέλεσμα της ληστρικής διαχείρισης του πλούτου του ελληνικού λαού. Το μοντέλο του μαζικού τουρισμού ή της αγοράς των πάντων από ξένα fund, όπως της γη, των ξενοδοχείων μας, των εταιρειών και των κατοικιών μας δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το «ξέφραγο αμπέλι» για το οποίο μιλούσε το ΠαΣοΚ στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974.
Για αυτό και παραμένει αναπάντητο το μεγάλο διακύβευμα της Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη. Και γι’ αυτό η συμμετοχή του πολίτη αποτελεί καθοριστική παράμετρο της μετάβασης της χώρας σε ένα βιώσιμο μέλλον. Η συμμετοχή του στις αλλαγές που απαιτούνται για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση στην παραγωγή, στην κατανάλωση, στον σχεδιασμό των πόλεων, της αγροτικής παραγωγής, των συγκοινωνιών, των μεταφορών.
Θα κληθεί ο πολίτης να συμμετέχει, να συνδιαμορφώνει, οργανωμένα, συλλογικά την πορεία της χώρας και του μέλλοντός του ή θα μείνει στο περιθώριο της ιστορίας ως αντικείμενο εκμετάλλευσης;
Σε ένα μέλλον όπου πλούτος, γνώση και εξουσία θα συγκεντρώνονται ολοένα και περισσότερο σε χέρια λίγων, σε παλιά ή νέα κατεστημένα. Όπου η τεχνολογία θα γίνει εργαλείο αυταρχικού ελέγχου και εκμετάλλευσης αντί για μέσο ενδυνάμωσης και ελευθερίας των ανθρώπων.
Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ακολουθούμε συντηρητικές πολιτικές, που χειραγωγούν τον πολίτη και την κοινωνία, υπονομεύοντας δικαιώματα και θεσμούς, καλλιεργώντας μια κουλτούρα ραγιαδισμού, εξάρτησης, και μοιρολατρίας, που αποτυγχάνει να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, γιατί η ίδια η συντήρηση τα προκαλεί.
Είναι αδήριτη ανάγκη η προοδευτική αλλαγή του τόπου.
Αυτή η δημοκρατική πρόκληση παραμένει ισχυρή παρά τις μεγάλες αλλαγές της Μεταπολίτευσης, παρά το ότι είχαμε την πιο ειρηνική και δημοκρατική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, στην οποία οι δημοκρατικές δυνάμεις και κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ είχαν καθοριστικό ρόλο.
Ας κατανοήσουμε ότι η εξέλιξη και η πρόοδος μιας κοινωνίας, όπως και της ελληνικής, δεν είναι γραμμική. Δεν είναι δεδομένη, δεν είναι αυτονόητη. Είναι αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων και πολιτικών δυνάμεων που συγκρούονται. Και η σύγκρουση αυτή δεν αφορά μόνο τις διαφορετικές πολιτικές σε επιμέρους ζητήματα, αλλά τον πυρήνα της λειτουργίας ενός δημοκρατικού κράτους.
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι αξίες και τα ιδανικά μας που εκφράστηκαν πριν 50 χρόνια την 3η Σεπτέμβρη παραμένουν ως αρχές περισσότερο επίκαιρα και αναγκαία για τους Έλληνες από ποτέ.
Η πρόκληση για το ΠαΣοΚ σήμερα είναι να εμπνευστεί από την παράδοσή μας αλλά και να αξιοποιήσει τις αρχές και τις αξίες μας ως πυξίδα στα νέα δεδομένα, στα νέα αχαρτογράφητα ύδατα, στις νέες προκλήσεις.
Αυτή η δημοκρατική πρόκληση, παρά τις μεγάλες αλλαγές της Μεταπολίτευσης, παραμένει ένα ιστορικό στοίχημα.
Η υιοθέτηση ενός νέου, πράσινου, κοινωνικού και δίκαιου συμβολαίου, που θα ρυθμίζει με δημοκρατική αντίληψη τις σχέσεις κράτους, εργασίας και κεφαλαίου και θα έρθει ως αποτέλεσμα ενός ανοιχτού εθνικού διαλόγου, δημοκρατικά και συμμετοχικά, μπορεί να διαμορφώσει τους αναγκαίους όρους και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ασφαλή μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον ελπίδας και προοπτικής.
Η προσωπική μου μαρτυρία για τον τρόπο που βίωσα εκείνη την ιστορική περίοδο κατά την οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι και συμμέτοχοι της μετάβασης της χώρας από τη χούντα στη δημοκρατία, αλλά έχοντας χειριστεί και την πιο μεγάλη κρίση από τη Μεταπολίτευση, με έχει πείσει ότι σημασία δεν έχει απλώς να αντιμετωπίζει κανείς τα προβλήματα και τις ανάγκες, αλλά κυρίως να αντιλαμβάνεται το βάθος και την προέλευσή τους, δίνοντας αξιόπιστες και αποτελεσματικές απαντήσεις στις προκλήσεις, υπερασπιζόμενος το δημόσιο συμφέρον και τη μεγάλη κοινωνική πλειονότητα των μη προνομιούχων σε κάθε ιστορική περίοδο. Γιατί κοινωνική δικαιοσύνη και κράτος δικαίου δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς κοινωνικές δυνάμεις απελευθερωμένες από τις πάσης φύσεως εξαρτήσεις.
*Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου είναι πρώην πρωθυπουργός, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.