«Τρέχουμε στο βουνό μαζί με άλλους χωριανούς. Σε ένα ύψωμα κοιτάζω προς τα κάτω, βλέπω το χωριό να καίγεται. Ο ουρανός γεμάτο καπνούς, μυρίζαμε τη μυρωδιά του καμένου», περιγράφει η επιζώσα από το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, Μαίρη Ανάσογλου στη DW.

Μία μαύρη επέτειος 80 χρόνων από τη μεγάλη Σφαγή του Χορτιάτη, ξημέρωσε σήμερα, Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024. Την ίδια μέρα το 1944, 149 αθώοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές.

Το παρασκήνιο της τραγωδίας

Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι της υπηρεσίας ύδρευσης της Θεσσαλονίκης με δύο υπαλλήλους, ξεκίνησε από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση του νερού με χλώριο, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της συμπρωτεύουσας. Το αυτοκίνητο συνόδευε στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επενέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός κι ένας υπαξιωματικός.

Αξίζει να σημειωθεί, πως υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τον αριθμό των επιβατών στα δύο οχήματα, αλλά και για τις εθνικότητές τους.

Την ίδια ώρα, περίπου στις 8:30 το πρωί, μια ομάδα ανταρτών από το λόχο του καπετάν Φλουριά (κατά κόσμον Αντώνης Καζάκος) υπό τον Βάιο Ρικούδη κατεβαίνει από το βουνό, το οποίο αποτελεί καταφύγιο τους και κρύβεται στην περιοχή Καμάρα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο.

Το αυτοκίνητο της εταιρείας ύδρευσης, κινείται στο δημόσιο δρόμο του Χορτιάτη και πλησιάζει στο σημείο, όπου καιροφυλαχτεί η αντάρτικη ομάδα. Οι αντάρτες κάνουν σινιάλο στο όχημα να σταματήσει, όμως εκείνο συνεχίζει την πορεία του.

Τότε, ο καπετάν Φλουριάς και η ομάδα του ανοίγουν πυρ. Με τις πρώτες σφαίρες πέφτει νεκρός ο υπάλληλος του δήμου Σιδερίδης και τραυματίζεται ο συνάδελφός του.

Σε κοντινή απόσταση συνεχίζει το γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο, το οποίο επίσης δέχεται πυρά. Σκοτώνεται ένας λοχίας και τραυματίζεται ένας υπολοχαγός.

Ο γιατρός- οδηγός του δεύτερου οχήματος αιφνιδιάζεται  αλλά καταφέρνει να ξεφύγει. Κατευθύνεται στο Ασβεστοχώρι, όπου στρατοπεδεύουν δυνάμεις των κατακτητών και ενημερώνει από εκεί για την επίθεση τα ηγετικά κλιμάκια στο Αρσακλί (Πανόραμα) και τη Θεσσαλονίκη.

Την ίδια ώρα ανησυχία κυριεύει τους κατοίκους στο Χορτιάτη που έχουν ακούσεις τους ήχους των πυροβολισμών και έχουν αντιληφθεί ότι κάτι σοβαρό και επικίνδυνο συμβαίνει.

Οι αντάρτες μετά το επεισόδιο αποσύρονται στο βουνό και στην περιοχή Λιβαδί, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος λόχος, και είναι το κρησφύγετό τους.

«-Γιαγιά, γιαγιά οι αντάρτες κουβαλάνε ένα Γερμανό. Πάμε να φύγουμε!

-Καλά χαζό είσαι; Τι θα μας κάνουν εμάς; Τι δουλειά έχουμε με τους Γερμανούς και τους αντάρτες;», το ένστικτο της εννιάχρονης τότε Μαίρης Ανάσογλου, έσωσε τη γιαγιά της.

Ο φόβος για τα αντίποινα είναι αισθητός.

Η αρχή του τέλους

«Τρέχαμε γύρω από τα δέντρα για να γλιτώσουμε από τις βόμβες», ανέφερε στη DW η επιζώσα Μαίρη Ανάσογλου.

Οι κάτοικοι του Χορτιάτη βρίσκονται σε σύγχυση, δεν ξέρουν τι πρόκειται να ακολουθήσει, δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Οι περισσότεροι τελικά αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και το βιος τους, και να φύγουν.  Ωστόσο, αρκετές δεκάδες άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, παραμένουν.

Στο πλευρό τους παραμένει και ο πρόεδρος του Χορτιάτη, Χρήστος Μπατάτσιος, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιος ότι μόλις εξηγήσει στους Γερμανούς την κατάσταση, δε θα υπάρξουν επιπτώσεις για το χωριό. Η εκτίμησή του βασιζόταν στην πεποίθησή του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα και ζωντανά.

«Θα πάρω τα κορίτσια και θα έρθω να σας βρω. Ήταν η τελευταία στιγμή με τη μάνα μας. Ξανά δεν την είδαμε», αναφέρει μιλώντας στην DW, o Μανώλης Γκουραμάνης, Πρόεδρος Συλλόγου Οικογενειών Θυμάτων Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.

Το απομεσήμερο ο Χορτιάτης σκεπάζεται από συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της  φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη αλλά και ταγματασφαλίτες. Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για τη βιαιότητά του από τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας, λοχίας Σούμπερτ. Σκοπός των Γερμανών τα αντίποινα για την επίθεση των ανταρτών και το θάνατο του Γερμανού λοχία.

«Σε λίγο ακούμε βουή, βλέπουμε από το δρόμο τα καμιόνια των Γερμανών. Τρέχουμε στο βουνό μαζί με άλλους χωριανούς», θυμάται και εξιστορεί η Μαίρη Ανάσογλου στη DW.

Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές. Ενώ  οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν.

Η στιγμή της τραγωδίας

Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού, οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια, λεηλατούν, ό,τι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια.

Την ίδια στιγμή, ταγματασφαλίτες έχουν ακροβολιστεί γύρω από το χωριό παριστάνοντας τους αντάρτες, και είτε καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους, δίνοντας τους διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, είτε πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.

Στο μεταξύ, οι κάτοικοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, έχουν μαζευτεί, υπό τις γερμανικές απειλές, στα δύο σημεία συγκέντρωσης.

Οι Γερμανοί δε δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαιη συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύσει να μεσολαβήσει, όμως  άδικος κόπος. Λίγο αργότερα, ο παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται.

Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.

«Θυμάμαι μια κοπελίτσα μεγαλύτερη από μένα γύρω στα 12-13 που ήρθε ταλαιπωρημένη με εγκαύματα στο βουνό. Λέγανε ότι την είχε περιθάλψει ένας Ιταλός γιατρός. Μας είπε: «Μας βάλανε στο φούρνο, με τη μαμά μου κι άλλους για να μας κάψουν. Πήδηξα από το παράθυρο, σύρθηκα και γλίτωσα». Είχα ακούσει ότι σούβλισαν ένα μωρό», αναφέρει η Μαίρη Ανάσογλου στη DW.

Το χωριό καίγεται και οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια.

Σύμφωνα  με μαρτυρίες, μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει τον διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό «παλούκωμα») της νεαρής κόρης της. Εν συνεχεία, δολοφονείται και αυτή.

Σε μια άκρη του χωριού μια μητέρα που είναι κρυμμένη, για να μην ακουστεί το κλάμα του βρέφους που έχει στην αγκαλιά της και προδώσει την κρυψώνα τους, αναγκάζεται να κλείσει με το χέρι της το στόμα του, έως ότου άθελά της το πνίξει. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά.

Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του χωριού στο φούρνο του Γκουραμάνη.

«Τους έριξαν στα ζυμωτήρια, στο φούρνο, φέρανε ξερά χόρτα και εύφλεκτη ύλη, τους κάψανε ζωντανούς. Γλιτώσανε τρία παιδιά που κάνανε τους πεθαμένους κι από αυτούς μάθαμε για τους δικούς μας ανθρώπους που καήκανε. Τα σπίτια μας λεηλατήθηκαν και καήκαν. Όταν γυρίσαμε στο χωριό βρίσκαμε μόνο οστά και στάχτες», λέει ο Γκουραμάνης που έχασε σε ηλικία επτά χρονών τότε τη μητέρα του, δύο αδερφές, τρεις πρώτες ξαδέρφες και μια θεία του.

Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί ελπίδα για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν.

Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός.