Στις 03:30 ώρα Ελλάδος, ξημερώματα 1ης προς 2ας Σεπτεμβρίου του 1945 δίνεται το επίσημο τέλος της μεγαλύτερης πολεμικής τραγωδίας στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η Ιαπωνία υπογράφει την άνευ όρων παράδοσή της στους Συμμάχους και τερματίζεται έτσι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η έναρξη και η λήξη της πιο αιματηρής πολεμικής σύγκρουσης έλαβαν χώρα, με διαφορά έξι χρόνων, σχεδόν την ίδια ημέρα. 1 Σεπτεμβρίου 1939 – 2 Σεπτεμβρίου 1945.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 6 και 9 Αυγούστου, είχαν ασφαλώς προηγηθεί οι ρίψεις, από την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ, των ατομικών βομβών στις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι, με τα γνωστά αδιανόητου μεγέθους καταστρεπτικά αποτελέσματα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», πάνω αριστερά στο πρωτοσέλιδό της γράφει:
«Ήτο χθες η επέτειος μιας σκοτεινής ημέρας διά την ανθρωπότητα, της 1ης Σεπτεμβρίου του 1939. Μετά εξ έτη γεμάτα από εκατόμβες θυσιών, ποταμούς αιμάτων και σωρούς ερειπίων, το δημοκρατικόν πνεύμα των ελευθέρων λαών κατίσχυσε της κτηνώδους βίας που ήθελε να το καταπνίξη και η τελευταία υπογραφή η καθιερώνουσα την νίκην ετέθη εις το Τόκιο τας πρωινάς ώρας της σήμερον. Η ημέρα επέρασεν απαρατήρητος. Είθε οι λαοί να μη δείξουν την ιδίαν λησμοσύνην έναντι των νεκρών που έσωσαν με την θυσίαν των τον πολιτισμόν μας εις έργον της παγιώσεων της ειρήνης».
Η υπογραφή
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 2ας Σεπτεμβρίου 1945, κυκλοφόρησε λίγες μόνο ώρες μετά την υπογραφή της πράξης συνθηκολόγησης μεταξύ Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
«Υπεγράφη επί του αμερικανικού θωρηκτού ‘Μισσούρι’ το επίσημο έγγραφο της άνευ όρων υποταγής της Ιαπωνίας, το οποίον θέτει επίσημον τέρμα εις τον μεταξύ Συμμάχων και Ιαπωνίας πόλεμον, ο οποίος διήρκεσε 3 έτη και 9 μήνας και το οποίον ταυτοχρόνως εξαγγέλλει το τέλος του μεγαλύτερου πολέμου της ιστορίας διά της υποταγής και του τελευταίου μέλους του περίφημου δικτατορικού τριγώνου Βερολίνου – Ρώμη – Τόκιο».
Η τελετή της υπογραφής ήταν εντυπωσιακή. Όπως αναφέρει ΤΟ ΒΗΜΑ της ημέρας εκείνης, στον κόλπο του Τόκιο είχαν αγκυροβολήσει πάνω από 100 συμμαχικά πολεμικά πλοία και μεταξύ αυτών τα μεγαλύτερα αμερικανικά και βρετανικά θωρηκτά.
Οι όροι της συνθήκης
Υπογράφοντας τη συνθηκολόγηση οι Ιάπωνες δήλωναν ότι: «αποδέχονται τους όρους των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Κίνας και της Σοβιετικής Ενώσεως διά τον τερματισμόν δυο πολέμου» ενώ διεκήρυτταν «την εις τας Συμμάχους Δυνάμεις άνευ όρων υποταγήν του ιαπωνικού στρατηγείου και όλων των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων , ως και όλων των υπό ιαπωνικόν έλεγχον στρατευμάτων.
Επιπλέον αποδέχονταν πως «η εξουσία του Αυτοκράτορος και της κυβερνήσεως θα τελή υπό τον ανώτατον αρχηγόν των Συμμάχων Δυνάμεων, ο οποίος θα λαμβάνη τα κατά την κρίσιν του κατάλληλα μέτρα διά την πραγματοποίησιν των όρων της παραδόσεως».
Παρών στην υπογραφή της συνθήκης ήταν φυσικά και ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, ο οποίος δήλωσε:
«Είνε η ημέρα την οποίαν ημείς οι Αμερικανοί θα ενθυμούμεθα πάντοτε ως ημέραν ανταποδόσεως, όπως ενθυμούμεθα και την άλλην ημέραν εκείνη, την ημέραν της ατιμίας, την ημέραν του Περλ Χάρμπορ»
Οι Αμερικανοί έπαιρναν ττην εκδίκησή τους για την ιαπωνική επίθεση στην αμερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ, που συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που υπέστησαν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτειές σε στρατιωτικό επίπεδο.
Ο Στάλιν για το τέλος του πολέμου
«ΤΑ ΝΕΑ» της επόμενης ημέρας, 3 Σεπτεμβρίου 1945, δημοσιεύουν την επίσημη ομιλία του τότε γενικού γραμματέα της Κομμουνιστικού Κόμματος και ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος θέλησε, και εκείνος, να υπενθυμίσει τα χρωστούμενα των Ιαπώνων προς την πατρίδα του. Ο Στάλιν αναφέρθηκε στον ρωσοιαπωνικό πόλεμο του 1904 καθώς και στην ιαπωνική επίθεση του 1918 την οποία διέπραξε η Ιαπωνία «επωφελούμενη της τότε εχθρικής στάσεως της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έναντι της Σοβιετικής Ενώσεως και στηριζόμενη επ’ αυτών προς ενίσχυσιν»
Αναφερόμενος στις δυνάμεις του Άξονα, ο Στάλιν τις αποκάλεσε «κοπρώνες», δηλαδή αφοδευτήρια.
«Δύο κοπρώνες του παγκόσμιου φασισμού και της εναντίον του κόσμου όλου επιθέσεως, σχηματισθέντες κατά τας παραμονάς του παγκοσμίου αυτού πολέμου, η Γερμανία προς δυσμάς και η Ιαπωνία προς ανατολάς, εξαπέλυσαν τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον. Αυταί αι δύο δυνάμεις έσυραν την ανθρωπότητα και τον πολιτισμόν της προς την καταστροφήν»
Αίσθηση πάντως προκαλεί, με δεδομένο τα όσα ψυχροπολεμικά ακολούθησαν ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε την ομιλία του ο Στάλιν: «Δόξα εις τας ενόπλους δυνάμεις της Σοβιετικής Ενώσεως, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Κίνας και της Μ. Βρετανίας αι οποίαι επέτυχον την νίκην επί της Ιαπωνίας»
Οι Ιάπωνες
Ο τότε ιάπωνας πρωθυπουργός, Χιγκάσι Κούνι ζήτησε από τον ιαπωνικό λαό ταπεινή υπακοή. Το διάγγελμά του αποτυπώνει πλήρως την ιαπωνική νοοτροπία:
«Οπωσδήποτε αι διαταγαί της Α. Μ. του Αυτοκράτορος εδόθησαν ήδη και η αυτοκρατορία υπετάγη. Αδιάφορον πόσον αφόρητον είνε τούτο δι’ ημάς και αδιάφορον πόσον θλιβόμεθα ως υπήκοοι του αυτοκράτορος οφείλομεν ταπεινώς να υπακούσωμεν εις την αυτοκρατορικήν του διαταγήν, να υποφέρωμεν το μη δυνάμενον να υποφερθή και να προσβλέψωμεν ειλικρινώς προς την υποταγήν με ευμένειαν (…) να αντιμετωπίσωμεν όλας τας δυσχερείας, αι οποίαι θα αυξηθούν βαθμιαίως, και να προχωρήσωμεν εις οικοδόμησιν ενός προσέχοντος πολιτισμού και μίας νέας Ιαπωνίας»
Στρατηγός Μακ Άρθουρ
Την ημέρα της υπογραφής συνθήκης, ο αμερικανός στρατηγός Μακ Άρθουρ αναφέρει: « Η ζωηροτέρα μου ελπίς – ελπίς ολοκλήρου της ανθρωπότητος – είνε ότι από την επίσημον αυτήν ευκαιρίαν, ένας καλλίτερος κόσμος θα προβάλη από το αίμα και την σφαγήν του παρελθόντος, ένας κόσμος στηριζόμενος επί της πίστεως και της συνεννοήσεως, ένας κόσμος αφιερωμένος εις την αξιοπρέπειαν του ανθρώπου και την εκπλήρωσιν του προσφιλεστέρου του πόθου, διά την ελευθερίαν, την ανοχήν και την δικαιοσύνη».
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945, όλοι μιλούσαν για την ευκαιρία των λαών να κοιτάξουν μπροστά. Όχι όμως οι Έλληνες, που βάδιζαν ολοταχώς προς τον Εμφύλιο.
Δίπλα από το άρθρο του για τη συνθηκολόγηση Ιαπωνίας – Συμμάχων, το ΒΗΜΑ με τίτλο «Η ΕΛΛΑΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ! ΘΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ» μιλάει για τη χαμένη ευκαιρία των Ελλήνων.
«Από πολλούς μήνας τώρα έχει αρχίσει ένας νέος πόλεμος. (…) Είνε ο μεγάλος πόλεμος της Ειρήνης αυτός που διεξάγεται τώρα. Ο πόλεμος διά την εκβιομηχάνισιν του κόσμου (…) Η Ελλάς που εκέρδισε τον πόλεμον με τόσες θυσίες, χάνει την μάχην της Ειρήνης. Και τη χάνει διότι δεν αντιπροσωπεύεται καν εις αυτήν (…) Τι θα γίνει όταν θα τρέχωμεν εις τους γείτονάς μας ν’ αγοράσωμεν προϊόντα που θα ημπορούσαμεν να παράγωμεν μόνοι μας; Το τι θα γίνη είνε γνωστόν. Θα υποδουλωθούμεν οικονομικά εις όλας τα μικράς χώρας γύρω μας συμμαχικάς και εχθρικάς. Και τότε θα καταλάβωμεν ότι εκερδίσαμεν βέβαια πολλές μάχες, εκάναμε το καθήκονα μας, αλλά εχάσαμεν τον πόλεμον διά την επιβίωσιν του λαού μας. Θα το καταλάβωμεν, αλλά θα είνε αργά…»