Ανάμεσα στις 11 αλλαγές που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τα σχολεία εκείνο που απασχόλησε περισσότερο την επικαιρότητα ήταν το μέτρο της απαγόρευσης της χρήσης του κινητού τηλεφώνου από τους μαθητές.
Όχι επειδή επί της ουσίας η κυβέρνηση απαγόρευσε κάτι που ήδη απαγορεύεται. Αλλά επειδή, όπως μαρτυρά και η τύχη της προηγούμενης απαγόρευσης, εγείρονται πολλές αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του μέτρου. Θα συμμορφωθούν αυτή τη φορά οι ανήλικοι χρήστες; Ή το μέτρο θα ενταχθεί σε εκείνον τον ατελείωτο κατάλογο των ρυθμίσεων που ισχύουν μόνο στα χαρτιά; Θα αρχίσει να «βρέχει» αποβολές στα σχολεία; Ή οι μαθητές θα αφεθούν απερίσπαστοι στην εξάρτησή τους και οι καθηγητές θα προσαρμοστούν στην αναπότρεπτη πραγματικότητα και τους εθισμούς της ανήλικης ζωής;
Το κινητό τηλέφωνο δεν είναι απλώς μια συσκευή τηλεπικοινωνίας. Διαθέτει λειτουργίες που μπορούν να το μετατρέψουν σε ένα βάναυσο εργαλείο προσβολής της προσωπικότητας και σε πολιορκητικό κριό της ιδιωτικότητας. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί το εκλαμβάνουν ως ένα είδος απειλής.
Το πρόβλημα είναι αναντίρρητα σοβαρό και έχει απασχολήσει πολλές χώρες. Σωστά απασχολεί και την ελληνική πολιτεία. Δεν αρκεί όμως ένα σύνθημα – «το κινητό στην τσάντα» – και η αυστηροποίηση των ποινών για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Διεθνώς, εξάλλου, εξετάζονται, προτείνονται ή εφαρμόζονται συνοδευτικά μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η ισχύς της απαγόρευσης. Κι αυτό επειδή το σχολικό, όπως το οικογενειακό πλέον, είναι ένα περιβάλλον χαλαρότητας και ελαστικότητας ως προς την εφαρμογή πλήθους κανόνων που στο παρελθόν και σε πιο αυστηρές εποχές ίσχυαν απαρέγκλιτα.
Το μήνυμα στο κινητό κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι αυτό της μηδενικής ανοχής. Όπως σχεδόν όλα τα μηνύματα στο κινητό μας, έτσι κι αυτό κάποια στιγμή θα σβηστεί και θα ξεχαστεί στον χρόνο.