Ιστορικά, οι διασπάσεις στον χώρο της Αριστεράς συνδέονταν με ιδεολογικές διαφορές. Οι ρήξεις δεν προκαλούνταν τόσο από τα πρόσωπα όσο από ρεύματα, ιδέες και σχολές σκέψης, πίσω από τις οποίες συντάσσονταν ευρύτερα σύνολα, από τα οποία αναδεικνύονταν ηγετικές φυσιογνωμίες. Μπορεί ο οραματισμός να συγκρουόταν με την πραγματικότητα και κατά περίπτωση να δικαιολογούσε ακόμη και εγκλήματα αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ηταν πάντως πάντοτε παρών και η αναζήτηση για μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας – από το παραγωγικό της μοντέλο έως τις μορφές ισότητας και τους όρους δικαιοσύνης -, διαρκής.

Η σύγχρονη Αριστερά δεν θα μπορούσε ασφαλώς να εμπνέεται από ιδεολογίες και συστήματα που ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως έχασε την ικανότητά της να παράγει πολιτική. Οι ανισότητες ήταν και είναι παρούσες, η κοινωνική πρόοδος παραμένει ένας καταστατικός στόχος, η υπεράσπιση των πιο αδύναμων από τα μέλη της κοινωνίας και η φροντίδα των αποκλεισμένων εξίσου.

Ετσι εξελίχθηκε η ανανεωτική Αριστερά στον χρόνο και έτσι συστήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως έκφρασή της, κατά την ίδρυσή του, καταφέρνοντας μάλιστα στη συνέχεια, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης, να αποκτήσει ευρύτερα κοινωνικά ερείσματα και να αποκομίσει εκλογικά οφέλη.

Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ του «ηθικού πλεονεκτήματος» και της «πρώτης φορά Αριστερά» κρίθηκε στις κάλπες του 2019. Από τότε, όπως μαρτυρά και η εκλογική του επίδοση στις εκλογές του 2023, πορεύεται ως μια παραπαίουσα αντιπολίτευση. Δεν έπεισε τους πολίτες σε αυτόν τον ρόλο, ενδεχομένως και υπό το βάρος και τη νωπή μνήμη των κυβερνητικών του πεπραγμένων. Κατάφερε ωστόσο να διατηρήσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σήμερα, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται από μια εσωτερική διαμάχη, στην οποία όχι μόνο απουσιάζει οποιαδήποτε ιδεολογική αναφορά, αλλά περισσεύει και η αντιπολιτική. Την ρήξη τροφοδοτούν βυζαντισμοί, ευκαιριακές συμμαχίες, μικρομακιαβελισμοί και εξ αποστάεσως εκκαθαρίσεις.

Στον αντιπολιτικό ΣΥΡΙΖΑ, ο καβγάς μοιάζει να γίνεται για την σφραγίδα του κόμματος, ενδεχομένως και για το πάπλωμα. Οπωσδήποτε όμως όχι για τη φυσιογνωμία του ή το ιδεολογικό του στίγμα. Τα πρόσωπα δεν υπηρετούν πολιτικές πλατφόρμες, αλλά προσωπικές ατζέντες.

Τα πρόσωπα αυτά φαίνεται να προκρίνουν τώρα τη λύση μιας νέας εσωκομματικής κάλπης. Δείχνουν όμως όχι μόνο να έχουν χάσει την ικανότητά τους να παράγουν πολιτική. Αλλά και να τους παίρνει κανείς στα σοβαρά.