Μαζεύοντας ήλιο σε μια ξαπλώστρα, το καλοκαίρι επιμελούμαστε το χρώμα του δέρματός μας έτσι ώστε να μπορούμε επιστρέφοντας να «φλεξάρουμε», όπως λένε και οι νέοι, το βάθος των διακοπών μας. Στις παράλληλες δράσεις της διαδικασίας του μαυρίσματος εντάσσεται παραδοσιακά και η ανάγνωση βιβλίων. Συνήθως προτιμάται κάτι ανάλαφρο, ώστε στο τέλος της διαδικασίας να μαυρίζει μόνο το σώμα και όχι ο νους – αφήστε που έτσι παίρνουν περισσότερα likes και οι αντίστοιχες φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλές φορές ωστόσο σημειώνονται αναπάντεχα συναπαντήματα.

Ένα από αυτά μου συνέβη στη δική μου απόπειρα για απόκτηση χρώματος. Κάτω από τον καυτό ήλιο βρέθηκα να διαβάζω «Τα δέντρα» του Πέρσιβαλ Έβερετ (μτφ. Π.Τομαράς, εκδόσεις Gutenberg). Το βιβλίο υπήρξε μια αποκάλυψη. Ο Έβερετ γράφει μια μαύρη κωμωδία με θέμα τον ρατσισμό στην Αμερική, στο φόντο της εκλογής στην προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Η ιστορία είναι γκροτέσκα: σε μια πόλη του Μισισίπι αρχίζουν να δολοφονούνται λευκοί, οι γονείς των οποίων είχαν συμμετάσχει σε λιντσαρίσματα στο παρελθόν.

Πλάι στα θύματα εμφανίζεται το πτώμα ενός μαύρου άντρα – για να εξαφανιστεί μυστηριωδώς λίγο αργότερα. Η πλοκή κλιμακώνεται με τη διαδοχική εμπλοκή όλο και ανώτερων κλιμακίων της αστυνομίας, αλλά ας τελειώσουμε εδώ με τα spoilers, το βιβλίο είναι (όπως πάντα)η αφορμή.

Αν και το θέμα είναι πολύ σοβαρό, ο Έβερετ επιστρατεύει το (μαύρο) χιούμορ για να το πραγματευτεί. Ανατέμνει χειρουργικά το κοινωνικό προφίλ των μελών μιας κοινωνίας που παρά τα (όποια) διδάγματα της Ιστορίας επιμένει να διολισθαίνει σε επιλογές τύπου Τραμπ. Αντί για μια ηθικολογία ή εκ των άνω αφηρημένη κριτική δείχνει το μικροκλίμα της ανάπτυξης του ρατσισμού. Το γέλιο προσφέρεται αφειδώς, αλλά καταλήγει πικρό. Όσο πιο εξωπραγματική γίνεται η πλοκή τόσο πιο αληθινή αναδύεται η πραγματικότητα.

Μοιάζει αδιανόητο, αλλά έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια, όταν στις 28Αυγούστου του 1963 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφωνούσε στην Ουάσινγκτον την περίφημη εκείνη ομιλία του. «Έχω ένα όνειρο…»: ποιος και ποια δεν τον θυμάται, έχοντας έστω δει κάποιο απόσπασμα της ομιλίας; 200.000 άνθρωποι ήταν εκεί, σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων πολιτών. Ο θάνατος του Λούθερ Κινγκ λίγα χρόνια αργότερα θα επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά τη δυσκολία του εγχειρήματος.

Αν και στην Ιστορία «το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω», για να χρησιμοποιήσω μια εμβληματική για το ελληνικό κοινό έκφραση, τα πισωγυρίσματα των ρευμάτων του είναι μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Ποιος ή ποια θα φανταζόταν ότι ακόμα και μετά την εκλογή ενός μαύρου προέδρου η φυλετική βία θα ξαναπρωταγωνιστούσε στη σύγχρονη ιστορία της μεγαλύτερης υπερδύναμης του πλανήτη. Και ποιος ή ποια θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο ρατσιστικός λόγος, επενδυμένος με μια alt right ρητορική θα ξαναέφερνε στην εξουσία (ή – σε άλλες περιοχές – κοντά στην εξουσία) μορφές βγαλμένες από κάποιον γκροτέσκο εφιάλτη. Δικαιώματα που έμοιαζαν παγιωμένα ξανατίθενται στη δημόσια σφαίρα ως αμφισβητούμενα – αν έχεις τον θεό τους!

Ευρισκόμενοι μακριά από εκείνο τον περίγυρο, ως πολίτες του κόσμου, ξεχνάμε συχνά το υπόβαθρο των πολιτισμικών αναφορών. Απολαμβάνουμε, για παράδειγμα, το Strange Fruit της Μπίλι Χόλιντεϊ, ξεχνώντας πολλές φορές ότι αυτά τα περίεργα φρούτα για τα οποία τραγουδά η μεγάλη καλλιτέχνιδα είναι τα νεκρά σώματα λιντσαρισμένων ανθρώπων. Όπως ξεχνάμε, αφού πετύχουμε το σωστό μαύρισμα και πέσουμε για μια βουτιά ότι και αυτή η ίδια η θάλασσα που μας δροσίζει έχει γίνει ο τάφος για εκατοντάδες πρόσφυγες.