Ιούλιο μήνα, στο Κουφονήσι γίνεται το αδιαχώρητο. Μόνο η παντελής απουσία της ξαπλώστρας σώζει κάπως την κατάσταση, εξασφαλίζοντας ότι όπως-όπως θα χωρέσουμε όλοι, πληγώνοντας με δεκάδες ασημένιες ομπρέλες αυξημένης ηλιοπροστασίας την κάποτε άγρια ομορφιά του μικρού νησιού. Τα «πισινί» τιρκουάζ νερά επίσης δεν βλάπτουν, όμως τα συνεχή παιχνίδια της τάσης του ρεύματος, με αποκορύφωμα ένα δωδεκάωρο (τουλάχιστον) μπλακ άουτ στο μισό νησί, σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν η εξωτική όψη της θάλασσας αξίζει την απολύτως εγχώρια ταλαιπωρία.
Πάνω-κάτω η ίδια εικόνα επικρατεί στα περισσότερα Κυκλαδονήσια. Κάπου δεν θα έχεις ρεύμα. Κάπου δεν θα βρίσκεις επαρκή πίεση στο νερό για να ξεπλύνεις από πάνω σου τ’ αλάτια. Κάπου θα χρειαστεί να περιμένεις στην ουρά για να φας ένα πιάτο υπερτιμημένου φαγητού και κάπου θα κολλήσεις σε κίνηση που θα ξυπνήσει μνήμες Αθήνας. Κανένα από τα θερινά δεινά δεν αποκλείει το άλλο.
Εξαίρεση σε όλα αυτά, η ονειρική – και απολύτως ανύπαρκτη – Ψίμυθος, προϊόν του πληκτρολογίου του beatBukowski (κατά κόσμον, Κώστα Μανιάτη), που μέσα στο Σαββατοκύριακο απέκτησε δικό της λήμμα στη Wikipedia, ονομαστά πανηγύρια, απάνεμες παραλίες με σκιερά αρμυρίκια, φανατικούς επισκέπτες που εκφράζουν φόβους ότι «χάλασε» μέσω του Twitter και αναρτήσεις από τον υπουργό υγείας που διαψεύδουν την καταγγελία ότι το νησί… έμεινε χωρίς γιατρό.
Να βρεις ένα ψεύτικο όνομα για νησί, φασέικο λίγο, Ψίμυθο πχ, και να λες ότι φέτος η φάση ήταν εκεί. Δεν έχεις πάει Ψίμυθο; Ε ρε φίλε, γαμαει. Έγινε χαμός φετος
— beatBukowski (@beatBukowski) August 24, 2024
Δυο μέρες μετά (που ισοδυναμούν περίπου με ενάμιση αιώνα σε όρους Internet) βρίσκεται ακόμη στην κορυφή των trends.
Γιατί όχι; Ελάχιστα πιο ψεύτικη είναι από τους αληθινούς προορισμούς της ταξιδιωτικής δημοσιογραφίας.
Τα νησιά που ονειρευόμαστε ολόκληρο τον χειμώνα, δεν είναι τα ίδια που επισκεπτόμαστε το καλοκαίρι. Και περίπου σαν το πλοίο του Θησέα, τα νησιά που γνωρίσαμε φέτος, μπορεί να διατηρήσουν το ίδιο όνομα και τα ίδια διαφημιστικά selling points, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα παραμένουν και τα ίδια νησιά μέχρι του χρόνου. Άλλωστε, ειδήσεις για επικείμενα mega-projects εμφανίζονται συχνά-πυκνά στην ειδησεογραφία, με πιο πρόσφατη την περίπτωση της – σώας ακόμη από την υπερεκμετάλλευση – Αστυπάλαιας.
Ακόμη κι εκείνοι που εκτιμούν τη μαζική όψη του τουρισμού, με τη γενναιόδωρη παροχή υπηρεσιών πάνω (ενίοτε και μέσα) στο κύμα, τα άνετα δωμάτια, τα κοκτεϊλάδικα με αθηναϊκό αέρα στα ασβεστωμένα πλακόστρωτα, μπορούν να αντιληφθούν εμπράκτως τη ζημιά που κάνει η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας ενός τόπου. Στο κάτω-κάτω, πόσο πολυτελής μπορεί να είναι η διαμονή σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου το νερό της ντουζιέρας πέφτει κυριολεκτικά σταγόνα-σταγόνα;
Όμως αυτή είναι η πραγματικότητα του καλοκαιριού. Τον χειμώνα, οι Κυκλάδες στέκονται στο μυαλό μας γυμνές από βλάστηση και από τουρίστες, άγριες και τρυφερές, δίνοντας ώθηση σε φαντασιώσεις αυθεντικότητας, καταδικασμένες να ισοπεδωθούν λίγους μήνες αργότερα, στο ανθυπομέτριο μπιτσόμπαρο μιας μαγικής παραλίας.
Αν δεν μας συγκινεί η κοσμικότητα των νησιών-σταρ του ελληνικού τουρισμού (ή δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις οικονομικές απαιτήσεις τους) βρισκόμαστε να σχεδιάζουμε τις διακοπές μας φτιάχνοντας στο μυαλό μας λίστες με άσημους τόπους και ταξινομώντας τους με σειρά προτεραιότητας, βάσει του ποιος κινδυνεύει να «πέσει» πρώτος στη μάχη της ανάπτυξης. Αποβιβαζόμενοι από το καράβι, διαπιστώνουμε ότι ο κρυφός μας παράδεισος έχει 98% πληρότητα.
Πλέον στο παιχνίδι έχουν μπει προορισμοί που κάποτε μάλλον δεν ήταν γνωστοί ούτε ως όνομα σε αρκετούς Έλληνες – σίγουρα πάντως όχι ως όνομα ενός ιδανικού τόπου διακοπών – και που απλώνονται κυριολεκτικά από τη μια άκρη του Αιγαίου ως την άλλη. Από τη Λέρο, τον Αη Στράτη και τους Αρκιούς, μέχρι τη Σίκινο, τη Σχοινούσα ή το Αγαθονήσι, φαίνεται πως δεν υπάρχει πινέζα στον χάρτη που δεν είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε, δεκαπεντάωρο ταξίδι που δεν προτιθέμεθα να πραγματοποιήσουμε στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα ενός πλοίου, αν στο τέλος του μας περιμένουν «οι φημισμένοι ρεβυθοκεφτέδες του Κουφού στο Αρμυρίχλι, κάτω από τη μουριά», «τα πικάντικα τοπικά τυριά», «οι ανεπιτήδευτες ξερολιθιές» κι άλλα σημαίνοντα ενός τόπου ανέγγιχτου από όλα όσα προσπαθούμε να αφήσουμε πίσω στην πόλη.
Είναι ένας πραγματικός αγώνας δρόμου που σίγουρα έχει κάτι ρομαντικό μέσα στη ματαιότητά του, αλλά και κάτι μάλλον αντιπαθητικό μέσα στον παρτακισμό του. Το ζήτημα είναι να διασωθούν, έστω για φέτος, οι τόποι που σκοπεύουμε να επισκεφθούμε, δίνοντάς μας τον χρόνο να καυχηθούμε ότι εμείς τους ανακαλύψαμε πρώτοι, ότι τους προλάβαμε πριν αλλοιωθούν. Ότι εμείς χαλαρώσαμε, εμείς δεν πληρώσαμε και τόσα πολλά, εμείς ζήσαμε κάτι που δεν είναι πια διαθέσιμο σε άλλους, εμείς ξεφύγαμε από το κοπάδι.
Του χρόνου, που θα έχουμε πια φύγει, μπορούν κι οι περσινοί μας προορισμοί να βάλουν ένα χεράκι στη βαριά βιομηχανία της χώρας, αφού τους αποχαιρετήσουμε με ένα νοσταλγικό «χάλασε και η Σέριφος».
Άλλωστε, αν πιστέψουμε πρόσφατη έρευνα του Eteron, οι Έλληνες αντιπαθούμε τον υπερτουρισμό από όπου κι αν προέρχεται, όμως μειοψηφούν εκείνοι που θεωρουν ότι είναι ένα πρόβλημα που αφορά το παρόν τη Ελλάδας. Ένα 20% δε, πιστεύει απλώς πως «όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα» – ποσοστό ίσως όχι αναπάντεχο, δεδομένου του αριθμού των ανθρώπων στη χώρα που ζουν από τον τουρισμό, όχι όμως και απαραιτήτως ευοίωνο για το μέλλον του.
Τέλος πάντων, ντέφι να γίνει. Τουλάχιστον θα έχουμε για πάντα την Ψίμυθο.