Την περασμένη εβδομάδα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, γίναμε μάρτυρες μιας εντυπωσιακής πολιτικής αναγέννησης. Ενώ το κόμμα των Δημοκρατικών στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέπαιε και βρισκόταν αντιμέτωπο με το φάσμα μιας οδυνηρής ήττας, βγήκε από το συνέδριό του ισχυρό, συντεταγμένο και ενωμένο. Αυτό συνέβη όχι μόνο επειδή επέλεξε έναν νέο υποψήφιο για τις επερχόμενες εκλογές. Αλλά και επειδή στο συνέδριό του επανασυνδέθηκε με την εκλογική του βάση και την κοινωνία.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση στη χώρα μας βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα τέτοιο χάσμα. Μικροί και μεγαλύτεροι εμφύλιοι, σκιαμαχίες και ανοικτές συγκρούσεις καταναλώνουν σχεδόν ολόκληρη την ενέργεια του πολιτικού συστήματος προσφέροντας ένα θέαμα στους πολίτες που είτε τους απογοητεύει είτε τους κάνει να αδιαφορούν.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η πρόκληση για την κυβέρνηση δεν εάν θα στρίψει πιο δεξιά, εάν θα κοιτάξει αριστερά ή εάν θα μείνει στο κέντρο. Αλλά εάν θα επιδείξει εκείνη τη διαχειριστική επάρκεια και εκείνη την πολιτική βούληση που απαιτούνται για την επίλυση των προβλημάτων που απασχολούν τους πολίτες.
Αντιστοίχως, η πρόκληση για τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι να αποκαταστήσουν τους διαύλους επικοινωνίας με την κοινωνία. Να διαμορφώσουν ένα πειστικό αφήγημα και να προσφέρουν λύσεις.
Κόμματα που μιλούν μόνο στον εαυτό τους και για τον εαυτό τους δεν εγκλωβίζονται μόνο σε έναν διαρκή κύκλο εσωστρέφειας. Οδηγούνται μαθηματικά και στη συρρίκνωση, όπως φάνηκε στις κάλπες του περασμένου Ιουνίου και όπως αναμένεται να επαναβεβαιωθεί με τις πρώτες φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις.
Η περίοδος, ορόσημο της οποίας είναι παραδοσιακά η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης, προσφέρει μια ευκαιρία επανεκκίνησης για την κυβέρνηση. Όπως και οι εσωκομματικές διαδικασίες στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το πολιτικό σύστημα δεν θα πρέπει να χάσει αυτές τις ευκαιρίες. Διαφορετικά κινδυνεύει να αυτοεγκλωβιστεί σε μια κατάσταση κατά την οποία θα πρωτεύει μονίμως η αποχή και θα θριαμβεύει ο κανένας.