Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι πολυγραφότατος· συγγραφέας, αρθρογράφος-χρονογράφος, συμμετέχει σε δημόσιες συζητήσεις, ενεργός στα social media, παίρνει θέσεις, εκφράζεται δημόσια. Από «Το σοφό παιδί» ως το πρόσφατο «Ξέρει η πάπια που είναι η λίμνη», με την «Νίκη» να κατέχει μια ξεχωριστή θέση, μαζί με διακρίσεις και βραβεία (μεταξύ άλλων «Prix du livre Europeen», 2021), έχουν περάσει τριάντα χρόνια. Και συνεχίζει. Πατέρας της 14χρονης Νίκης, ο Χωμενίδης είναι πάντα ένας ενδιαφέρων συνομιλητής.
Πιστεύετε ότι ζούμε μια εποχή μεγάλων πολιτικών;
Σήμερα ένας άνθρωπος συγκροτημένος, με προσόντα, με χαρίσματα, μπαίνει ενδεχομένως πιο δύσκολα απ’ ό,τι παλιότερα στη βάσανο της πολιτικής. Οι άνθρωποι που έγιναν μεγάλοι πολιτικοί, που πέρασαν στην μεγάλη πολιτική δεν σκεφτόντουσαν μόνο το τώρα. Κάποιοι φαντάζονται ότι σήμερα το παιχνίδι παίζεται στο tiktok, αλλά το tiktok δεν σε πάει μακριά. Στην καλύτερη, θα σε κάνει έναν χωρατατζή, έναν stand up comedian. Δεν είναι αυτό ο πολιτικός. Έκανε ο Μητσοτάκης κάθε μέρα tiktok αλλά δεν βοήθησε τον εαυτό του σ’ ό,τι αφορά στις Ευρωεκλογές.
Δεν είναι όμως ένας τρόπος επικοινωνίας με τους νέους;
Ως ένας άνθρωπος ο οποίος επιδιώκει να’χει σχέσεις με τους νέους -δεν έχω φίλους νέους, γιατί αυτό θα ήταν γελοίο, αλλά έχω πάει σε debate που γίνονται στη Νομική Σχολή, συνομιλώ με νέους -έχω την εντύπωση ότι στις μέσες ηλικίες και λίγο παραπάνω, επικρατεί μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για το τι είναι οι νέοι. Τους φαντάζονται σαν κάτι παιδάκια κολλημένα σ’ ένα κινητό, να “κατεβάζουν”, να μιλάνε στο tiktok. Αλλά δεν είναι.
Όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, σε κάθε ηλικιακή κατηγορία νέων, υπάρχει και ο μελλοντικός χαφιές και ο μελλοντικός εγκληματίας και ο μελλοντικός άγγελος και ο μελλοντικός μεγάλος καλλιτέχνης. Πάντα υπάρχουν αυτά. Δεν νομίζω ότι αυτό που χαρακτηρίζει τους 20ρηδες-25ρηδες είναι η μανιακή προσήλωσή τους στα social. Δεν επιβεβαιώνεται αυτή η αντίληψη απ’ τη δική μου σχετική εμπειρία. Πάντα μια μειοψηφία ήταν αυτοί που διάβαζαν βιβλία, που ακούγανε μουσικές και την ψάχνανε.
Εγώ έχω και το εξής βαρόμετρο όντας στο κουρμπέτι 30 χρόνια: Βλέπω τις κυκλοφορίες των βιβλίων. Δεν έχουν πέσει δραματικά, δεν είναι δηλαδή ότι παλιότερα γινόταν χαμός, ουρές έξω απ’ τα βιβλιοπωλεία και τώρα όχι.
«Έχω καταλάβει ότι το να γράφεις είναι ένας τρόπος ν’αγαπάς τους ανθρώπους».
Σ’ ένα debate στην Νομική με ρώτησαν τα παιδιά πως τους βλέπω και τους είπα ίδιους, ίδιους μ’ άλλα ρούχα -ίδιους μ’ εμάς, με τους μπαμπάδες τους, με τους φοιτητές που περιγράφει ο Θεοτοκάς στην «Αργώ». Απλώς κάθε γενιά έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι μοναδική κι όταν μεγαλώνει έχει την αυταπάτη ότι έπεται το χάος. Εμείς είμαστε η γενιά του ΠΑΣΟΚ, ζήσαμε μια Ελλάδα των παχιών αγελάδων, περάσαμε πολύ ωραία.
Αισθάνεστε εκπρόσωπος της γενιάς σας;
Όχι, δεν εκπροσωπώ παρά τον εαυτό μου. Αισθάνομαι όμως ότι επειδή έχω πολλά κοινά βιώματα με ανθρώπους κάπως μεγαλύτερους ή κάπως μικρότερους, τα πράγματα για τα οποία γράφω τους αγγίζουν διότι τα ξέρουν. Και χαίρομαι.
Γιατί γράφετε;
Γράφω από απόλαυση, το απολαμβάνω πάρα πολύ. Κάθε φορά που ξεκινάω, ακόμα και το κομμάτι μου στην εφημερίδα, αισθάνομαι σαν τη νοικοκυρά που μπαίνει μέσα στην κουζίνα της και ανοίγει φύλλο για να κάνει μια πίτα που κάθε φορά δεν ξέρει τι ακριβώς θα περιέχει.
Ιδίως όταν γράφω μυθιστόρημα είμαι πανευτυχής. Αισθάνομαι ότι ζω. Αλλά και όταν είμαι σε διαδικασίες συγγραφής, δηλαδή συνέχεια, διότι έχω την καταπληκτική τύχη προτού γεννήσω να ξαναγκαστρώνομαι. Δηλαδή την ιδέα του επόμενου βιβλίου, την έχω πριν τελειώσω αυτό που γράφω.
Ως συγγραφέας, στην τέταρτη δεκαετία της συγγραφικής μου πορείας, θα’ λεγα πως έχω καταλάβει ότι το να γράφεις είναι ένας τρόπος ν’ αγαπάς τους ανθρώπους.
Επιτυχημένος, ευπώλητος. Οι απόψεις σας, όταν αρθρογραφείτε, μπορεί να κοστίσουν στον συγγραφέα Χωμενίδη;
Εμένα τα πρότυπά μου, τα άφθαστα πρότυπά μου, είναι οι συγγραφείς, οι λαϊκοί συγγραφείς του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, και όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, που έγραφαν ακατάπαυστα. Πέραν των βραβείων, των υποψηφιοτήτων για βραβεία, διεθνώς πια, αυτό που με χαροποιεί πάρα πολύ, το μεγαλύτερο βραβείο μου είναι το γεγονός ότι ζω την καταξίωση να ’μαι ένας λαϊκός συγγραφέας. Δηλαδή με σταματάνε στο δρόμο, άντρες κυρίως, και μου λένε ότι διάβασα αυτό ή εκείνο και μ’ άρεσε. Τις προάλλες, ένας τύπος στα Χαυτεία μου θύμισε ένα διήγημά μου «Τα κίτρινα μάτια». Το ’χε διαβάσει και μου ’πε, «γι’ αυτό σε παραδέχομαι». Γι’ αυτό δεν μ’ ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι κλειστοί χώροι των κριτικών, των διανοουμένων. Δεν τους υποτιμώ καθόλου, κάποιοι είναι εξαιρετικά μορφωμένοι και εύστοχοι, αλλά κακά τα ψέματα, η φιλοφρόνηση που θα σου κάνει ένας άνθρωπος στον δρόμο δεν έχει το ταίρι της. Εκεί καταλαβαίνεις ότι έχεις έναν κοινωνικό ρόλο και μια δύναμη που σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις. Όχι ότι το χρειάζομαι κιόλας, γιατί εγώ χαίρομαι το ίδιο το έργο.
Είναι και η αναγνωρισιμότητα…
Μα εγώ ποιους είχα πρότυπο; Τον Ξενόπουλο, έναν συγγραφέα που τον ήξεραν πολύ καλά στο πρόσωπο, τον Μίτια (σ.σ. Καραγάτσης)… Ο Μυριβήλης ήταν πασίγνωστος ως φιγούρα -άνθρωποι που είχαν σχέση με την κοινωνία. Και απορώ με τους ομότεχνούς μου που κάνουν διαρκώς παρέα μεταξύ τους… Πώς θα γράψεις αν δεν έχεις δει πως είναι η ζωή των άλλων ανθρώπων, των «κανονικών» ανθρώπων. Τι σκατά θα γράψεις; Θα κοιτάς μια ζωή τον αφαλό σου και θα προσπαθείς να αυτο-ψυχαναλυθείς μέσα απ’ τα βιβλία σου; Αυτό το κάνεις μια φορά και τελείωσε. Μια φορά γράφεις για τον εαυτό σου, την οικογένειά σου -μετά πάμε παρακάτω.
«Έχει μια δυνατότητα να ευτελίζει η Ελλάδα, το παραμικρό και το πιο σοβαρό. Και να το τελειώνει σύντομα για να το κάνει μπανάλ».
Καραγάτσης: Πριν από λίγο καιρό άνοιξε μια κουβέντα-αμφισβήτηση (;) σαν απ’ το πουθενά…
Θα πω ακριβώς τι έγινε γιατί είμαι ο κάτοχος της αλήθειας. Είκοσι μέρες περίπου πριν γίνει αυτή η συζήτηση περί Καραγάτση πέθανε η κόρη του η Μαρίνα Καραγάτση. Πήγα και στην κηδεία. Ετάφη στον οικογενειακό τάφο που ήταν και ο ίδιος, η γυναίκα του η Νίκη. Άνοιξε ο τάφος για την Μαρίνα κι εκείνη την ώρα βγήκε ο Καραγάτσης. Βγήκε, είπε δύο κουβέντες, ήθελε να πάει μια βόλτα. Σ’ αυτή την βόλτα προσπάθησε να κάνει πλάκα διότι ήταν μεγάλος φαρσέρ και έγινε όλο αυτό. Ο ίδιος το ’κανε -και γελούσε, κι ο ίδιος το τελείωσε. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά…
Όπως οι πουριτανοί, οι θρήσκοι, οι σεμνότυφοι, έλεγαν να σταματήσει η δημοσίευση του «Γιούγκερμαν» στην Νέα Εστία γιατί προσβάλλει τα ελληνοχριστιανικά ήθη, έτσι οι σημερινοί πουριτανοί, που ενδύονται τη λεοντή της πολιτικής ορθότητας και του νεοφανατισμού, είπαν ότι προσβάλλει τα ήθη τα δικά τους….
Πολιτική ορθότητα: Σημείο των καιρών;
Εγώ νομίζω ότι θα λήξει. Νομίζω το πλατύ αναγνωστικό κοινό δεν ιδρώνει το αφτί του απ’ όλα αυτά. Καταρχήν πού ακούστηκε ότι για να διαβάζεις ένα βιβλίο και να το απολαμβάνεις πρέπει να συμφωνείς με τον συγγραφέα -έλεος πια. Και δεύτερον όταν ο άλλος μπορεί και φτιάχνει έναν κόσμο, όπως κάνει ο Καραγάτσης, οι αντιρρήσεις του αναγνώστη, του έντιμου αναγνώστη, αυτού που διαβάζει για ν’ απολαύσει κάτι, αυτό είναι το πρώτο κριτήριο, η αναγνωστική απόλαυση. Αυτή είναι η πρώτη επιτυχία του συγγραφέα, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτε άλλο. Άμα δεν απολαμβάνει το βιβλίο σου απλώς θα το κλείσει, πολύ απλό. Τα πιο πολλά πράγματα που έρχονται απ’ το εξωτερικό στην Ελλάδα, τα εισαγόμενα, καταλήγουν πολύ γρήγορα σε μια παρωδία. Η πολιτική ορθότης, ακόμα περισσότερο.
Κι έχει και μια τραγική, κατ’ εμέ, έκφανση: Eμένα το #metoo ως κίνημα με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. Έβλεπα δηλαδή ότι υπάρχουν ιστορίες φρικώδεις γύρω μας. Πώς αυτό το πράγμα ευτελίστηκε σε τέτοιο βαθμό στα πρωινάδικα-μεσημεριανάδικα, κι έγινε, σε μεγάλο βαθμό, μια ιστορία ανυπόστατων καταγγελιών, ένα πεδίο για την κάθε κουτσομπόλα της τηλεόρασης και την κάθε τηλεπερσόνα να μας κάνει επίδειξη ευαισθησίας, δεν κατάλαβα. Έχει μια δυνατότητα να ευτελίζει η Ελλάδα, αλλά όχι μόνο η Ελλάδα, το παραμικρό και το πιο σοβαρό. Και να το τελειώνει σύντομα για να το κάνει μπανάλ».
Αυτολογοκρίνεστε;
Καθόλου. Δεν μασάω τα λόγια μου, ποτέ και σε καμία περίπτωση. Η πολιτική ορθότης, αν έχει πιάσει ρίζες, έχει πιάσει σε κοινωνίες που ήταν προτεσταντικές, που είχαν έντονη την ενοχή, την αμαρτία -συντηρητικές, ναι.
Η ακροδεξιά είναι ένας πραγματικός κίνδυνος;
Μέχρι ένα σημείο τα κόμματα στην Ελλάδα ήταν δίκτυα πελατειακών εξυπηρετήσεων. Κατά συνέπεια εσύ είχες τον βουλευτή σου, εγώ τον βουλευτή μου, κι αυτό το λέω για ανθρώπους που είχαν μια σχέση με κόμματα εξουσίας. Και ακολουθούσαμε αυτόν τον βουλευτή στις ιδεολογικές του περιδινήσεις, χωρίς να μας ενδιαφέρει, γιατί μας έκανε την δουλειά. Λειτουργούσε ως μεσολαβητής, μεταξύ ημών και του κράτους. Τώρα που το ρουσφέτι έχει πολύ περιοριστεί -τι μπορεί να κάνει σήμερα ένας βουλευτής ρουσφετολογικά, μια μετάθεση, έναν στρατό, ένα κρεβάτι σε νοσοκομείο και αν, συνεπώς ο κόσμος δεν έχει μια εξάρτηση βιοτική απ’ τα κόμματα εξουσίας, οπότε κάποιοι θα φεύγουν απ’ τα αριστερά, κάποιοι απ’ τα δεξιά. Δηλαδή όσοι έχουν την αντίληψη την οποία εκφράζει ο κύριος Βελόπουλος ή ο κύριος Νατσιός, απλώς ήταν στην Νέα Δημοκρατία. Βοήθησε βεβαίως ότι η Νέα Δημοκρατία έκανε και μια στροφή προς το κέντρο, αλλά αν θέλανε να διοριστούν ή να εξυπηρετηθούν απ’ το κόμμα, απ’ το πελατειακό πλέγμα, δεν θα φεύγανε. Οπότε αυτό είναι υγεία -πάντα υπήρχαν.
«Όταν λοιπόν ο δήμαρχος μού λέει ότι εγώ έχω άλλα στο μυαλό μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ ως πολίτης της Αθήνας».
Εγώ δεν ονειρεύομαι μια κοινωνία η οποία θα ’χει απελευθερωθεί απ’ όλες αυτές τις παθογένειες και θα γίνει κάτι άλλο το οποίο θα ’χει υπερβεί, ας πούμε, τη θρησκεία, θα’ χει υπερβεί την ελαφρώς, ας πούμε, βλαχοδημαρχιακή πολιτική κλπ. Όλα αυτά με διασκεδάζουν κιόλας και μου δίνουν και υλικό. Υπάρχουν παντού. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στις ΗΠΑ;
Η στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το κέντρο συνέβαλε ή μήπως προκάλεσε πρόβλημα στην κεντροαριστερά;
Όχι, γιατί κάποιος ο οποίος θα είχε την κοινή λογική και τη στοιχειώδη διάθεση ν’ αρθρώσει έναν αντιπολιτευτικό, πειστικό, λόγο, έχει όλες τις δυνατότητες. Δηλαδή μπορείς να φτιάξεις μια εναλλακτική αφήγηση την οποία να βάλεις απέναντι στον Κυριάκο και να ’ναι ελκυστικότατη. Απορώ γιατί δεν το κάνουν…
Εναλλακτική δεν διαφαίνεται, αλλά οι υποψήφιοι πρόεδροι στο ΠΑΣΟΚ καλά κρατούν…
Μ’ εξενεύρισε πάρα πολύ η στάση του Δούκα γιατί εγώ τον έχω δήμαρχο και θέλω έναν δήμαρχο. Όταν λοιπόν ο δήμαρχος μού λέει ότι εγώ έχω άλλα στο μυαλό μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ ως πολίτης της Αθήνας. Επίσης δεν καταλαβαίνω. Θεωρεί ότι μας έχει πείσει για το πολύ σημαντικό αξίωμα που ανέλαβε και ώρα να πάει στο επόμενο; Δεν έχει προλάβει καν να δοκιμαστεί. Υπάρχει μια ελαφρότητα, μια τάση προς συμπεριφορές παιδαριώδεις. Δεν έχουν δηλαδή gravitas. Δεν ξέρω γιατί, δεν είμαι κοινωνιολόγος.
Μήπως η επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη άνοιξε τον δρόμο;
Ναι, αλλά είναι δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αϊ-Γιαννιού. Το ότι έγινε μια φορά είναι λόγος να μην ξαναγίνει ίσως. Αλλά τουλάχιστον ήταν ωραίος, διαφορετικός, απέπνεε έναν αέρα του επιτυχημένου, του γοητευτικού… Οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ τι είναι; Και θα πρόσθετα, με αφορμή τον Κασσελάκη, ότι η κοινωνία δεν δείχνει να ’ναι τόσο συντηρητική ή είναι κατ’ επιλογή συντηρητική. Είναι και ταξικό το θέμα: Όταν είσαι πλούσιος μπορείς να είσαι ομοφυλόφιλος. Όταν είσαι φτωχός δεν μπορείς να παντρευτείς ούτε τον εαυτό σου».
Πώς σχολιάζετε την κόντρα Κασσελάκη-Πολάκη;
Παρ’ όλο που η δημόσια παρουσία και των δύο αυτών ανθρώπων έχει έντονα χαρακτηριστικά καρικατούρας, οι θέσεις τους είναι οι θέσεις πάνω στις οποίες συγκρούεται ο χαρακτήρας της αριστεράς στον δυτικό κόσμο. Επιτέλους σήμερα η συζήτηση στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική. Ο Κασσελάκης απ’ την μια, μ’ έναν τρόπο αντιαισθητικό και life style, πρεσβεύει ότι το 2024 αριστερά σημαίνει βασικά δικαιωματισμός, προστασία μειονοτήτων, ταυτοτικά ζητήματα κλπ. Ενώ ο Πολάκης, και σ’ αυτό είμαι πιο πολύ μαζί του, λέει ότι ένα κόμμα της αριστεράς πρέπει να εκφράζει την αγωνία των ανθρώπων που είναι οικονομικά σε δυσκολότερο σημείο, για μια καλύτερη ζωή, μια πιο δίκαια κατανομή του εισοδήματος -ενίοτε βέβαια το εκφράζει με τρόπο χυδαίο. Εν ολίγοις, ο Πολάκης είναι πολιτικό υποκείμενο ενώ ο Κασσελάκης είναι μεταμοντέρνο πολιτικό υποκείμενο.
Στην συζήτηση για τα φύλα -αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, άλλο κλπ, ποια είναι η θέση σας;
Το «το» μου είναι πολύ εξοργιστικό, διότι αφενός κακοποιούν τη γλώσσα οικτρά, δηλαδή αφοδεύουν της γλώσσας, αφετέρου ένας άνθρωπος, ένας άντρας μπορεί να προτιμά την ερωτική παρέα ανδρών χωρίς να απεκδύεται το φύλο του. Εκτός αν κάνεις εγχείρηση αλλαγής φύλου. Και το ενδιαφέρον είναι να παραμείνεις το φύλο σου και το φύλο σου να σε οδηγήσει σε οποιεσδήποτε περιπέτειες. Νομίζω ότι αυτό το «το» είναι μια Πιτερ-πανική ψυχολογική κατάσταση, όπου αρνούνται να μεγαλώσουν, δηλαδή θέλουν να είναι παιδάκια. Το παιδάκι είναι ουδέτερο, είναι «τo».
Χρωστάτε πολλά στο πολυδιάστατο οικογενειακό σας παρελθόν;
Την οικογένειά μου, τους γονείς μου, τους παππούδες μου, τους σκέφτομαι κάθε μέρα. Αλλά η οικογένειά μου πια είναι η τωρινή μου, οι άνθρωποι με τους οποίους ζω τώρα. Οι ρίζες μου είναι οι ρίζες μου κι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο όπως σ’ όλους μας. Μου ’δωσαν τροφή και υλικό και ελπίζω ότι έχω το ανθεκτικότατο DNA του παππού μου του Βασίλη Νεφελούδη, ο οποίος ήταν ο πιο αισιόδοξος και ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση που ’χω δει στην ζωή μου. Διότι έζησε τρεισήμισι χρόνια στην απομόνωση και βγήκε από κει μέσα όπως μπήκε. Έζησε 98 χρόνια -απλώς κάποια στιγμή σταμάτησε η καρδιά του. Στο τέλος έλεγε θέλω να γίνω τριψήφιος. Ήταν το αντίθετο της κατάθλιψης, είχε μια θηριώδη χαρά της ζωής. Αυτό ίσως κληρονομείται.
«Ο Πολάκης είναι πολιτικό υποκείμενο ενώ ο Κασσελάκης είναι μεταμοντέρνο πολιτικό υποκείμενο»
Το κληρονομήσατε;
Ναι, με κάποιον τρόπο την πήρα αυτή την χαρά της ζωής και προσπαθώ να την δίνω και σ’άλλους ανθρώπους. Προσπαθώ να το μεταφέρω στους νεότερους, να τους δώσω αυτό το «κάθε μέρα γιορτή», σαν την διαφήμιση. Ότι κάθε μέρα μπορεί να ’ναι μια μικρή γιορτή κι ότι αυτό το οφείλεις στον εαυτό σου.
Η Λωξάντρα πριν κοιμηθούν, έλεγε στον Δημητρό: «τι εστίν πλούσιος Δημητρό μου» και απαντούσε ο Δημητρός, «ο εν τη καρδία αυτού πλούσιος Λωξάνδρα μου» και επαναλάμβανε εκείνη την ερώτηση κι έλεγε ο Δημητρός «ο εν τω λίγω αναπαυόμενος Λωξάνδρα μου». Αυτό το «εν τω λίγω αναπαυόμενος» σημαίνει να ’σαι μικρόχαρος, να ’χεις τη δυνατότητα να χαρείς με μικρά πράγματα, να χαρείς την στιγμή. Σαν αυτό που λέει ο Πορτοκάλογλου «εδώ είναι το ταξίδι».
Η συγγραφή είναι εξουσία, επηρεάζει;
Όταν βρεθήκαμε, κατ’ εμέ, στο χείλος του γκρεμού, το καλοκαίρι του’15, απεδείθχη περίτρανα ότι δεν είχαμε καμία εξουσία, ότι δεν μπορέσαμε. Εγώ έκανα ότι μπορούσα και είμαι πολύ περήφανος για τη στάση μου, περισσότερο ίσως απ’ ό,τι άλλο έχω κάνει στην ζωή μου. Ότι όρθωσα το ανάστημά μου και δεν παρασύρθηκα, ότι δεν σιώπησα, ότι δεν μ’ ένοιαζε να χάσω την δημοφιλία μου. Είχαμε πάει, θυμάμαι, στα Χανιά να μιλήσουμε, και μας πέταγαν πέτρες… Ενώ αυτές είναι αναμνήσεις τιμής για μένα, πρακτικώς αποτύχαμε οικτρά. Απεδείχθη ότι δεν είχαμε καμία εξουσία…
Πώς βλέπετε τον Αλέξη Τσίπρα;
Δεν ξέρω. Αν κρίνει κανείς την πορεία του τα τελευταία χρόνια, πάει από γκάφα σε γκάφα. Απ’ το ΄19 είναι σαν να έχει ξεφουσκώσει τελείως.
Προσωπικώς, επειδή έχω την τάση να ξεχνάω τα άσχημα, τον συμπαθώ πια…. Αλλά πάντως δεν απεδείχθη, αφότου έχασε την κυβέρνηση, να ’χει κάποιο ταλέντο. Έχει επιπλέον και το εξής χαρακτηριστικό: Δείχνει σαν να ’ναι συνέχεια έκπληκτος, σαν να ’ναι πίσω απ’ τις εξελίξεις -έκπληκτος που έχασε απ’ τον Μητσοτάκη με 20 μονάδες διαφορά, έκπληκτος που βγήκε ο Κασσελάκης, σ’ όλα έκπληκτος.
«Όταν είσαι πλούσιος μπορείς να είσαι ομοφυλόφιλος. Όταν είσαι φτωχός δεν μπορείς να παντρευτείς ούτε τον εαυτό σου».
Ποια είναι η τωρινή σας κατάσταση;
Εγώ σκέφτομαι ήδη το επόμενο κεφάλαιο της ζωής μου. όταν φύγει η Νίκη για σπουδές κι ανοίξει τα φτερά της -θέλει να πάει στην Αμερική, εγώ θέλω να πάω να μείνω για ένα διάστημα σε μια πόλη της Μέσης Ανατολής, Λίβανο, Βηρυτό, Ιερουσαλήμ. Θέλω να λείψω απ’ την Ελλάδα για ένα διάστημα. Μ’ αρέσει πολύ η Μέση Ανατολή, με συγκινεί βαθύτατα. Είχα πάει πρόσφατα σ’ ένα φεστιβάλ συγγραφικό -εδώ φυσικά με καθύβρισαν. Ήταν εκεί ο Νταβίντ Γκρόσμαν, ο πιο αριστερός συγγραφέας του Ισραήλ. Το συνέδριο δεν είχε καμία σχέση με την κυβέρνηση Νετανιάχου -ίσα ίσα ήταν ισραηλινοί πολίτες απέναντί του. Αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει μία βλαχιά και μια σύγχυση -μίλησα και με Παλαιστίνιους. Τον τελευταίο καιρό ταξίδεψα πολύ -Λονδίνο, Σικάγο, Νέα Υόρκη, Ιερουσαλήμ. Άνοιξε η ψυχή μου.
Φαντάζεστε τον εαυτό σας να μη γράφει;
Όχι. Πότε. Αλλά θα μπορούσα να γράψω οπουδήποτε. Τώρα γράφω ένα βιβλίο που θεωρώ ότι είναι το τρίτο μιας τριλογίας που ξεκίνησε με το «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» και συνέχισε με την «Δίκη Σουάρεθ». Λέγεται «Πανδώρα». Αφορά στην ιστορία μιας 23χρονης κοπέλας που μεγαλώνει στην Αθήνα και οι συγκυρίες την οδηγούν να εμπλακεί με την πολιτική και μάλιστα στην επαρχία.
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας