Μια αντιπολίτευση μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της με επάρκεια ή ανεπαρκώς. Να πείθει ή να μην πείθει τους πολίτες, να απειλεί ή να μην απειλεί εκλογικά μια κυβέρνηση.
Μια αντιπολίτευση όμως που αντιπολιτεύεται κυρίως τον εαυτό της αυτοεξορίζεται από τον καταστατικό της ρόλο. Αυτοϋπονομεύεται και επί της ουσίας αποσύρεται από την κεντρική πολιτική σκηνή για να προσφέρει ένα θέαμα που οπωσδήποτε δεν τιμά την ψήφο εκείνων που τη στήριξαν. Ένα θέαμα που δεν παράγει πολιτική αλλά ίντριγκες και δεν θρέφει τον δημόσιο διάλογο παρά μόνο προσωπικές φιλοδοξίες.
Ηδη από την επομένη της παραίτησης Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει μια κρίση διαρκούς κλιμάκωσης. Η αρχική εσωστρέφεια έδωσε τη θέση της σε ανοικτές συγκρούσεις, αμφισβητήσεις και διασπάσεις. Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ αυτοτροφοδείται από πρώην συμμάχους που γίνονται εχθροί, κινήσεις παρασκηνίου, αυτόκλητους πάτρωνες της ηγεσίας, στελέχη που μετρούν το μπόι τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακούς στρατούς χωρίς ταυτότητα που συντηρούν το πολεμικό κλίμα μέσω της ανωνυμογραφίας.
Το πρόβλημα πλέον είναι βαθύτερο από τις επιλογές της νέας ηγεσίας, τη σιωπή της προηγούμενης, ακόμη και της μεταξύ τους σχέση. Αυτό που προδιαγράφεται είναι ένα πλήρες αδιέξοδο και ο κίνδυνος μιας άτακτης διάλυσης που δεν θα αφήσει στο πολιτικό σκηνικό παρά τα απομεινάρια ενός κόμματος.
Το ερώτημα πλέον είναι εάν μπορεί να αρθεί αυτό το αδιέξοδο ή εάν η αντίστροφη μέτρηση είναι πλέον αμετάκλητη. Το βέβαιο είναι πως κανένα κόμμα δεν μπορεί να επιβιώσει ως ένα ατελείωτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Κανένας οργανισμός δεν μπορεί να θρέφεται αιωνίως από τις σάρκες του.