Οπως ήθελαν οι πληροφορίες η σύσκεψη στην Πεντέλη υπό τον Πρωθυπουργό με αντικείμενο την πυρκαγιά που κατέκαψε τη βορειοανατολική Αττική θα είχε απολογιστικό χαρακτήρα. Οι συμμετέχοντες, δηλαδή, θα απαντούσαν ή θα επιχειρούσαν να απαντήσουν σε ένα βασικό ερώτημα: «Γιατί καήκαμε;».
Είναι ένα ερώτημα ωστόσο που τίθεται κάθε χρόνο. Οι πυρκαγιές δεν κατακαίουν μόνο παρθένες εκτάσεις πράσινου. Καταστρέφουν περιαστικά δάση εισβάλλοντας πολλές φορές στον αστικό ιστό – φέτος στα Βριλήσσια και το Πάτημα Χαλανδρίου, τον περασμένο χρόνο στη Νέα Αγχίαλο όπου, μεταξύ άλλων, τυλίχθηκε στις φλόγες αποθήκη πυρομαχικών της Πολεμικής Αεροπορίας.
Η εκδήλωση τέτοιων φαινόμενων τα τελευταία χρόνια συνδέεται με ένα πλήθος παραγόντων. Κάτι που σημαίνει πως καθίσταται αναγκαία η λήψη ενός αντίστοιχου πλήθος μέτρων πρόληψης. Οπως και η διόρθωση ενός πλήθους κακών κειμένων που ξεκινούν από την αυθαίρετη δόμηση και τις υποδομές του ηλεκτρικού δικτύου και φτάνουν έως τις αρμοδιότητες.
Το βέβαιο είναι πως δεν αρκεί η δήλωση του Πρωθυπουργού πως κάθε χρόνο θα γινόμαστε καλύτεροι, ούτε βεβαίως οι αποζημιώσεις είναι αρκετές για να αποκατασταθούν οι χαμένες περιουσίες. Όπως δεν είναι επαρκής η εξήγηση πως η έκταση της καταστροφής σχετίζεται αποκλειστικά με τον ασύμμετρο πόλεμο της κλιματικής αλλαγής.
Ενα στοιχειωδώς λειτουργικό κράτος είναι αυτό που προστατεύει τους πολίτες του. Που εξασφαλίζει, στο μέτρο του δυνατού, πως δεν θα γίνονται έρμαια κάποιας δύστηνης μοίρας.
Η κυβέρνηση, ως υπεύθυνη για τη λειτουργία του κράτους, βρίσκεται ακόμη μακριά από αυτό το σημείο.
Οι συσκέψεις, όπως αυτή της Πεντέλης, έχουν δίχως αμφιβολία τη χρησιμότητά τους. Αρκεί κυβέρνηση και πολίτες να μην είναι κάθε χρόνο στο ίδιο έργο θεατές.