Αν όχι το ομορφότερο, σίγουρα ένα από τα ομορφότερα ανδρικά πρόσωπα που έχουν περάσει ποτέ μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό, o Αλέν Ντελόν που πέθανε σήμερα Κυριακή 18/8, επί δεκαετίες ολόκληρες υπήρξε κυρίαρχη φιγούρα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και γαλούχησε γενιές ολόκληρες είτε παίζοντας σε εμβληματικές ταινίες τεράστιων δημιουργών ή σε εμπορικές αστυνομικές περιπέτειες που στη δεκαετία του 1970 αύξησαν κατά κόρον τη δημοτικότητά του.
Συγχρόνως, προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, μυστηριώδης και σκοτεινή, δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί ερωτήματα και να προκαλεί αντιπάθειες, πάντα όμως από τη θέση του βασιλιά όπου από πολύ νωρίς κάθισε αποκτώντας (επίσης από πολύ νωρίς) διαστάσεις θρύλου.
Τον Μάιο του 2019, μήνες προτού κλείσει τα 84 (8 Νοεμβρίου), ο Αλέν Ντελόν τιμάται από το Φεστιβάλ Καννών (14-25 Μαΐου). Ενας ειδικός Χρυσός Φοίνικας για το σύνολο της καριέρας του, ένα βραβείο για τον «γίγαντα, τον ζωντανό θρύλο, την παγκόσμια προσωπικότητα» όπως τον αποκάλεσε σε ανακοίνωσή του το φεστιβάλ το οποίο επί χρόνια προσπαθούσε να τον βραβεύσει αλλά εκείνος του έστρεφε την πλάτη. Σύμφωνα με το ίδιο το φεστιβάλ, ο Ντελόν αρνούνταν ως τότε αυτή τη βράβευση «επειδή πίστευε ότι ο μόνος λόγος επίσκεψής του στις Κάννες ήταν για να γιορτάσει τους σκηνοθέτες με τους οποίους είχε συνεργαστεί». Ποιος ξέρει αν αυτή είναι η αλήθεια, η πορεία του Αλέν Ντελόν έχει δείξει ότι η σεμνότητα δεν ανήκε ποτέ στα μεγάλα του χαρίσματα.
Το «κακό» παιδί: Οι γυναίκες, ο υπόκοσμος και η ακροδεξιά
Αντιδραστικός και συντηρητικός στις πολιτικές επιλογές του, ο Ντελόν δεν είχε κρύψει τις ακροδεξιές προτιμήσεις του. Θεωρούνταν φαλλοκράτης και για μια μερίδα γυναικών σάτυρος. Στα sixties «έπαιζε» με τα θηλυκά: η θυελλώδης σχέση του από το 1959 ως το 1963 με την αυστριακή ηθοποιό Ρόμι Σνάιντερ (που τον είχε βοηθήσει στο ξεκίνημά του) την έστειλε στην κατάθλιψη. Εναν χρόνο μετά παντρεύτηκε τη Ναταλί Ντελόν (με την οποία απέκτησε τον γιο του Αντονί). Χώρισαν το 1969 όταν στη ζωή του προέκυψε η Μιρέιγ Νταρκ. Τον ακολουθούσαν πάντα έντονες φήμες για ύποπτες συναλλαγές του με τον υπόκοσμο λόγω της διαβόητης υπόθεσης δολοφονίας του σωματοφύλακά του Στέφαν Μάρκοβιτς στη δεκαετία του 1960, μια υπόθεση που για πολλά χρόνια έγινε σκιά του Ντελόν, μα και ένα σκάνδαλο που λίγο έλειψε να εκθέσει μερικά από τα πιο γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της σόουμπιζ στη Γαλλία.
Ανθρωπος-αίνιγμα, με άλλα λόγια, και το αίνιγμα γινόταν ακόμα πιο δύσκολο στην αποκρυπτογράφησή του, καθότι ο Ντελόν από κάποια στιγμή και μετά έδινε ελάχιστες συνεντεύξεις και καμία βιογραφία που έχει γραφεί για αυτόν δεν εκδόθηκε με την έγκρισή του. Για μία μάλιστα, εκείνη του Μπερνάρ Βιολέ «Αλέν Ντελόν, η απαγορευμένη βιογραφία» (εκδόσεις Καστανιώτη 2000), ο Ντελόν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη προτού καν το βιβλίο εκδοθεί. Το καλοκαίρι του 1990 (δέκα χρόνια πριν από την έκδοση!) ο ηθοποιός είχε πετύχει την προσωρινή διακοπή της συγγραφής της. «Κατά την κρίση πολλών νομικών» γράφει ο Βιολέ στα προλεγόμενα του έργου του «αυτή η ενέργεια έμοιαζε έντονα με προληπτική λογοκρισία, σχεδόν απροκάλυπτη, αντιβαίνουσα στη διακηρυσσόμενη από το Σύνταγμα της Γαλλίας αρχή περί ελευθερίας έκφρασης του συγγραφέα, του δημοσιογράφου, του πολίτη».
Αφοπλιστικό πρόσωπο
Υπεροπτικά ανασηκωμένο χείλος, σατανικό χαμόγελο, κατάλευκα δόντια, λακκάκια στα μάγουλα, πυκνό και στιλπνό κορακίσιο μαλλί, μια χαρακτηριστική φράντζα πάνω από την ευθύβολη σαν σφαίρα μπλε ματιά… Το φυσικό χάρισμα του Αλέν Ντελόν να αφοπλίζει τους άλλους απλώς και μόνον με την παρουσία του ήταν διακριτό από την εποχή που αποβαλλόταν από κάθε εκκλησιαστικό σχολείο που τον έστελνε η μητέρα του· από το Ιησουιτών του Αγίου Νικολάου του Ινιί, ως το Φραγκισκανών του Αγίου Νικολάου του Μπουζενβάλ.
Στο σχολείο, ο Αλέν Φραμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν από το Σο του νομού Ο-ντε-Σεν όπου γεννήθηκε, αγαπούσε μόνον τη γυμναστική. Αργότερα, η μητέρα του θα έλεγε ότι στις βαθμολογίες ήταν ο 43ος στους… 44. Τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας έκλεισαν τον κύκλο τους όταν ο Ντελόν κατατάχθηκε εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό.
Από το 1953 ως το 1954 έλαβε μέρος στον πόλεμο της Ινδοκίνας και όταν επέστρεψε στο Παρίσι («από τη μια ζούγκλα στην άλλη» όπως θα έλεγε ο ίδιος), έκανε τα πάντα για να βγάζει το ψωμί του, εκτός από αλλαντοπώλης, όπως ήθελαν οι γονείς του (μετά τον χωρισμό της από τον πατέρα του, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Πολ Μπουλόνιε, κληρονόμο τεράστιας επιχείρησης αλλαντοποιίας).
Την εποχή που ο Ντελόν εργαζόταν σε καφέ μπαρ, ένας δημοσιογράφος έμελλε να γίνει ο διαμεσολαβητής μιας συνάντησής του με τον σκηνοθέτη Ιβ Αλεγκρέ που του ζήτησε να του διηγηθεί τη ζωή του. Δύο ώρες αργότερα ο Ντελόν είχε προσληφθεί για την ταινία «Γκοντό ο εκβιαστής» του 1957 με πρωταγωνιστή τον Ζαν Σερβέ. Η αρχή είχε γίνει.
Το ρίσκο για τον Ρίπλεϊ
Ο Τομ Ρίπλεϊ, ο αρνητικός αλλά και πόσο γοητευτικός ήρωας αρκετών μυθιστορημάτων της Πατρίτσια Χάισμιθ, ήταν εκείνος που διαμόρφωσε την καριέρα του Αλέν Ντελόν ο οποίος το 1960 τον υποδύθηκε πρώτος στον κινηματογράφο στην ταινία «Γυμνοί στον ήλιο» του Ρενέ Κλεμάν. Ομως η αρχική ιδέα για τον ρόλο του Ρίπλεϊ, έτσι όπως είχε «δει» το καστ ο Κλεμάν και οι παραγωγοί αδελφοί Ακίμ, ήταν ο Μορίς Ρονέ, σταρ εκείνη την εποχή από το «Ασανσέρ για δολοφόνους». Ο 24χρονος Ντελόν θα μπορούσε να παίξει το θύμα του Ρίπλεϊ, τον Ντίκι Γκρλίνλιφ. Μόνον που ο Αλέν Ντελόν δεν υπήρξε ποτέ εύκολος συνεργάτης, πόσω μάλλον όταν είχε να κάνει με το «εγώ» του. Βασική του αντίρρηση η κατανομή των ρόλων: ο άγνωστος Ντελόν ήθελε πάση θυσία τον ρόλο του Ρίπλεϊ και όσο για τον Ρονέ, ε ας έπαιζε εκείνος τον Γκρίνλιφ! Η ειρωνεία είναι ότι πολλά χρόνια αργότερα ο Ντελόν θα «ξανασκότωνε» τον Ρονέ σε μια άλλη επιτυχία του, την «Πισίνα» όπου μήλον της έριδος ήταν η Ρόμι Σνάιντερ.
Σε μια θρυλική σύσκεψη που διάρκεσε τέσσερις ώρες με παρόντες τους Ακίμ, τον Κλεμάν και τη ρωσικής καταγωγής σύζυγο του σκηνοθέτη, ο Ντελόν μίλησε με θάρρος και θράσος· με την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητά του. Ρίσκαρε. Οι μεγαλοπαραγωγοί τον αποκάλεσαν αυθάδη και η συμφωνία θα ακυρωνόταν αν η σύζυγος του Κλεμάν δεν έλεγε στον άντρα της ότι «ο μικρός έχει δίκιο!». Οι Ακίν εν τέλει συμφώνησαν και το «Γυμνοί στον ήλιο» έγινε τεράστια επιτυχία μετατρέποντας σε σταρ τον Ντελόν.
Τα χρόνια της δόξας
Δύσκολα περιγράφεται μέσα σε λίγες γραμμές ο πανζουρλισμός για τον Ντελόν που ακολούθησε στη δεκαετία του 1960. Εγινε ο πιο περιζήτητος ευρωπαίος ηθοποιός της γενιάς του. Ο Λουκίνο Βισκόντι που τον είχε ήδη επιλέξει για τον κεντρικό ρόλο του πυγμάχου (και γιου της Κατίνας Παξινού) στην ταινία «Ο Ρόκο και τ’ αδέρφια του», αργότερα τον «μεταμόρφωσε» σε Τανκρέντι για τον «Γατόπαρδο», ένα μνημειώδες έπος της παρακμής παρμένο από τις σελίδες του Τζουζέπε Ντι Λαμπεντούζα. Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, η μεγαλύτερη διάκριση ταινίας στην οποία έχει παίξει ο Ντελόν.
Στο αντίθετο άκρο ένας άλλος Ιταλός, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον θεώρησε ιδανικό παρτενέρ της Μόνικα Βίτι για την «Εκλειψη» με την οποία ο σπουδαίος αυτός auteur ολοκλήρωσε την περίφημη «τριλογία της αποξένωσης» (συμπληρώνουν οι «Περιπέτεια» και «Nύχτα»). Ο Ντελόν δεν περιορίστηκε στις αυστηρά «κουλτουριάρικες» ταινίες. Η περιπέτεια εποχής «Μαύρη τουλίπα» που ο Κριστιάν-Ζακ γύρισε στην Ισπανία έσπασε ταμεία στη Γαλλία. Δεν ήταν η μόνη. Λίγο αργότερα θα ακολουθούσε το βήμα του Ντελόν στην Αμερική, όπου τον υποδέχθηκαν ως «Γάλλο Τζέιμς Ντιν».
Ομως στο Χόλιγουντ ο Ντελόν δεν ήταν ο εαυτός του, λόγος για τον οποίο δεν έκοψε τις επαφές του με τη Γαλλία. Σύντομα επέστρεψε για τα καλά. Στην Αμερική γύρισε ελάχιστες ταινίες που πέρασαν απαρατήρητες, αν και κάποιες, όπως ο «Κλέφτης», μια γκανγκστερική ταινία του Ραλφ Νέλσον, άξιζαν μεγαλύτερη προσοχή. Φιάσκο αποδείχθηκε και το γουέστερν «Οι αετοί του Τέξας» δίπλα στον Ντιν Μάρτιν, κάτι που δεν συνέβη με το ευρωπαϊκό γουέστερν του Τέρενς Γιανγκ «Μονομαχία στον Κόκκινο Ηλιο» μαζί με την Ούρσουλα Αντρες και τον Τσαρλς Μπρόνσον με τον οποίο είχε συμπρωταγωνιστήσει και στο πανέμορφο «Αντίο, φίλε», το υποτιμημένο νουάρ του Ζαν Ερμάν.
Η περίοδος Μελβίλ
Με τον «Δολοφόνο με το αγγελικό πρόσωπο», το 1967, εγκαινιάζεται η συνεργασία του Ντελόν με τον γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Πιέρ Μελβίλ, μέγιστο εκπρόσωπο του γαλλικού νεονουάρ, χαρακτηριστικά του οποίου η υποτονική δράση, οι αργοί ρυθμοί, η μελαγχολική ατμόσφαιρα και η εύληπτη ψυχανάλυση. Σε έναν ρόλο που του ταιριάζει γάντι, ο Ντελόν υποδύθηκε τον αντιήρωα «Σαμουράι» του τίτλου, τον Τζεφ Κοστέλο, έναν σιωπηλό, ψυχρό δολοφόνο με καπαρντίνα και καπέλο «καβουράκι» που ελίσσεται σαν πληγωμένο αγρίμι ανάμεσα στον υπόκοσμο, την αστυνομία αλλά και τον μάρτυρα που τον έχει αναγνωρίσει ενώ διεκπεραίωνε μια «δουλειά» στο Παρίσι.
Το παγερό βλέμμα του Ντελόν, η στυλάτη σκηνοθεσία του Μελβίλ, η ελκυστική φωτογραφία του Ανρί Ντεκέ, οι μεθυστικοί τζαζ ήχοι του Φρανσουά Ντε Ρουμπέ καταλήγουν σε ένα αξέχαστο σύνολο, ορόσημο στο γαλλικό σινεμά και μια ταινία που πολλοί μιμήθηκαν αλλά κανείς δεν έφτασε. Μελβίλ και Ντελόν γύρισαν μαζί δύο ακόμα ταινίες, την «Επιχείρηση Κόκκινος Κύκλος» (το χρονικό μιας ληστείας με «εγκέφαλο» τον Ντελόν) και τον «Μπάτσο», κύκνειο άσμα του Μελβίλ με τον Ντελόν αυτή τη φορά στην πλευρά του νόμου. Μάλιστα, σε αυτή την ταινία παίζει για πρώτη φορά μαζί με την Κατρίν Ντενέβ. Λέγεται δε ότι μετά την επιτυχία του «Δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο» ο Ντελόν αποφάσισε να θεσπίσει ένα ανάλογο στυλ στην ιδιωτική του ζωή: εκείνο του απόμακρου, φειδωλού στα λόγια, απλησίαστου σταρ…
Εμπορικό φαινόμενο
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο Αλέν Ντελόν στρέφεται και προς την κινηματογραφική παραγωγή που του χάρισε την ελευθερία να διαλέγει ο ίδιος τους ρόλους του. Επειδή ήταν αρκετά έξυπνος ήξερε τι μπορούσε να πουλήσει κι έτσι στην αμέσως επόμενη δεκαετία εξελίχθηκε σε εμπορικό φαινόμενο του γαλλικού και γενικότερα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Εγινε ο «ωραίος σκληρός» παίζοντας άλλοτε τον αστυνομικό και άλλοτε τον κακοποιό σε εξαιρετικά δημοφιλείς περιπέτειες. Σε πολλές από αυτές ήταν επίσης παραγωγός. Ανάμεσά τους το «Μπορσαλίνο» (1979), μεγάλη επιτυχία του μαζί με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό (είχαν ξανασυναντηθεί πολύ νέοι στην ταινία «Εγκλημα στην Πλας Πιγκάλ», 1957), το «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη» (με τον Ζαν Γκαμπέν, συμπρωταγωνιστή του και στη «Συμμορία των Σικελών»), ο «Τσιγγάνος», η «Αστυνομική ιστορία», ο «Ωραίος σκληρός και αδίστακτος», το «Τρεις φορές σκληρός» και μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του 1981, το «Για το τομάρι ενός μπάτσου» που σηματοδοτεί το ντεμπούτο του Ντελόν στη σκηνοθεσία. Οι δύο τελευταίες είναι μεταφορές μυθιστορημάτων του γάλλου συγγραφέα πολάρ Ζαν Πατρίκ Μανσέτ. Μια δεύτερη, πιο ώριμη σκηνοθεσία του θα γίνει στην περιπέτεια «Ο μαχητής» (1983) όπου εμφανίζεται και ως συν-σεναριογράφος.
Στα seventies ο Ντελόν πειραματίστηκε και με το γαλλικό ψυχαναλυτικό νεονουάρ παίζοντας σε ενδιαφέρουσες, αν και ξεχασμένες πια, ταινίες όπως το «Αίμα στο χιόνι» του Πιέρ Γκρανιέ Ντεφέρ (μαζί με τη Σιμόν Σινιορέ), ενώ στην αμέσως επόμενη δεκαετία, όταν ο χρόνος άρχισε για πρώτη φορά να δείχνει τα σημάδια του πάνω του, ο Ντελόν δεν αρνήθηκε ρόλους πραγματικά ανορθόδοξους για το στάτους του, όπως εκείνος του ομοφυλόφιλου κόμη στον «Ερωτα του Σουάν» (1984) του Φόλκερ Σλέντορφ, μια ταινία που η ολοκλήρωσή της συνέπεσε με τον τραγικό θάνατο σε τροχαίο της δεύτερης συζύγου του, Μιρέιγ Νταρκ, από την οποία είχε μόλις χωρίσει. Από το 1987 ως το 2001 ο Ντελόν είχε σχέση με την ολλανδή ηθοποιό Ροζαλί βαν Μπρέμεν με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλέν-Φαμπιάν και την Ανούσκα.
Το υπερτροφικό εγώ του
Στα nineties οι οπτικοακουστικές εμφανίσεις του άρχισαν να μειώνονται αισθητά αλλά ο Ντελόν δεν τήρησε τελικά τη δήλωσή του ότι θα αποσυρθεί από τον κινηματογράφο, την οποία έκανε την εποχή της «Επιστροφής του Καζανόβα» (1992). Ανάμεσα στις επιτυχίες του στη δεκαετία του 2000 ήταν η σειρά «Frank Riva» (2003-2004) όπου έπαιξε τον βετεράνο μυστικό αστυνομικό του τίτλου και μια σύντομη εμφάνισή του στην ταινία «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» όπου τον είδαμε σε έναν ακόμη ρόλο που ταίριαζε απολύτως με τη δική του προσωπικότητα: του Ιούλιου Καίσαρα.
Αποσυρμένος εδώ και αρκετά χρόνια από τον κόσμο του κινηματογράφου και του θεάματος, ο Αλέν Ντελόν τον Ιανουάριο του 2018 έδωσε τελικά μια συνέντευξη-απολογισμό ζωής στο «Paris Match». Κυρίαρχο και πάλι το τεράστιο Εγώ του ακόμη και με την ακραία δήλωση ότι απεχθάνεται κάθε τι που σχετίζεται με τον κόσμο τούτο και ότι θα φύγει από τη ζωή χωρίς καμία λύπη. Για μία ακόμη φορά, ο Αλέν Ντελόν προκάλεσε θόρυβο, κυριάρχησε στα media.