Πόσο θα κοστίσει στην κυβέρνηση η διαχείριση της φωτιάς στην Αττική και η «φωτιά» στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια; Θα επηρεάσει τον ΣΥΡΙΖΑ όλη αυτή η ανακατωσούρα και το κλίμα ενός νέου εμφυλίου; Θα αποτελέσουν τα ποσοστά του ΠαΣοΚ σύμμαχο στην προσπάθεια του Νίκου Ανδρουλάκη να επανεκλεγεί στην ηγεσία του κόμματος ή θα δώσουν τροφή στα επιχειρήματα των αντιπάλων του; Σε ποια φάση βρίσκεται το πολιτικό σκηνικό εκατό μέρες μετά τις ευρωεκλογές, λίγο πριν την έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου;

Τα βλέμματα των επιτελείων των κομμάτων στρέφονται προς τις δημοσκοπήσεις που θα γίνουν στις αρχές του φθινοπώρου. Θα αποτυπώσουν τη θέση κάθε κόμματος στην αφετηρία της κούρσας που θα διαρκέσει μέχρι τα επόμενα μπάνια του λαού, σε ένα πολιτικό στίβο που μοιάζει πρωτόγνωρος.

Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα κάρο ζητήματα με τις διαχειριστικές της ικανότητες να δέχονται, πλέον, ευθεία αμφισβήτηση. Και τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης εξακολουθούν να κουτσαίνουν, προσπαθώντας να λύσουν ζητήματα που είτε αφορούν τον πολιτική τους ταυτότητα (ΣΥΡΙΖΑ) είτε την ηγεσία τους (ΠαΣοΚ).

Ουδείς μπορεί αυτή τη στιγμή να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη μέρα στην Κουμουνδούρου, τη Χαριλάου Τρικούπη, και τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς.

Ο δύσκολος χειμώνας της κυβέρνησης

Η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια δύσκολη περίοδο με την δημοφιλία της να έχει σημειώσει μια αξιοσημείωτη βουτιά. Η επίδοση της ΝΔ στις ευρωεκλογές πέρασε πολύ πιο κάτω από τον πήχη που έθεσε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τον τοποθέτησε στο 33%, το ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών κι έλαβε 28%.

Οι εκλογές του Ιουνίου αποτέλεσαν μια δυσάρεστη έκπληξη για το Μέγαρο Μαξίμου και από τότε δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να έχει αλλάξει τα πράγματα. Τα βασικά μέτωπα που δοκιμάζουν την κυβέρνηση εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα. Η ακρίβεια μεταφέρθηκε από τα ράφια των σούπερ-μάρκετ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, η καθημερινότητα παραμένει δύσκολη.

Ο μόνος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση φάνηκε να τα καταφέρνει καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά ήταν η πολιτική προστασία. Η φωτιά που ξέσπασε στον Βαρνάβα κι έφτασε να καίει το Χαλάνδρι έκανε στάχτη την καλή, μέχρι εκείνη τη στιγμή, εικόνα.

Ο Πρωθυπουργός το διάστημα μετά τις ευρωεκλογές προχώρησε σε κινήσεις τόνωσης του μπλε χρώματος στο πολιτικό στίγμα της ΝΔ. Με τον ανασχηματισμό, τις επιλογές των νέων γενικών γραμματέων αλλά και αυτή του Τζιτζικώστα για τη θέση του επιτρόπου η καλούμενη δεξιά πτέρυγα του κόμματος αναβαθμίστηκε.

Δεν ήταν τυχαία ούτε η απόσυρση της υποψηφιότητας της Κατερίνας Φουντεδάκη για την προεδρία της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Η καθηγήτρια συμμετείχε στη σύνταξη του νομοσχεδίου για την ισότητα στο γάμο και τα βέλη των γαλάζιων βουλευτών στράφηκαν εναντίον της.

Όλες αυτές οι κινήσεις έγιναν με βάση την ανάγνωση ότι θα πρέπει να «μαζευτεί» το δεξιό ακροατήριο που προτίμησε να ψηφίσει κόμματα δεξιά της ΝΔ. Ναι, αλλά υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια. Σύμφωνα με τα exit polls η ΝΔ έχασε προς τα δεξιά περί τους 200.000 ψηφοφόρους. Έχασε, όμως, μαζί και τη μάχη του κέντρου, περί τους 250.000 που έφυγαν προς τα αριστερά.

Αυτή η «δεξιά» στροφή έχει τροφοδοτήσει συζητήσεις αναφορικά με το μέλλον της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό Μέγαρο; Θα επιλέξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας προσωπικότητα από το χώρο της Κεντροδεξιάς;

Μέχρι τον Ιανουάριο, πάντως ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ζητήματα τα οποία πονούν την κυβέρνηση και αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Η κυβέρνηση, επίσης, έχει το βλέμμα της στραμμένο στα μέτωπα του πολέμου στην Ουκρανία και των νέων σοβαρών αναταράξεων στη Μ. Ανατολή και στις επιπτώσεις που θα έχουν τυχόν δυσμενείς εξελίξεις.

Στο πλαίσιο αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρουσία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, στις 7-8 Σεπτεμβρίου. Ο κ. Μητσοτάκης, πέραν των παροχών, θα πρέπει να παρουσιάσει και ένα πειστικό αφήγημα για την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια. Η πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι η χώρα οδεύει προς λάθος κατεύθυνση.

Ο κρίσιμος Οκτώβρης της Κεντροαριστεράς

Στον χώρο της Κεντροαριστεράς το τοπίο θυμίζει κινούμενη άμμο. Πολλά αναμένεται να κριθούν στο «κρίσιμο Οκτώβρη» όταν θα έχουν ολοκληρωθεί το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η εσωκομματική μάχη στο ΠαΣοΚ.

Στον ΣΥΡΙΖΑ και μετά τις ευρωεκλογές ο Στέφανος Κασσελάκης συνεχίζει την «παράσταση για ένα ρόλο». Ο κ. Κασσελάκης, μετά από μια μικρή ανάπαυλα, έχει πυκνώσει τις δημόσιες εμφανίσεις του που συνοδεύονται από ανεβασμένους τόνους στην κριτική του προς την κυβέρνηση και προσωπικά προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανιστεί ως το αντίπαλο δέος της κυβέρνησης και ως το πρόσωπο που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις όποιες εξελίξεις υπάρξουν στο χώρο αριστερά της ΝΔ. Όλη αυτή η δραστηριότητα συναντά το εμπόδιο της εσωκομματικής εικόνας που δείχνει ότι στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ανοιχτό το ενδεχόμενο ξεσπάσματος ενός νέου εμφυλίου, που πιθανόν να οδηγήσει και σε νέα διάσπαση.

Οι δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου έχουν μεγάλη σημασία για τον κ. Κασσελάκη. Η αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του θα λάβει άλλη διάσταση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίσει και άλλη υποχώρηση.

Οι δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου αναμένονται με αγωνία και από τη Χαριλάου Τρικούπη. Θα έχει οφέλη το ΠαΣοΚ από τις δυσκολίες της κυβέρνησης και την ανακατωσούρα που υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ;

Αν το ΠαΣοΚ δείξει σημάδια ανόδου, τότε πιθανόν να ενισχυθεί το επιχείρημα του κ. Ανδρουλάκη ότι η πορεία της Χαριλάου Τρικούπη είναι σταθερά ανοδική και ότι η αμφισβήτηση του προέδρου του ΠαΣοΚ, ήταν άκαιρη και εκπορευόμενη από τις προσωπικές φιλοδοξίες των αντιπάλων του και όχι από τις εκλογικές επιδόσεις του κόμματος.

Αν το ΠαΣοΚ δείξει σημάδια στασιμότητας, τότε οι αντίπαλοι του κ. Ανδρουλάκη θα δώσουν έμφαση στο επιχείρημα ότι υπό την ηγεσία του στο κόμμα έχει εκλογικό ταβάνι. Η εσωκομματική μάχη στο ΠαΣοΚ έχει αυτή τη φορά ξεχωριστή σημασία καθώς η επόμενη μέρα στη Χ. Τρικούπη θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά.

Στο πλαίσιο αυτό είναι εύλογο το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠαΣοΚ τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και της «Νέας Αριστεράς». Δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι το (όποιο) τέλος των εσωκομματικών διαδικασιών στα δύο κόμματα είναι η πρώτη πράξη μιας συνολικότερης διαδικασίας αναμόρφωσης του κεντροαριστερού χώρου.