«Έγραψα γιατί ό,τι γράφω, μ’ έχει σπαράξει πριν. Μ’ ακολουθεί χρόνια και βγαίνει μια στιγμή από κάπου. Ό,τι γράφω με καταπιέζει. Είναι σαν ένα έμβρυο μέσα μου που πρέπει να φύγει για να λευτερωθώ. Δεν είναι ότι θα γράψω ένα βιβλίο από φιλοδοξία» έλεγε η Λιλή Ζωγράφου στην Κατερίνα Λαμπρινού.
Ό,τι κι αν έγραψε είχε μέσα του βίωμα. Βίωμα προσωπικό. Βίωμα συλλογικό. Η Λιλή Ζωγράφου έρχεται την Κυριακή 18 Αυγούστου στο ΒΗΜΑ με τη λογοτεχνική αυτοβιογραφία της «Η Συβαρίτισσα».
«Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης. Κείνης της αποικίας των Αχαιών από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ. Μια πόλη-κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό.
Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους.
Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρίσει ο Ησίοδος στους ένοχους γιατί γεννήθηκε γυναίκα. Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντάς την μοιχεία και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη με τους σαράντα εραστές στην ανέραστη υφάντρα του έπους».
Λιλή Ζωγράφου, χωρίς περιστροφές
Η Λιλή Ζωγράφου έγραφε χωρίς περιστροφές, απαλλαγμένη από το κοινωνικό κατασκεύασμα της ντροπής. Η γυναικεία χειραφέτηση βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο του έργου της.
«Τι σημαίνει για μένα να γράφω; Σημαίνει βασανιστήριο και χαρά ταυτόχρονα. Είναι ένας βασανισμός. Δεν ξέρεις πόσο δύσκολα υποτάσσει κανείς τον εαυτό του, να τον καθίσει στο γραφείο ν’ αρχίσει να γράφει ή να συνεχίσει να γράφει ή να πρέπει να ξαναδεί ένα κείμενο που δεν το εγκρίνει και πρέπει να το αλλάξει.
Είναι ένα μεγάλο μαρτύριο, μόνο που όταν μπαίνεις μέσα του, όταν χώνεσαι ολόκληρος μέσα στο έργο σου, τότε ξεχνάς ότι είναι μαρτύριο κι είναι μια πολύ ωραία αίσθηση, κάτι… σαν ψευδαίσθηση, σα να κλέβεις μερτικά ζωής από άλλους ανθρώπους, σα να δοκιμάζεσαι για το πώς θ’ αντιμετωπίσεις εσύ, τούτη ή εκείνη την περίπτωση.
Γιατί στα πρόσωπά σου, παρά το ότι αποτελούν άλλη ζωή, δανείζεις πάρα πολλά από τον εαυτό σου, γιατί τα πονάς.
Αν δεν τα πονούσες ποτέ δεν θα τάγραφες, ποτέ δεν θα τάκανες ήρωες. Ακόμα κι όταν τους ξεσχίζεις, όπως στο Βασιλόπουλο, που υπάρχει μια συγκεκριμένη συνειδητή λύσσα κι απόγνωσή μου, να κάνω τις γυναίκες να καταλάβουν τι ηλίθιες είναι.
Και δεν είναι ηλίθιες εκ γενετής, γιατί τότε θα τις λυπόμουν σαν ανάπηρες. Αλλά με γεμίζουν αγανάκτηση, γιατί δεν αμφισβητούν, γιατί τους αρέσει να μένουν σε όλα αυτά τα προικιά της βλακείας που τους έχουν φορτώσει από το παρελθόν», λέει η ίδια η συγγραφέας στη Λαμπρινού.
Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1922 και πέρασε εκεί τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της, Ανδρέας Ζωγράφος, καταγόταν από τη Νεάπολη Λασιθίου και ήταν εκδότης της καθημερινής βενιζελικής εφημερίδας Ανόρθωση, γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα για την ενασχόλησή της με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή.
Φοίτησε στο Λύκειο «Κοραής» και το Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Έπειτα, σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, η Λιλή Ζωγράφου —ετών 21 και έγκυος— φυλακίστηκε από την Γκεστάπο στην Αγιά Χανίων. Αναγκάστηκε να γεννήσει τη μοναχοκόρη της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη, μέσα στη φυλακή.
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της έγινε το 1949 με τη συλλογή διηγημάτων «Αγάπη», και ακολούθησε το δοκίμιο «Νίκος Καζαντζάκης: ένας τραγικός», που εκδόθηκε το 1959.
Σε αυτό, η Λιλή Ζωγράφου εξέτασε τον Καζαντζάκη υπό μία νέα οπτική γωνία, εστιάζοντας στην προσπάθειά του να γίνει υπεράνθρωπος, αλλά και στην προβληματική ερωτική ζωή του.
Το 1962 η Ζωγράφου έδωσε μια διάλεξη για τον Φραντς Κάφκα στην Αθήνα. Προηγουμένως, είχε διαμείνει κάποιον καιρό στην Πράγα, γενέτειρα του Τσέχου συγγραφέα. Όπως ανέφερε η ίδια, η διάλεξη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, και, μάλιστα, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος την παρότρυνε να συγγράψει ένα σχετικό δοκίμιο· πράγματι, η συγγραφέας ολοκλήρωσε το δοκίμιο για τον Κάφκα τον Απρίλιο του 1967.
Ωστόσο, το χειρόγραφο υπέστη φθορές έπειτα από έφοδο της Ασφάλειας στο σπίτι της κατά τη διάρκεια της Χούντας και η συγγραφέας το εγκατέλειψε για πολλά έτη· η συγγραφή του δοκιμίου επανεκκινήθηκε περί το 1990, και τελικά το έργο εκδόθηκε το 1993, υπό τον τίτλο Σύγχρονός μας ο Κάφκα.
Το 1966, εξέδωσε το μυθιστόρημα «Μίκαελ ή Ποιος σαν τον Θεό», που αργότερα μετονομάστηκε σε «Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ)», και ήταν πιθανώς η πρώτη στα ελληνικά γράμματα εκτενής περιγραφή του διωγμού των Ελλήνων Εβραίων και του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα σε όλα του τα στάδια.
Όταν επιβλήθηκε η Χούντα του 1967, η Ζωγράφου εργαζόταν στο Πρωτόκολλο Στρατολογίας, στο πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Αμύνης, απ’ όπου παραιτήθηκε. Την ίδια περίοδο αρθρογραφούσε για το περιοδικό «Γυναίκα», προωθώντας προοδευτικές ιδέες αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών ενώ, συχνά, ασκούσε ανοικτά κριτική στο Καθεστώς των Συνταγματαρχών.
«Επάγγελμα: πόρνη»
Το 1974, η εξέδωσε ένα χρονικό των γεγονότων της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, με τίτλο «17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής».
Ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων του Πολυτεχνείου καθώς εκείνη την περίοδο διέμενε έναντι του κτηρίου του ΕΑΤ–ΕΣΑ. Οι κατ’ οίκον έρευνες της αστυνομίας ήταν συχνές. Όπως ανέφερε η ίδια στο χρονικό κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο της, κρύβοντας κάθε σελίδα του χειρόγραφου που τελείωνε μέσα σε τόμους εγκυκλοπαιδειών στη βιβλιοθήκη της.
Το καθεστώς της απαγορεύει να βγει από τη χώρα με την επαγγελματική ιδιότητα της δημοσιογράφου και της ζητούν να δηλώσει κάποιο άλλο επάγγελμα. Δηλώνει επάγγελμα πόρνη.
Στο ομότιτλο βιβλίο της θα γράψει τις σκληρές προσωπικές ιστορίες της από την κράτησή της και τα βασανιστήρια της από την Χούντα.
Όπως επισημαίνει η ίδια στον πρόλογο του βιβλίου, το έργο αποτελεί εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων. Στο «Επάγγελμα: πόρνη», η Ζωγράφου σατιρίζει έντονα τη γραφειοκρατία της Χούντας και αναδεικνύει τον συνεχή κίνδυνο που διατρέχουν οι στιγματισμένοι σε ένα δικτατορικό καθεστώς.
Από το οπισθόφυλλο: «Προειδοποίηση: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ τον μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν.
Όχι, η επανάσταση μου, δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός μου, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα».
Μετά την πτώση της Χούντας
Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, η συγγραφέας επέστρεψε στη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας κατά κύριο λόγο για την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Εξέδωσε πολλά εμπορικώς επιτυχημένα βιβλία, όπως η συλλογή διηγημάτων «Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ» το 1983 και το μυθιστόρημα «Η αγάπη άργησε μια μέρα» το 1994.
Το 1998 η Λιλή Ζωγράφου εξέδωσε το τελευταίο έργο της, ένα ευρείας κλίμακας δοκίμιο με τίτλο «Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα· η ιστορία του φαλλού». Σε αυτό, μελέτησε τις καταβολές της πατριαρχίας στην ελληνική κοινωνία, εξετάζοντας τον ελληνικό κόσμο από τα προϊστορικά χρόνια ως την εποχή των Μεγάλων Τραγικών.
«Είναι η απέραντη πίστη μου για τους ανθρώπους, που έκλεινε πολλές πλάνες μέσα της και που μου έδωσε πολλά χτυπήματα. Κι από την άλλη είναι αυτή η δύναμη που έχω πάντα μου, όταν τα πράγματα μου ασχημαίνουν την ζωή, να τα τινάζω από πάνω μου, όσα κι αν έχω καταθέσει γι’αυτά.
Αυτό ομολογώ το αναμέτρησα τώρα που είμαι μεγάλη και βλέπω προς τα πίσω τον χρόνο και την συμπεριφορά μου. Ξέρω ότι έτσι φέρθηκα και σε έρωτες και σε συζύγους και σ’ εργασίες και σε σπίτια… όπως φαίνεται και τώρα».
Το 1998, ενώ έκανε διακοπές στο Ηράκλειο, η Λιλή Ζωγράφου υπέστη οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Πέθανε μερικές ημέρες αργότερα, στο Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου «Βενιζέλειο».
Στη διαθήκη της, η Ζωγράφου όρισε ως δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων της τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια αλλά και τα Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδος.
«Και γιατί αφού έχω το κουράγιο να θέλω να πεθάνω, δε βρίσκω τη δύναμη να φύγω μια για πάντα από δω μέσα; Υπάρχουν πάρα πολλά που μπορούν να συμβούν πριν ένα αμετάκλητο θάνατο. Κι ύστερα!Ο θάνατος δε φεύγει από τη θέση του».
«Η Συβαρίτισσα» της Λιλής Ζωγράφου κυκλοφορεί στις 18 Αυγούστου με το Βήμα της Κυριακής.