Είναι γεγονός ότι η δημογραφική οπισθοχώρηση είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τις περισσότερες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, της οποίας οι δημογραφικοί δείκτες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα όχι μόνο δεν έχει συνειδητοποιηθεί ουσιαστικά η σοβαρότητά του, αλλά αντίθετα έχουν ευνοηθεί τάσεις που επιδείνωσαν ιδιαίτερα τους δημογραφικούς παράγοντες της χώρας.
Γιατί θα πρέπει να επισημανθεί ότι την δημογραφική εξέλιξη μιας χώρας επηρεάζουν όχι μόνο οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αλλά και οι αποφάσεις μιας περιόδου, που αναφέρονται στα δημογραφικά πράγματα, επηρεάζουν τα δημογραφικά μεγέθη σε επόμενες περιόδους.
Για παράδειγμα, η διευκόλυνση της αθρόας εξωτερικής μετανάστευσης των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών 1.044.753 μονίμων και άλλων 1.075.007 προσωρινών μεταναστών προς τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ στην περίοδο 1961-1977, εκτός των άλλων συνεπειών, αφαίρεσε από την Ελλάδα νεανικό αναπαραγωγικό πληθυσμό με αποτέλεσμα την τεράστια μείωση του αριθμού των γεννήσεων (Ρόντος, 2021:274).
Γιατί θα πρέπει να τονιστεί ότι η μείωση του αριθμού των γεννήσεων οφείλεται είτε στην έλλειψη των φυσικών φορέων αναπαραγωγής είτε στην μείωση των παιδιών που αντιστοιχούν σε κάθε ζευγάρι, ή με δημογραφικούς όρους στον αριθμό παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας.
Ας αναλογιστούμε ότι 2 παιδιά από ένα ζευγάρι είναι ποσοτικά το ίδιο με 1 παιδί από 2 ζευγάρια. Και εδώ είναι μια λύση πιο άμεση και πιο αποτελεσματική από την αύξηση της γονιμότητας για την αντιμετώπιση του περιορισμένου αριθμού γεννήσεων.
Είναι η συγκράτηση της μετακίνησης νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό, που σήμερα αφορά, εκτός των άλλων, και υψηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό και η ενίσχυση της αρχικής συγκρότησης οικογένειας, ώστε να αυξάνεται η αναπαραγωγική βάση της χώρας.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική που θα πρέπει να εφαρμοστεί θα πρέπει να είναι ισχυρή, συνεχής και μακροχρόνια για την υποστήριξη της οικογένειας και των παιδιών όχι μόνο κατά την γέννηση αλλά μέχρι την ενηλικίωσή τους.
Σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής δημογραφικής πολιτικής είναι η αποσπασματικότητα και η εγκατάλειψη όποιων μέτρων λήφθηκαν αρχικά κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων δημοσιονομικών κρίσεων που βίωσε η Χώρα (Ρόντος, 2021).
Οι χώρες που πέτυχαν την αύξηση του δείκτη γονιμότητας (αριθμός παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας) στο όριο της αναπαραγωγής του πληθυσμού τους (2,1), εφάρμοσαν ισχυρή και μακροχρόνια δημογραφική πολιτική αναγνωρίζοντας ουσιαστικά το μέγεθος του προβλήματος.
Παράδειγμα τέτοιων χωρών στην Ευρώπη αποτελούν η Γαλλία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ολλανδία, οι οποίες πριν την οικονομική κρίση (μέχρι το 2012) είχαν δείκτη 1,72-2,00, ενώ σήμερα (2022) υποχώρησαν μόλις στο 1,50-1,80 (EUROSTAT, 2024).
Όσο αφορά την Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρόσφατες εκλογές τα πολιτικά κόμματα, σχεδόν στο σύνολό τους, δεν παρουσίασαν συγκροτημένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το δημογραφικό. Υπήρξαν αποσπασματικές, και μέσα σε άλλες θεματικές ενότητες, αναφορές σε μέτρα τόνωσης της οικογένειας χωρίς επιστημονική εκτίμηση για την αναμενόμενη επίδραση αυτών στην άμβλυνση του προβλήματος.
Για να μην αδικούμε κανένα, μεγάλα κόμματα αφιέρωσαν μισή σελίδα για το δημογραφικό χωρίς φυσικά την παραπάνω τεκμηρίωση.
Τι επίπτωση, για παράδειγμα, έχει στην αύξηση της γονιμότητας, η χορήγηση επιδόματος 2.000 ευρώ (σε δύο δόσεις) για την γέννηση κάθε παιδιού; Είναι επαρκές, σε τελευταία ανάλυση, το ποσό αυτό για να ενισχύσει την πρόθεση των νέων ανθρώπων να προχωρήσουν στην τεκνοποιία, λαμβάνοντας υπόψη και το πολύ μικρό επίδομα τέκνου που ακολουθεί; Και για πόσο διάστημα θα διατηρηθεί το μέτρο αυτό στο μέλλον;
Καταλαβαίνει κανείς ότι τα αποσπασματικά αυτά μέτρα δεν είναι σε θέση να αυξήσουν τον σημερινό δείκτη γονιμότητας του 1,32 παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας στο κατώφλι του 2,1.
Επίσημες εκτιμήσεις της EUROSTAT προβλέπουν τον δείκτη αυτό στο 1,5 το 2050. Μέτρο της σχέσης κόστους/οφέλους του μέτρου του επιδόματος των 2.000 ευρώ είναι η εκτίμηση της αδυναμίας αυτού στην τόνωση της γονιμότητας σε σχέση με το κόστος των 151.842.000 ευρώ για την κάλυψη των 75.921 γεννήσεων κατ’ έτος που πραγματοποιήθηκαν το 2022.
Αποτέλεσμα της αρνητικής φυσικής αύξησης του πληθυσμού κατά το έτος αυτό είναι η εκτίμηση του πληθυσμού της Ελλάδας σε 9,6 εκατ. το 2050 και 7,45 εκατ. το 2100.
Για να είμαστε δίκαιοι, η βελτίωση της γονιμότητας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ασκούμενης ή μη πολιτικής αλλά και η εξέλιξη της κοινωνίας με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων στάσης ζωής με τη σειρά: επαγγελματική αποκατάσταση, προσωπική ζωή και τέλος οικογένεια.
Και η μεν επαγγελματική αποκατάσταση είναι απαραίτητη για πολλούς λόγους αλλά και ως προϋπόθεση για τη σύσταση οικογένειας, αλλά η σαφής προτεραιότητα στην παρατεταμένη διατήρηση της προσωπικής ζωής σε βάρος της οικογένειας είναι ένας βασικός λόγος της αναβολής σε μεγαλύτερες ηλικίες ή και η ματαίωση της σύστασης οικογένειας και της γέννησης παιδιών.
Η μέση ηλικία της μητέρας κατά την γέννηση του 1ου παιδιού είναι ήδη τα 32 έτη, γεγονός που περιορίζει από μόνο του και τον αριθμό των πιθανών επόμενων γεννήσεων παιδιών δεδομένης της (πλέον γόνιμης) διάρκειας της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας.
Επανειλημμένες στατιστικές έρευνες κυρίως σε νέες μορφωμένες γυναίκες αποδεικνύουν, σε σημαντικό ποσοστό, την απροθυμία τους να αναλάβουν τις υποχρεώσεις σύστασης οικογένειας και να διαθέσουν πόρους για την ανατροφή παιδιών (Rontos, 2007;Rontos et al., 2017). Αυτή είναι και η διαφορά με τις προηγούμενες γενιές, όπου κάτω από τις τότε ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες, η σύσταση οικογένειας ήταν προτεραιότητα.
Σε τελευταία ανάλυση η διαφορά είναι μεταξύ των ατομικής ζωής (ατομικισμός) και της κοινωνικής προσφοράς και της διατήρησης της ζωής που δεν θα πρέπει να εκλείψει από τις αξίες των σύγχρονων κοινωνιών (Reynolds and Mansfield, 1999). Επομένως αντικίνητρο για τη σύσταση οικογένειας δεν είναι μόνο η αναμφισβήτητη δυσκολία των νέων στην αγορά εργασίας και η ανεπάρκεια των εισοδημάτων αλλά και η ιεράρχηση διάθεσης του υπάρχοντος εισοδήματος.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ισχύει το λεγόμενο «δημογραφικό παράδοξο», σύμφωνα με το οποίο η οικονομική ανάπτυξη μιας κοινωνίας συνοδεύεται από μείωση των γονιμότητας, αλλά και σε μικρο- επίπεδο ο αριθμός των παιδιών σε εύπορες νέες οικογένειες δεν είναι αυξημένος.
Έτσι στην επιτυχή αντιμετώπιση του “dual role” των σύγχρονων κοινωνιών, που υπονοεί την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, η οποία πράγματι δεν εύκολο να αντιμετωπιστεί και αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης επιστημονικής μελέτης, έχει πλέον προστεθεί σε σημαντικό βαθμό και η προβολή της προσωπικής ζωής των νέων ανθρώπων, στην οποία σε πολλές περιπτώσεις δίνεται προτεραιότητα έναντι της οικογένειας.
Οι κοινωνικές τάσεις, ειδικά στις σημερινές ανοιχτές κοινωνίες, δεν είναι εύκολο να ανατραπούν, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η μέση κατάσταση είναι πάντα η λύση και επομένως η ισορροπία μεταξύ των παραπάνω πτυχών της ζωής του ανθρώπου μπορεί να προσεγγιστεί ευκολότερα αν εκλείψει ο υπέρμετρος καταναλωτισμός που καλλιεργείται και που δεν θα πρέπει να αποτελεί μεγαλύτερη αξία από την προσφορά στην κοινωνία με την ανανέωση της ζωής.
Η βελτίωση των δημογραφικών μεγεθών και ο περιορισμός της δημογραφικής γήρανσης, που αποτελεί συνέπεια της υπογεννητικότητας και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων, είναι ζήτημα που αφορά όλους μας τόσο στο παρόν όσο και (πολύ περισσότερο) στο μέλλον.
Η τελευταία εξέλιξη, δηλαδή η αύξηση της αναλογίας του μεγαλύτερης ηλικίας πληθυσμού (συμβατικά άνω των 65 ετών), λόγω των ανωτέρω δημογραφικών παραγόντων (μείωση γεννήσεων, αύξηση προσδόκιμου ζωής), θα πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα από πλευράς υποδομών και λοιπών μέτρων πολιτικής, ώστε να μην βρεθούμε και πάλι απροετοίμαστοι στην αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και οι οικογενειακοί δεσμοί, που συνέβαλλαν στο παρελθόν προς την κατεύθυνση αυτή, χαλαρώνουν.
Εκτός από τον φυσικό παράγοντα (γεννητικότητα-θνησιμότητα) ή δεύτερη συνιστώσα μεταβολής ενός πληθυσμού, η μετανάστευση, θα πρέπει να λάβει κατευθύνσεις από την μια περιορισμού των εκροών νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών προς το εξωτερικό και από την άλλη ανάπτυξης συγκροτημένης πολιτικής υποδοχής μεταναστών από άλλες χώρες που θα συμβάλλουν στην οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Ο Κώστας Ρόντος είναι Καθηγητής Κοινωνικής Δημογραφίας και Στατιστικής του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
EUROSTAT Database, 2024, “On line data”, retrieved on 4/7/224 from https://ec.europa.eu/eurostat/data/database.
Reynolds and Mansfield, (1999) “The effect of changing attitudes to marriage on its stability” in “High Divorce Rates: The State of the Evidence on Reasons and Remedies ; Reviews of the Evidence on the Causes of Marital Breakdown and the Effectiveness of Policies and Services Intended to Reduce Its Incidence”, Vol.1, John Simons (ed), Lord Chancellor’s Department, Research Secretariat, One Plus One Organisation, G.B.
Rontos K. (2007) «Prospects for a new family formation and for its impact on fertility: Some research evidence from Greece”, Statistical Review, Vol. 3, No 1.
Rontos K., Roumeliotou M., Salvati L. and Syrmali M-E, (2017) “Unravelling attitudes towards marriage and cohabitation: empirical evidence from female university students in Greece”, Demografia, 60(5).
Ρόντος Κ., (2021), «H δημογραφική πραγματικότητα, οικονομική κρίση και η (μη) ασκηθείσα πολιτική από τα κόμματα στην Ελλάδα», στο «Αντι-σύστημα στην Εξουσία: Κριτική Αποτίμηση της Συγκυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΝΕΛ, Υπεύθυνοι έκδοσης Μ. Μαραγκουδάκης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.