Κάθε φορά που το ημερολόγιο βαδίζει προς μια κορύφωση θρησκευτικής γιορτής μέσα στο χρόνο, συνηθίζω να επιστρέφω σε μια παπαδιαμαντική ανάγνωση. Είναι κάτι σαν εσωτερικός εκκλησιασμός, σαν προσκύνημα σε ένα μυστικό ξωκκλήσι. Η γραφή του μεγάλου μας κοσμοκαλόγερου έχει κάτι από αυτό το ιδανικά λιτό, το χαμηλόφωνα ταπεινό που έχουν τα ξωκκλήσια: oύτε δυσθεώρητα, αλαζονικά ύψη καθεδρικών, ούτε χρυσόλαμπρους πολυελαίους και μαρμαρένιους θρόνους μεγαλόπρεπων ναών· τίποτε το κραυγαλέο και το εκκωφαντικό.
Η γραφή του ανοίγει ένα ερημοκκλήσι, όπου τη σκοτεινάδα του τρυπούν οι αχτίνες μέσα από τα μικρά θυρώματα και τους σιδερένιους σταυρούς των οφθαλμών στους ασβεστωμένους τοίχους του, και όπου οι αγιογραφίες των παλιών μαυρισμένων εικονισμάτων του σε κοιτούν με εκείνη την οικεία, προγονική σοφία τους μέσα από το παλιό δρύινο εικονοστάσι.
Οι παπαδιαμαντικές αναγνώσεις είναι μικρές επιστροφές στα παιδικά μας χρόνια, στην αγνότητα των πρώτων μας αισθήσεων και της πρώτης αισθητικότητας του κόσμου μας· είναι μια μυστική επίσκεψη στα θησαυρισμένα των μύχιων της καρδιάς, ακατάληπτα τις περισσότερες φορές στους άλλους, με όλα τα νοητά, εμπειρικά και αισθητηριακά σημαινόμενα μιας εσωτερικής πατρίδας. Είναι, επίσης, μέθεξη σε μια ορθοδοξία ανθρώπινη, στα μέτρα ενός κοινού βιωματικού κώδικα απέναντι στο θείο, ανυπόταχτου στη θεολογική και εκκλησιαστική αυστηρότητα, ταγμένη στη γλυκύτητα των στίχων του Ψαλτηρίου και του ιλαρού εσπερίου φωτός. Είναι, τέλος, μετάληψη στην καλοσύνη που μας γεννούν αβίαστα οι ρυτιδιασμένες από των ανθρώπων τα βάσανα μορφές των ηρώων του.
Σε αυτές τις μορφές συγκαταλέγεται ο υπερήφανος, πεισματάρης και συγχρόνως συντετριμμένος από τις συμφορές Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που τον ανασταίνει αριστουργηματικά στο Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου η γραφή του μεγάλου Σκιαθίτη. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου του 1906, στο περιοδικό Παναθήναια, και τοποθετείται στην τρίτη περίοδο δημιουργίας του συγγραφέα, όταν η γραφή του πλάθει περισσότερο προσωπογραφίες ντοστογιεφσκικού τύπου για τους ήρωές του, εικονισμούς προσώπων με ψυχογραφική ανάπλαση και με φόντο ένα κοινωνικό-θρησκευτικό σκηνικό.
Το διήγημα ανοίγει αυλέα σε ένα στατικό σκηνικό ερήμωσης και εγκατάλειψης, όπου ο Φραγκούλης, προπαραμονή της μεγάλης γιορτής, κάθεται μόνος του και ρεμβάζει στο εκκλησάκι του, στον δικό του ναϊσκο της Παναγίας της Πρέκλας, στο πατρογονικό του κτήμα. Ο ρεμβασμός του δεν έχει τίποτε από την ανέμελη ανάταση ενός φυσιολατρικού λυρισμού, ούτε κάτι από αυτάρεσκη νοσταλγική αναπόληση, ούτε κάποια μυστικιστική προσήλωση στην ιερότητα της θρησκευτικής εορτής. Ο ρεμβασμός του εκρέει την πίκρα ενός απολογισμού ζωής.
Ο Φραγκούλης διήνυσε μια τροχιά βίου από τα υψιπετή μιας νιότης εύρωστης, ευσταλούς, υπερήφανης, ανάμεσα σε κτήματα, πλούσιο βιός και μια πολυμελή χαρούμενη οικογένεια που του χάρισε η όμορφη, ψηλή γυναίκα του, η Σινιωρίτσα, και φτάνει στα χαμηλά, «εἰς τὸν οὐδόν τοῦ γήρατος», με την οριστική διάλυση του γάμου του και το χωρισμό, τη φτώχεια και κυρίως το σπαραγμό του για το χαμό της μικρής του Κόμπως, του τελευταίου του παιδιού, τοῦ εὐάγωγου. Ένας πρώην προεστός, καταγόμενος «ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου» ήταν ο Φραγκούλης, με την υπερήφανη ευγένεια και τη γνησιότητα ενός ανθρώπου που δεν είχε συλλογισθεί ποτέ ανατροπές του βίου, «οὔτε τὸν ἔμελλε ποτέ του περὶ χρημάτων».
Στους αναβαθμούς αυτής της καθοδικής τροχιάς, παρελαύνουν τα βάσανά του: χρονιές στείρες, «δυστυχισμένες» χωρίς σοδειά, μια κοινωνία που αλλάζει, όπου χάνεται η παραγωγή και εμφανίζεται το πονηρό εμπόριο των «φερτών» των επήλυδων τοκογλύφων, η απώλεια των καλύτερων κτημάτων του -βορά στους ληστρικούς εμπόρους του χρήματος-, και κοντά σε αυτά τα εξωγενή καταστροφικά, ο τραγικός αυτό-καταστροφικός χαρακτήρας του Φραγκούλη (το πάντα ένδον κακόν των παπαδιαμαντικών ηρώων): υπερήφανος, αλλά και τρυφερός, εγωιστής αλλά και ευάλωτος, οργίλος και φίλερις, όπως φαίνεται από το διακεκομμένο έγγαμο βίο του που δεν θα μπορέσει τελικά να κρατήσει: «ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς,… ἢτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικόν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας την Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾽ ὅσον τρυφερός ἦτον εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργός εἰς τὴν ὀργήν. Ὤ ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων!»
Το διήγημα χτίζεται σε ένα τότε, δεκαπέντε χρόνια πριν, παραμονή δεκαπενταύγουστου, και στο τώρα που βιώνει ο Φραγκούλης, επίσης παραμονές της Παναγίας: στο τότε, που το ανθηρό βιός του περιελάμβανε κτήματα, σπίτια, πλούτο, και στο τώρα «ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων», με «τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς»· στο τότε, όταν «τὸ ωραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου» που φορούσε ήταν κόκκινο, και στο τώρα που «ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον» · τότε, που η χαρά του εκδηλωνόταν με την ακατάσχετη ψαλτομανία του, και τώρα, με το μοναχικό ακούσιο ψέλλισμα του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα στην Παναγία· τότε, όταν αντηχούσε ο κόσμος από τον ψαλτικό του οίστρο και ενοχλούνταν οι γυναίκες που δεν ακουγόταν τα ονόματα που είχαν γράψει στα ψυχοχάρτια για να μνημονεύσει ο παπάς («Ἐννοοῦσαν νἀ τ᾽ ἀκούη κι ὁ Θεός, κι ἡ Παναγία, κι ὅλος ο κόσμος»), και τώρα, όπου «ὡς φιλέρημος γέρων καπνίζη ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ» και όπου « ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλάν ἀνέθρωσκε καὶ ἀνέβαινε εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ καὶ νὰ χάνωνται μετ᾽ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον»· τότε η γιορτή της Παναγιάς ήταν πανηγύρι και μάζευε παπά, ψάλταδες, γυναίκες, τη γυναίκα και τα παιδιά του, και η χαρά του ήταν τόση, ώστε η ψαλτική του φωνή δεν άφηνε τον καημένο «κυρ-Δημητρόν τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ νὰ λέγει κι αὺτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξη… διότι, ὁ Φραγκούλας μὲ τὴν γερὴν κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε κι ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκεἰνου».
Όλη η αφήγηση χτίζεται στο τότε του σφρίγους, και στο τώρα της μοναχικής θλίψης και μιας τελευταίας ψαλτικής κραυγής του ήρωα που ακουσίως «ἤρχισε νὰ μέλπῃ: Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε Γεθσημανή τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, Καὶ Σὺ Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα». Η τότε γιορτή και πανήγυρις εύχεται τώρα να είναι η πανήγυρις της εκδημίας του.
Συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, πάντα, η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Τότε τού έδωσε ένα τελευταίο ερωτικό σμίξιμο με τη γυναίκα του και ένα νέο βλαστάρι, τη γέννηση της Κόμπως, και τώρα του έδωσε την ερημιά και το θάνατο του νεαρού κοριτσιού:
« Ὤ! Ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, … ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἀβρόν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθεῖ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονήν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου καὶ νὰ καπνίζη μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν… ἀναλογιζόμενος τόσα άλλα … καὶ νὰ ἐκχύνη τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελωδίας πρὸς τὴν Παναγίαν. “ Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε….”».
Υπορρήτως προβάλλει στο κείμενο το αρχετυπικό απομεινάρι της συλλογικής μνήμης του κόσμου του Παπαδιαμάντη, το προγονικό παράλληλο της πτώσης του βυζαντινού βασιλιά που κυκλώνεται από τους εχθρούς, όπως ο ήρωας, εδώ, που κυκλώνεται από τις συμφορές. Ο Παπαδιαμάντης το υπο-ψιθυρίζει τεχνηέντως στον αναγνώστη:
«Ἔλεγε τὸν Μέγα Παρακλητικό Κανόνα, τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγωδούνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγωδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμούς, ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη».
Λυπηρές μεταβολές της ιστορίας που στοιχίζονται στο διήγημα στη ζωή του ξεπεσμένου προεστού, σε δύο χρονικά ορόσημα της ζωής του. Η ζωή και οι περιπέτειές της ιδωμένες μέσα από τους δυο τόσο διαφορετικούς δεκαπενταύγουστους της ζωής του Φραγκούλη· γιατί οι γιορτές γίνονται εν τέλει το ρολόι και η ζυγαριά της ζωής μας, πάντα ένα τραγικό εκκρεμές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα.
“Νά ποῦ βρίσκεται ἡ ἀληθινή μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη. … Οἱ νύχτες του, ἐλαφρές σάν τὀ γιασεμί ἀκόμη καί ὅταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν ἐπάνω στήν ψυχή μας σάν μεγάλες πεταλοῦδες πού ἀλλάζουν ὁλοένα θέση, ἀφήνοντας μιά στιγμή νά δοῦμε στά διάκενα, τήν χρυσή παραλία, ὅπου θὰ μπορούσαμε νά ᾽χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς ἁμαρτία. Εἶναι ἐκεῖ πού βρίσκεται τό μεγάλο μυστικό. Αὐτό τό «θά μπορούσαμε» εἶναι ὁ οἴακας πού δέ γίνεται νά γυρίσει, μόνο μᾶς ἀφήνει μέ τό χέρι μετέωρο, ἀνάμεσα πίκρα καί γοητεία, προσδοκώμενο καί ἄφταστο.” (Ο. Ελύτης, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, σελ. 52-53).
Αυτή είναι η εξαγνιστική δύναμη της γραφής του μεγάλου Σκιαθίτη. Ένα τρυφερό σκύψιμο στων ανθρώπων τα βάσανα, μια ειρηνευτική συμφιλίωση και καταλλαγή με τη μοίρα μας, με τις αέναες τροπές αυτού του κύκλου που βρεθήκαμε να περπατούμε εν αγνωσία. Και μέσα στην παραζάλη της τροχιάς, ο άνθρωπος πού και πού να κάθεται, να ρεμβάζει και να ειρηνεύει εντός του, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Όναρ, σκιά, καπνός. Γιατί μόνο οι κυανοί κύκλοι του καπνού φαίνεται εν τέλει να φιλοσοφούν τη ζωή μας.
Η κ. Μαρίνα Δετοράκη διδάσκει στο Τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.