Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, όταν πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος και η κορύφωση του ελληνικού καλοκαιριού, σκέφτομαι τον Τσίου, τον ήρωα της ταινίας του Μάκη Παπαδημητράτου (2005). Πώς είναι να είσαι εξαρτημένος από ουσίες σε μια άδεια πόλη, με τον ντίλερ σου να είναι διακοπές; Η ταινία έγινε δικαίως καλτ και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, γνωρίζοντας μετά από χρόνια και θεατρική μεταφορά, γιατί επισημαίνει αυτό που όλοι ξέρουν αλλά κανείς δεν παραδέχεται: η πόλη το καλοκαίρι είναι εφιαλτική. Και παρά τις αισθητικές εξιδανικεύσεις της άδειας Αθήνας τον Αύγουστο, αυτοί που ξεμένουν σ’ αυτή είναι όσοι – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Η επιλογή να δειχθεί το βραχυκύκλωμα που προκαλείται στην άδεια πόλη μέσα από τα μάτια ενός τοξικοεξαρτημένου είναι ουσιώδης στον βαθμό που δείχνει αυτό που ο Ουίλιαμ Μπάροουζ αποκαλούσε «άλγεβρα της ανάγκης»: τα ναρκωτικά απαιτούν πρόσβαση στην αναγκαία δόση τη σωστή στιγμή. Αυτό προϋποθέτει ένα καλοκουρδισμένο σύστημα μεταφοράς και διακίνησης που δεν γίνεται να ευδοκιμήσει παρά μόνο σε ένα νεωτερικό περιβάλλον, όπως αυτό της μεγαλούπολης. Ο Μπάροουζ παίζει χιουμοριστικά με την ιδέα στα «Χριστούγεννα του πρεζάκια», ένα διήγημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή Διαζώνη (εκδ. Τόπος) και περιγράφει το αντίστοιχο του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου στην Αμερική: Τα Χριστούγεννα. Ο ήρωας και εκεί περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα αναζητώντας την πολύτιμη δόση του και μπλέκοντας σε ένα σωρό γκροτέσκες περιπέτειες.
Τι μας νοιάζουν εμάς οι τοξικοεξαρτημένοι, θα μου πείτε. Μάλλον θα έχετε δίκιο, αν σκεφτεί κανείς και τις κυβερνητικές προθέσεις για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση που ουσιαστικά καταργεί τα προγράμματα απεξάρτησης, όπως τουλάχιστον καταγγέλλουν όσοι και όσες τα στελεχώνουν επιστημονικά. Ας πούμε λοιπόν, για να μην μπλέκουμε με περίπλοκα ζητήματα μέσα στις ζέστες, πως η εξάρτηση είναι μια αλληγορία των καθημερινών μας άτυπων προσδέσεων σε ένα πολύπλοκο πλέγμα κοινωνικών υποσυστημάτων. Σε μια λίγο ως πολύ αφηρημένη δομή που δεν ελέγχουμε, αλλά αφηνόμαστε πάνω της με εμπιστοσύνη. Μέρες σαν αυτές δείχνουν πως η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να είναι πλέον αδιαπραγμάτευτη. Κανείς δεν καταλαβαίνει πιο εύκολα τι εννοούν οι κοινωνιολόγοι όταν μιλάνε για την «κοινωνία της διακινδύνευσης» από κάποιον που μένει πίσω στην Αθήνα τον Αύγουστο.
Τα συνεργεία καθαριότητας κάνουν τις διακοπές τους, τα συνεργεία συντήρησης ανελκυστήρων επίσης. Ο κίνδυνος μπλακάουτ μάς κάνει να συνειδητοποιούμε τη σημασία του παλιού αναρχικού συνθήματος: «Ο πολιτισμός σας χάνεται όταν κοπεί το ρεύμα». Μαγαζιά κλείνουν, καθιστώντας ακόμα και τούτη, τη βασίλισσα των σύγχρονων κοινωνιών μας, την κατανάλωση, ευάλωτη. Ο περιπατητής στην άδεια πόλη αισθάνεται σαν ήρωας δυστοπικού διηγήματος επιστημονικής φαντασίας (βοηθά ασφαλώς και ο καπνός από τις φωτιές), και συχνά – φαντάζομαι – αναρωτιέται τι κακό βρήκε τον πλανήτη για να έχει ερημώσει έτσι μια πρωτεύουσα. Σαφώς βέβαια είναι σε καλύτερη μοίρα από την περιπατήτρια, που ανάμεσα στα άλλα έχει να αντιμετωπίσει και έναν μεγαλύτερο κίνδυνο σεξουαλικής επίθεσης: οι άδειοι δρόμοι και οι μειωμένες αστυνομικές περιπολίες καθιστούν πιο εύκολο το έργο των επίδοξων κακοποιητών.
Οι μόνες που φαίνεται να επηρεάζονται θετικά είναι οι κατσαρίδες. Κυνηγημένες συνήθως, θα βρουν στην άδεια πόλη την ιδανική επικράτεια για να σουλατσάρουν ελεύθερες. Αν και αυτές είχαν ανακαλύψει την έννοια «κοινωνία της διακινδύνευσης», πολύ προτού μιλήσει για αυτήν ο άνθρωπος.