Μεγάλες είναι και οι απώλειες που προκαλούν στην ελληνική οικονομία οι φυσικές καταστροφές, όπως για παράδειγμα η τεράστια φωτιά στην Αττική. Η κλιματική κρίση (πέραν των πολιτικών ευθυνών της κυβέρνησης) είναι παρούσα και δημιουργεί κόστος, το οποίο αναμένεται να είναι πολύ υψηλό και τα επόμενα χρόνια.
Άλλωστε και τα όσα μέτρα ενίσχυσης ανακοίνωσε χθες η κυβέρνηση, αποτυπώνουν το γεγονός της ύπαρξης κόστους.
Πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ανέφεραν στον ΟΤ ότι το ακριβές κόστος θα υπολογιστεί μετά την καταγραφή των ζημιών και την έκταση των αποζημιώσεων», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο τα χρήματα να προέλθουν από τον τρέχοντα προϋπολογισμό ή ακόμη και να χρειαστεί συμπληρωματικός.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι μόνο το κόστος του πρώτου πακέτου μέτρων στήριξης που ανακοίνωσε το υπουργείο Εσωτερικών υπερβαίνει τα 4 εκατ. ευρώ.
Το ζήτημα αυτό είναι καταφανώς και γενικότερο σε σχέση με την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Σε οικονομικούς όρους, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα (2100) υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την πιο πρόσφατη επικαιροποίηση της έκθεσης «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα».
Αξίζει να σημειωθεί πως τα δάση που καίγονται, οι καλλιέργειες που καταστρέφονται, αλλά και ο τουρισμός που θα μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία αντικατοπτρίζονται σε αυτό το κόστος.
Το σημείο καμπής του 2050
Η δεκαετία του 2050 αποτελεί το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα δεν θα μπορεί να γίνει αντιστρεπτή, επισημαίνει η έκθεση. Μεταξύ άλλων, η βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, θα αυξηθεί η συχνότητα των ακραία έντονων βροχοπτώσεων. Επίσης, οι πυρκαγιές θα γίνουν συχνότερες: 10 έως 20 μέρες περισσότερες θα καίγονται τα δάση μας μέχρι τα μέσα του αιώνα και 15-50 μέρες έως τα τέλη του αιώνα. Την ίδια ώρα, θα ανεβαίνει και η στάθμη της θάλασσας: κατά 15-20 εκατοστά έως τα μέσα του αιώνα και κατά 20-80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του.
Η μελέτη μελετά και τις πιο περιοχές στην κλιματική αλλαγή, με στόχο να σχεδιαστεί μια αποτελεσματική εθνική πολιτική προσαρμογής σε αυτήν. Η τρωτότητα εκτιμάται με βάση φυσικά, αλλά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τις δασικές πυρκαγιές, οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, στη Δυτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.
Σε ό,τι αφορά τις μεταφορές, ιδιαιτέρως αρνητικά σημάδια εμφανίζει η Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.
Επιπτώσεις στη γεωργία
«Καμπανάκι» κινδύνου κρούουν τα συμπεράσματα της μελέτης για τις επιπτώσεις στη γεωργία, εξετάζοντας ειδικά την περίπτωση της Θεσσαλίας και ό,τι συνέβη πέρυσι τον Σεπτέμβριο με τον Daniel. Μεταξύ άλλων προβλέπεται μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και του βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο έως το τέλος του αιώνα. Ειδικά στα ρηχά και επικλινή εδάφη οι αποδόσεις του βαμβακιού και του αραβοσίτου εκμηδενίζονται στο δυσμενέστερο σενάριο. Γι’ αυτό και η μελέτη προτείνει μια σειρά μέτρων, όπως ο περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι τo 2011, όταν η Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος, έπειτα από μελέτες και έρευνες δύο και πλέον ετών, δημοσίευσε τα πρώτα της αποτελέσματα, δημιούργησε μία νέα θεώρηση στα θέματα της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Η ΕΜΕΚΑ αποτίμησε το κόστος των προβλεπόμενων κλιματικών μεταβολών για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, σχεδόν 200 δισ. ευρώ έως το 2100 με 2% προεξοφλητικό επιτόκιο, αλλά και το όφελος, της τάξης του 30%, από τη λήψη μέτρων προσαρμογής.
Παγκόσμιο πρόβλημα
Πάντως, για φέτος, το κονδύλι για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών που εμπεριέχεται στον προϋπολογισμό του 2024 ανέρχεται σε 600 εκατ. ευρώ και μένει να φανεί το εάν θα είναι τελικά επαρκές. Παράλληλα θα πρέπει να υπνθυμιστεί πως η κυβέρνηση έχει θεσπίσει έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ της τάξης του 10% που αφορά ιδιοκτήτες, οι οποίοι ασφαλίζουν τις κατοικίες τους έναντι φυσικών καταστροφών (βέβαια δεν εντάχθηκαν διαμερίσματα τα οποία δεν είχαν ασφαλιστεί έναντι πλημμυρών, όπως ήταν αναμενόμενο, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις).
Πάντως, το πρόβλημα είναι προφανώς και διεθνές, καθώς η Κλιματική Κρίση πλήττει όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερα από 250 δισ. δολάρια σε ζημιές κόστισαν στον κόσμο οι καταστροφικές καταιγίδες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη και μια σειρά καταστροφικών σεισμών το 2023, σύμφωνα με νέα έκθεση της μεγαλύτερης αντασφαλιστικής εταιρείας στον κόσμο.
Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τους προηγούμενους μήνες, ο γερμανικός κολοσσός αντασφαλίσεων Munich Re ανακοίνωσε ότι οι φυσικές καταστροφές το 2023 είχαν ως αποτέλεσμα παγκόσμιες οικονομικές απώλειες περίπου αντίστοιχες με εκείνες του προηγούμενου έτους, ενώ οι ασφαλισμένες ζημίες για το έτος ανήλθαν σε 95 δισεκατομμύρια δολάρια (από 125 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022). .
Η Munich Re ανέφερε ότι τα στοιχεία χαρακτηρίζονται από τον μεγάλο αριθμό ισχυρών περιφερειακών καταιγίδων, σημειώνοντας ότι περιουσιακά στοιχεία περίπου 66 δισεκατομμυρίων δολαρίων καταστράφηκαν από καταιγίδες στη Βόρεια Αμερική πέρυσι, εκ των οποίων τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν ασφαλισμένα. Στην Ευρώπη, οι απώλειες από καταιγίδες ανήλθαν σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 8 δισεκατομμύρια ήταν ασφαλισμένα.
Οι συντάκτες της έκθεσης ανέφεραν ότι τόσο υψηλές απώλειες από καταιγίδες ήταν άνευ προηγουμένου για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η Munich Re προειδοποίησε ότι τα στατιστικά στοιχεία για τις απώλειες από καταιγίδες, που μερικές φορές αναφέρονται ως «δευτερεύοντες κίνδυνοι» ή μικρότερα έως μεσαίου μεγέθους γεγονότα, είναι πιθανό να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια.
Η κλιματική κρίση κάνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα πιο συχνά και πιο έντονα.
ΠΗΓΗ: ot.gr