Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 γεννιόταν σε ένα χωριό της Νάξου η Στέλλα Κονιτοπούλου, σίγουρα δεν ήξερε ακόμα τι θα σήμαινε αργότερα η οικογένεια των Κονιτόπουλων για την ελληνική παράδοση, ούτε και υποψιαζόταν ότι θα έβαζε, δύο δεκαετίες πιο μετά, κι η ίδια τη σφραγίδα της στο παντοτινό soundtrack του Δεκαπενταύγουστου με τη συμμετοχή της στον δίσκο του Γιάννη Πάριου «Τα Νησιώτικα», που κλείνει μέσα του την πεμπτουσία της γαλανόλευκης, το παρεΐστικο πνεύμα των καλοκαιρινών διακοπών στην Ελλάδα, τον ήχο της παράδοσης και τα πιο απλά στιχάκια βγαλμένα από τα βάθη των αιώνων, ντυμένα με λαούτο, με βιολί και με τον άνεμο του Αιγαίου.

Μιλώντας στο «Βήμα» με το ίδιο τρακ που είχε όταν πρωτοανέβηκε δεκατριών χρονών στο πάλκο στο «Μουράγιο», η Στέλλα Κονιτοπούλου ανακαλεί τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα που πλημμύρισαν την ψυχή της στο καφενείο του πατέρα της και ύστερα στο σπίτι όπου η μητέρα της, Αγγελική Κονιτοπούλου, έκανε πρόβες τα νησιώτικα με τον παππού. Θυμάται το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε μπροστά σε κοινό, την πρώτη «επανάσταση» που έκανε όταν σταμάτησε το σχολείο για να γίνει τραγουδίστρια και τα αμέτρητα όχι που χρειάστηκε να πει για να γίνει αυτή που είναι σήμερα.

Μια ανάσα πριν την ιερή στιγμή του Δεκαπενταύγουστου, που φέρνει γύρω από το ίδιο τραπέζι έστω και για λίγες ώρες την ελληνική οικογένεια, η Στέλλα Κονιτοπούλου ανασύρει από τη μνήμη τις μάχες που έδωσε όταν τα νησιώτικα βγήκαν για λίγο εκτός «μόδας» και μας εξηγεί τη σημασία της οικογενειακής πίστης στην παράδοση αποκωδικοποιώντας τη μαγεία των παραδοσιακών τραγουδιών που δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο ενώ στέκεται για λίγο και στις πιο σημαντικές συνεργασίες της με ονόματα μυθικά όσο και το δικό της. Λίγο πριν πατηθεί το “Play” για τον καθιερωμένο, εορταστικό Ικαριώτικο του Δεκαπενταύγουστου και πιαστούν οι παρέες από τα μπράτσα για χορούς κυκλωτικούς, η Στέλλα Κονιτοπούλου διηγείται τη ζωή της «Σε πρώτο Ενικό», αποκαλύπτοντας, εκτός των άλλων, το αιώνιο «beef» της με τον Γιάννη Πάριο, το αγαπημένο της παραδοσιακό τραγούδι αγάπης, το νησιώτικο που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή της καθώς και το ελληνικό τραγούδι που για εκείνη θα συμβολίζει πάντα τον Δεκαπενταύγουστο.

Στέλλα, σε ευχαριστούμε για όλα, χρόνια μας πολλά κι ας κρατήσουν οι χοροί!

*Όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια στη Νάξο, έρχονται στο μυαλό μου οι πιο χαρούμενες εικόνες και οι πιο ανέμελες. Στα χωριά, τους ανθρώπους τους ξεχωρίζουν από τα διάφορα παρατσούκλια. Εμένα με είχαν ονομάσει «ξυπνητήρι» γιατί σηκωνόμουν από τις έξι και χτυπούσα τις πόρτες των συγχωριανών για να τους ξυπνήσω. Δεν ήμουν ήσυχη. Είχα ενέργεια πολλή.

*Ο πατέρας μου είχε το καφενείο στο χωριό (σ.σ. Κινίδαρος) με το πρώτο πικάπ. Του άρεσε η λαϊκή μουσική. Εκεί άκουγα θυμάμαι Καζαντζίδη, Γαβαλά, Τσιτσάνη, όλους τους παλιούς. Και στο σπίτι άκουγα τη μαμά με τον παππού που έκαναν πρόβες τα νησιώτικα. Το καφενείο λεγόταν «Στου Νικολαρά» – το παρατσούκλι του πατέρα μου – τώρα λέγεται «Στου Βασιλαρακιού», το έχει ο ξαδερφός μου και γίνεται ακόμα χαμός.

*Όταν ήμουν έξι, ήρθαμε στην Αθήνα. Στα οχτώ μου θυμάμαι άκουγα Μαρίζα Κωχ. Τραγουδούσα επάνω στη φωνή της ακριβώς, άκουγα τη φωνή μου και έλεγα, «Παναγία μου, από πού βγαίνει αυτό;». Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι κατάλαβα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Πίεσα τη μαμά μου να με γράψει στο Εθνικό Ωδείο, στην Πλατεία Βάθη όπου έκανα σπουδές, φωνητικής, σολφέζ, με πολύ σπουδαίες δασκάλες.

*Δεκατριών χρονών ξεκίνησα να τραγουδάω επαγγελματικά στο «Μουράγιο», στο μαγαζί που είχε η οικογένειά μου, στο τέρμα Πατησίων στην Αγία Βαρβάρα.

*Την πρώτη χρονιά έλεγα το «Μεγάλη Στιγμή», που ήταν τότε το σουξέ της Μπέσσυς Αργυράκη, και μετά έφευγα γιατί είχα σχολείο την άλλη μέρα. Δώδεκα ήμουν σπίτι.

*Μόλις τελείωσα την Γ’ Γυμνασίου, σταμάτησα το σχολείο. Δεν πήγα στο Λύκειο. Τότε επειδή ήμουν πολύ μικρή δεν σκεφτόμουν τι θα προκύψει μετά. Η μητέρα μου φώναζε, μου έλεγε «θα το μετανιώσεις». Εγώ στενοχωρήθηκα εκ των υστέρων, εκείνη τη στιγμή που το άφηνα δεν με πείραζε γιατί έβγαζα αρκετά χρήματα και ένιωθα ότι έτσι θα γίνεται πάντα. Με είχε κάπως «ξελογιάσει» όλο αυτό. Ήταν, όμως, από τη μία πλευρά, καλό γιατί από πολύ μικρή ήμουν αυτόνομη. Ξεκίνησα στη ζωή και δεν είχα ανάγκη κανέναν, ούτε την ίδια μου τη μητέρα. Παντρεύτηκα και αγόρασα μόνη μου το σπίτι μου, τα έπιπλά μου. Ήμουν οικονομικά ανεξάρτητη. Και ήμουν σίγουρη ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, να τραγουδάω. Στα 21 μου είχα πια μεγάλη εμπειρία.

*Τότε δουλεύαμε 6 – 7 μέρες την εβδομάδα. Το «Μουράγιο» ήταν το νησιώτικο μαγαζί της Αθήνας και ερχόταν κόσμος από όλη την Ελλάδα. Το βράδυ που βγήκα για πρώτη φορά να τραγουδήσω, το είχα σχεδιάσει με τον θείο μου, τον Βαγγέλη Κονιτόπουλο, τον αδερφό της μαμάς μου, ο οποίος έκανε την ενορχήστρωση του προγράμματος. Και έτυχε εκείνο το βράδυ και ήταν ο χορός του συλλόγου του χωριού μου. Τα είχα συνδυάσει όλα για να αισθάνομαι οικεία. Βγήκα και είπα το «Καμπάνα του εσπερινού» της Χάρις Αλεξίου. Όση ώρα ήμουν στην πίστα και μέχρι να τελειώσει το τραγούδι, ήμουν ακίνητη. Η μαμά μου ήταν στα καμαρίνια πάνω. Τραγούδησα χωρίς να το ξέρει. Δεν ήθελε να βγω να τραγουδάω. Με το που με άκουσε, κατέβηκε κάτω με άγριες διαθέσεις. Πέφτω κι εγώ στην αγκαλιά της κλαίγοντας και της λέω, «εγώ θα γίνω τραγουδίστρια». Και λες και το κατάλαβε αμέσως και δεν συνέχισε, δεν είπε τίποτα.

«Τα «όχι» φτιάχνουν τις καριέρες»

*Η μαμά μου μού είχε πει ότι «για να γίνεις τραγουδίστρια, θα πρέπει να έχεις γερό στομάχι. Αν έχεις γερό στομάχι, τότε θα ανταπεξέλθεις σε όλα».

*Όταν πήγα να τραγουδήσω στο στούντιο για τον δίσκο του Γιάννη Πάριου «Τα Νησιώτικα» είχα πολύ άγχος. Για μένα ήταν κάτι το φοβερό. Και σαν παιδάκι που ήμουν 16 χρονών τότε, έτρεμα. Θυμάμαι ήμουν σφιγμένη και αγχωμένη καθ’ όλη τη διάρκεια. Αλλά εκείνος με ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Η πλάκα είναι ότι κάποια στιγμή είπε, «όλοι έξω, αφήστε τη Στέλλα μόνη της να το κάνει». Δεν το πίστευα. Πρώτο από όλα ηχογραφήσαμε το »Να σ’ αγαπώ ήντα ‘θελα». Και στο ρεφρέν τραγουδούσα ίδια οκτάβα με τον Γιάννη.

*Για μένα ο Γιάννης (Πάριος) ήταν τα πάντα. Μου φέρθηκε σαν να είναι πατέρας μου. Και δεν μου είπε πάρα πολλά. Απλώς, εγώ δίπλα στον Γιάννη που βρέθηκα – και ήμουν ευλογημένη από τον Θεό – αφουγκραζόμουν τα πάντα. Θυμάμαι τραγουδούσε από ό,τι τόνο να είναι. Ούτε κι αυτός δεν ήξερε το εύρος της φωνής του και το μεγαλείο του. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει. Έμπαινε από όπου ήθελε και η ορχήστρα τον ακολουθούσε. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς. Έχει τεράστια έκταση και στα χαμηλά και στα μεσαία και στα ψηλά. Καθόμουν και τον έβλεπα πώς κάνει τις πρόβες του. Παρατηρούσα πώς μιλάει στους μουσικούς. Πώς τραγουδάει σε εκείνο το σημείο. Σε ποιο τραγούδι τα δίνει όλα. Τη συμπεριφορά του πάνω στη σκηνή. Γενικά ήταν ένα μεγάλο σχολείο.

*Κανόνας της οικογένειας είναι να συνεχίζουμε την παράδοση όπως τη μάθαμε από τους προγενέστερους. Σήμερα τα νησιώτικα έχουν αλλοιωθεί πολύ από τις διάφορες παρεμβάσεις. Εμείς επιμένουμε παραδοσιακά.

*Όταν ακούω τη λέξη «Ελλάδα», η εικόνα που μου έρχεται είναι το μπλε του Αιγαίου και η ελληνική σημαία. Και όταν τραγουδάω αυτό έχω πάντα στο μυαλό. Εκεί επάνω συγκεντρώνομαι την ώρα που θα πιάσω το μικρόφωνο. Και έχω ανάγκη να το σκέφτομαι για να μπορώ να αποδώσω.

*Αυτό που κάνει ένα παραδοσιακό τραγούδι να μιλάει κατευθείαν μέσα μας είναι η καθαρότητα, η απλότητα. Είναι πολύ καθαρό το νόημα. Γιατί παλιά έτσι ήταν τα πράγματα. Απλά και καθαρά.

*Αγαπημένο μου τραγούδι παραδοσιακό με θέμα την αγάπη είναι το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία».

*Το νησιώτικο που μιλάει στην ψυχή μου είναι ένας μπάλος σμυρναίικος που λέει, «Ωραία που είναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει».

*Είναι πολύ θετικό ότι τα νέα παιδιά πάνε στα πανηγύρια. Σε αυτό θεωρώ έχει συμβάλλει πολύ και το ότι υπάρχουν σύλλογοι με παραδοσιακά χορευτικά και τα παιδιά ευχαριστιούνται να πάνε μετά σε ένα πανηγύρι για να δείξουν ό,τι έχουν μάθει.

*Το 1994 βγήκε ο δίσκος μου «Ένα με τη θάλασσα» με το «Όπου και να πάω χάνομαι». Γνωστός, όμως, έγινε το 1996 όταν με έβγαλε ο Γιάννης Πάριος στην τηλεόραση που τον τραγουδήσαμε μαζί και από την επόμενη μέρα άρχισε να πουλάει τρελά.

*Ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι είμαι κάτι, ότι είμαι «όνομα», ώστε να έχω έπαρση ή κάτι τέτοιο. Όπως ξεκίνησα από μικρό κοριτσάκι, έτσι συνέχισα μέχρι και σήμερα.

*Άμα έχεις αξία και δουλεύεις και δεν σταματάς, θα τα καταφέρεις. Εγώ με πείσμα, με επιμονή, με υπομονή, τα κατάφερα. Είχα στόχο. Από το ‘89 που γέννησα την κόρη μου και έφυγα από την οικογένεια γιατί δεν μπορούσαμε να είμαστε όλοι πια σε ένα μαγαζί, είπα «θα κάνω τη δική μου πορεία, αλλά θα την κάνω έτσι όπως θέλω εγώ». Και την έχτισα και είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό.

*Πάντα άκουγα τον στίχο. Εάν δεν μου έλεγε κάτι, δεν προχωρούσα να φτιάξουμε το τραγούδι.

*Τα όχι φτιάχνουν τις καριέρες.

*Έχω πει πάρα πολλά όχι. Μου έχουν κάνει πάρα πολλές προτάσεις για talent show. Εντάξει, πήγα στο “Just” φέτος αλλά είχε να κάνει με το τραγούδι. Στο “Dancing” μου είχαν κάνει πρόταση δύο φορές, είχα πει όχι. Γυμνό εξώφυλλο στο “Playboy” μου είχαν πει, είχα πει όχι. Με πήραν τηλέφωνο επειδή ήμουν τότε στα «πάνω» μου και θυμάμαι ούτε λεφτά δεν συζήτησα. Λέω, «είστε καλά;». Επίσης, έχω πει όχι σε εκπομπές που θεώρησα ότι δεν μου ταίριαζαν. Έχω πει όχι σε τραγούδια που ήταν σουξέ. Ακόμα και φορές που μπορεί να είχα θέμα επιβίωσης, έλεγα όχι γιατί προτιμούσα να νιώθω καλά εγώ.

«Αν ο Δεκαπενταύγουστος ήταν τραγούδι, θα ήταν το “Μες στου Αιγαίου”»

*Δεν έχω μετανιώσει για κανένα όχι που έχω πει. Ειλικρινά.

*Με τον Πάριο είχαμε πάντα “beef” για το ποιο είναι πιο ωραίο νησί, η Νάξος ή η Πάρος. Και το κάναμε και live. Όταν λέγαμε το κομμάτι «Στην Πάρο και στη Νάξο», του έλεγα εγώ, «Στην Νάξο και στη Νάξο» και έκλαιγε από τα γέλια και μετά εκείνος απαντούσε, «Στην Πάρο και στην Πάρο». Σήμερα πιστεύω ότι όλα τα νησιά είναι το ίδια ωραία. Ο Γιάννης νομίζω θα πιστεύει πάντοτε ότι η Πάρος είναι καλύτερη από τη Νάξο.

*Έχω συνεργαστεί με τον Βασίλη Καζούλη, με τον Γιάννη Γιοκαρίνη, με τους Magic De Spell, με τον Φίλιππο Πλιάτσικα. Είμαι πάντα ανοιχτή και μου αρέσει να δοκιμάζω πράγματα που είναι και έξω από μένα. Είναι κάτι σαν πρόκληση. Φέτος κάνω συναυλίες με τη Βασιλική Καρακώστα που έχουν τίτλο «Καλώς ανταμωθήκαμε» και παντρεύουν το λαϊκό τραγούδι με το έντεχνο.

*To 2000 όταν σταμάτησε το πολύ «φόρτε» του νησιώτικου, από εκεί που χτυπούσε το τηλέφωνό μου συνέχεια και ήμουν 24 ώρες απασχολημένη με συνεντεύξεις, ξαφνικά σταμάτησαν όλα. Βεβαίως οφειλόταν στο ότι στη μουσική όλα κάνουν τον κύκλο τους. Γιατί μετά τα νησιώτικα βγήκαν τα δημοτικά, μετά βγήκαν τα κρητικά και μετά τα ποντιακά. Αλλά εγώ τότε δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ. Άρχισα να έχω μια θλίψη, δεν ήθελα να βγαίνω έξω, κοιμόμουν όλη μέρα, δεν ήμουν χαρούμενη για τίποτα. Ίσως γιατί η μουσική για εμένα είναι η ζωή μου. Φυσικά, σε όλο αυτό με στήριξε η οικογένειά μου.

*Προσπαθούσα να πιέσω τον εαυτό μου και το έκανα. Είπα «θα σηκωθώ τώρα γιατί δεν το δέχομαι, έχω έναν εγωισμό μέσα μου». Συζητούσα με τον εαυτό μου και έλεγα «δεν μπορεί ρε Στέλλα να έχεις καταντήσει εσύ έτσι, πρέπει να το παλέψεις». Για να το ξεπεράσω, πήγα σε ψυχίατρο, πήρα αγωγή, έκανα συνεδρίες και σιγά – σιγά άρχισε πάλι κι η δουλειά. Το 2002, μετά από δύο χρόνια, ένιωσα ότι βγαίνω πια από αυτό.

*Όποιος αντιμετωπίζει δυσκολίες, προτείνω να απευθυνθεί σε ειδικό, γιατί μόνος του κανείς δεν μπορεί να τα καταφέρει, ακόμα και αν έχει τη στήριξη των δικών του.

*Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές ήταν πολύ απλοί. Έτσι ήταν και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ερχόταν στο «Διογένης Παλλάς» όταν συνεργαστήκαμε, χωρίς να κάνει «νάζια» στις πρόβες, πάντα συνεπής, πολύ φιλικός, με φωνή φανταστική ακόμα και τότε που ήταν εβδομηντατεσσάρων. Φοβερή συνεργασία. Αυτά τα έκανε ο κύριος Παπαθεοχάρης.

*Αισθάνομαι ευλογημένη για όλα αυτά που μου έχουν προκύψει, όλες αυτές τις συνεργασίες. Είχα βάλει έναν στόχο, να κάνω αυτό που αγαπούσα, αλλά ότι θα έχει αυτήν την εξέλιξη, για να είμαι ειλικρινής, δεν το περίμενα. Ήταν κάποιο χέρι μαγικό, ήμουν τυχερή, είχα άστρο; Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω.

*Μια θαυμάστριά μου μικρή από τα Χανιά, μου έστειλε ένα βίντεο όπου μου έλεγε: «γιορτάζω τα γενέθλια από την ημέρα που είμαι θαυμάστριά σου». Τρελάθηκα! Έκλεινε τρία χρόνια που ήταν θαυμάστριά μου και το γιόρταζε.

*Ο Φοίβος είναι πολύ ταλαντούχος. Έγραφε πάνω στον κάθε τραγουδιστή. Και σε μένα, έφερε τα τραγούδια πάνω στο ύφος μου. Με βοήθησε καλλιτεχνικά με επιτυχίες πρωτότυπες που έχουν μείνει μέχρι σήμερα.

*Όταν ανεβαίνω στη σκηνή έχω πάντα άγχος. Και τώρα, μάλιστα, έχω περισσότερο από παλιά.

«Με τον Πάριο είχαμε πάντα “beef” για το ποιο είναι πιο ωραίο νησί, η Νάξος ή η Πάρος»

*Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κόσμο που με στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πολύ σημαντικό. Πολλές φορές με έχει στηρίξει και σε δύσκολες καταστάσεις που έχω περάσει. Με έχει βοηθήσει και μόνο με το να έρθει να με ακούσει.

*Δεκαπενταύγουστος στην Ελλάδα για μένα είναι ο εορτασμός της Παναγίας και τα πανηγύρια στο νησί, στο μοναστήρι που πήγαινα μικρή, στην Παναγία τη Φανερωμένη στο Ακρωτήρι στη Νάξο.

*Αν ο Δεκαπενταύγουστος ήταν μουσικό όργανο, θα ήταν βιολί και λαούτο. Και αν ήταν τραγούδι, θα ήταν το «Μες στου Αιγαίου τα νησιά».

*Θα ήθελα να αφήσω ιστορία στο νησιώτικο τραγούδι. Να λένε ότι κάτι έκανα, ότι έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι, αυτό.

*Και μετά από 100 χρόνια, πιστεύω ότι τα Νησιώτικα θα μείνουν και ο κόσμος θα τα αγαπά.

Κεντρική φωτογραφία: Δημήτρης Καπάνταης