Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον επανέφερε στο προσκήνιο τη σημασία της στρατηγικής πρόβλεψης, ιδίως υπό το πρίσμα των συνεχόμενων γεωπολιτικών αναταράξεων και της αβεβαιότητας που επικρατεί στον κόσμο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία με την δυναμική του και την χρήση νέων πρακτικών έχει μεταβάλει σε μεγάλο βαθμό τα προπολεμικά γεωπολιτικά και πληροφοριακά ερμηνευτικά πρότυπα.
Η στρατηγική πρόβλεψη αποτελεί έναν δυναμικό και εξελισσόμενο θεωρητικό κλάδο των κοινοτήτων πληροφοριών και των στρατιωτικών κοινοτήτων, με εφαρμογές σε όλο το φάσμα των κρατικών υπηρεσιών. Αυτή η αναλυτική μεθοδολογία ταυτίζεται με την προνοητική σκέψη προς υποστήριξη της λήψης αποφάσεων σε θεσμικό επίπεδο και στην κατανόηση των μεταβολών σε γεωπολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η στρατηγική πρόβλεψη περιλαμβάνει ανάλυση σε βάθος με αξιοποίηση πολλών δομικών παραγόντων και εξαρτημένων μεταβλητών και την διαμόρφωση σεναρίων ως δυνητικών εξελίξεων του διεθνούς συστήματος. Εν συνόψει, η στρατηγική πρόβλεψη χρησιμοποιεί δεδομένα, ώστε να προσδιορίσει αναδυόμενες τάσεις και εξελίξεις, να χαρτογραφήσει την πορεία των μεταβολών και να αναπτύξει σενάρια για δυνητικές μελλοντικές εκβάσεις.
Η στρατηγική πρόβλεψη διαφέρει από μία τυπική ανάλυση τάσεων, η οποία μας δείχνει τι να αναμένουμε εάν συνεχισθεί μία υφιστάμενη τάση, ή από τις εκτιμήσεις των πληροφοριών, οι οποίες μας παρέχουν πιθανές αποκλίνουσες εξελίξεις με βάση καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Η στρατηγική πρόβλεψη απαιτεί πολύπλευρη προσέγγιση, η οποία συχνά μπορεί να αντιταχθεί σε καθιερωμένες βεβαιότητες και την γραφειοκρατική κουλτούρα. Όμως, η ικανότητα να αναπτύξουμε και να διατηρήσουμε ένα κεφάλαιο γνώσεων και αξιολογικής ικανότητας με άξονα την ροή της πληροφορίας, αλλά και την ιστορική παράμετρο και το γεωγραφικό και πολιτισμικό υπόβαθρο μας παρέχει την δυνατότητα αξιοπιστίας όταν οι ερμηνευτικές βεβαιότητες συχνά ανατρέπονται από δυναμικές νέες εξελίξεις.
Το σύστημα επιτυχούς στρατηγικής πρόβλεψης εδράζεται σε τρεις θεμελιώδεις πυλώνες: α) την διάγνωση της εσωτερικής δομικής σύνδεσης των γεγονότων, β) την αμφισβήτηση των καθιερωμένων βεβαιοτήτων και γ) την ενσωμάτωση του σύνθετου χαρακτήρα της ανάλυσης στην διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Σε θεσμικό επίπεδο, οι ΗΠΑ διατηρούν μία πλειάδα ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία σχετίζονται με την αρχή της στρατηγικής πρόβλεψης. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ έχει δημιουργήσει με πρωτοβουλία μου την Ομάδα Στρατηγικής Πρόβλεψης, η οποία επεξεργάζεται μία πλειάδα δεδομένων και διατυπώνει σειρά στρατηγικών προβλέψεων για εστιακά σημεία γεωπολιτικού ενδιαφέροντος ανά την υφήλιο. Το Κέντρο για τις Πληροφορίες Μέλλοντος (Center for Futures Intelligence) του National Intelligence University, στο οποίο υπηρετώ ως Διευθυντής, έχει αναπτύξει μία σειρά αναλύσεων και ερμηνευτικών εργαλείων για την κατανόηση της σύγκρουσης στην Ουκρανία (συμπεριλαμβανομένης και μιας έκθεσης που εκπονήθηκε το 2022 σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση), αλλά και πέραν αυτής, των γεωπολιτικών προκλήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ήδη από το 2020 στην Έκθεση για τα Παγκόσμια Μέλλοντα (Global Futures Report), την οποία είχα συγγράψει μαζί με άλλους ερευνητές, είχαμε διατυπώσει παρατηρήσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν στον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως για την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση αυταρχικών κρατών σε περιφέρειες υψηλής στρατηγικής σημασίας και την σημασία των μη επανδρωμένων αεροπορικών συστημάτων για τις στρατιωτικές εξελίξεις. Η ΕΕ έχει επίσης αναπτύξει σημαντικές πρωτοβουλίες στον τομέα αυτό, τόσο σε επίπεδο γενικών αρχών όσο και ειδικά για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Χαρακτηριστικώς αναφέρεται ότι η Υπηρεσία Ερευνών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (European Parliamentary Research Service) εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 2023 τη μελέτη EU-Ukraine 2035: Strategic foresight analysis on the future of the EU and Ukraine.
Εάν εμβαθύνουμε στον πόλεμο στην Ουκρανία, θα πρέπει κατ’ αρχήν να εξετάσουμε την πιθανότητα ότι ο πόλεμος θα διαρκέσει πολλά χρόνια ακόμα και ότι ένα σενάριο τύπου παγωμένης σύγκρουσης ή παγιωμένης ισορροπίας, όπως στην Χερσόνησο της Κορέας, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί. Ένα αίσιο τέλος δεν είναι ορατό στο βραχυπρόθεσμο μέλλον και η πολεμική αντιπαράθεση Ρωσίας-Ουκρανίας δείχνει ότι θα διαρκέσει για σημαντικό ακόμη χρονικό διάστημα. Η εκ των προτέρων αξιολόγηση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους συνιστά μία πάρα πολύ δύσκολη εξίσωση, όπως άλλωστε κατέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η στρατηγική και τακτική ανεπάρκεια των ρωσικών δυνάμεων στις αρχικές φάσεις της εισβολής κατέδειξε ακριβώς ότι κατά την ανάλυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων ενός κράτους δεν επαρκεί ο συνυπολογισμός των συμβατικών δυνατοτήτων βάσει των ποσοτικών δεδομένων. Στην Ουκρανία επίσης παρατηρείται ως νέο φαινόμενο η σύμφυρση στρατηγικής επικοινωνίας και τεχνολογίας και η άσκηση ρητορικής και αφηγηματικού πολέμου με τεχνολογικά μέσα. Οι παράμετροι αυτές είναι θεμελιώδεις για την αποτελεσματική ερμηνεία των δυνητικών πολεμικών εξελίξεων, αλλά και για την επίδραση στην κοινή γνώμη και τις πολιτικές ηγεσίες ανά την υφήλιο.
Όπως αναλύει εκτενώς η πρόσφατη μελέτη Γεωπολιτική του πολέμου κατά της Ουκρανίας του Δρ. Ιωάννη Κωτούλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τη σημασία των νέων πολεμικών τεχνολογιών και την αξία της ευελιξίας και προσαρμοστικότητας του στρατηγικού δόγματος και των τακτικών εφαρμογών. Οι μελέτες στρατηγικής πρόβλεψης, οι οποίες επικεντρώνονται στον πόλεμο στην Ουκρανία, οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους πολλούς παράγοντες για την διαμόρφωση ενός επιτυχούς προβλεπτικού ερμηνευτικού υποδείγματος. Παράγοντες αυτού του είδους είναι η οικονομική ισχύς της Ρωσίας και του δυτικού στρατοπέδου, η στάση μείζονων δρώντων, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, και το ανθρώπινο δυναμικό και η διαχείριση των απωλειών. Οι ανωτέρω δομικοί παράγοντες, άλλωστε, από τον ίδιο τον συγγραφέα κρίνονται ως οι πλέον δύο θεμελιώδεις για την διαμόρφωση των δύο βασικών υποθέσεων του προβλεπτικού του υποδείγματος (υπόθεση οικονομικής ισχύος και υπόθεση ανθρωπίνων απωλειών) για τα τρία εναλλακτικά σενάρια (πόλεμος φθοράς, ρωσική νίκη, ουκρανική νίκη).
Σε κάθε περίπτωση, ο σύνθετος και πολυεπίπεδος χαρακτήρας του γεωπολιτικού τοπίου τόσο στην Ουκρανία όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει η μόνη σταθερά, με συνέπεια την ερμηνευτική αδυναμία των παραδοσιακών προσεγγίσεων και των εύκολων λύσεων. Ο σύνθετος χαρακτήρας της πολεμικής αντιπαράθεσης στην Ουκρανία, αλλά και των εξελίξεων σε άλλα πεδία αντιπαράθεσης στην υφήλιο, συνεπάγεται ότι οι ευθείες απαντήσεις ή οι απλές στρατηγικές, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την ιστορική, γεωγραφική ιδιαιτερότητα είναι εξ ορισμού ελλειμματικές. Ακόμη και στην περίπτωση των κοινοτήτων πληροφοριών και ανάλυσης των ΗΠΑ ως του πλέον ισχυρού κράτους, η επίκληση της ανώτερης τεχνολογικής παραμέτρου δεν επαρκεί, καθώς δεν εγγυάται την επιτυχία της ανάλυσης και της πρόβλεψης, εάν απουσιάζει ένα συνεκτικό στρατηγικό πλαίσιο, το οποίο θα λαμβάνει υπ’ όψιν του την διάδραση και αλληλεξάρτηση των παγκοσμίων φαινομένων.
Σε γενικές γραμμές, η αξία της στρατηγικής πρόβλεψης παραμένει αδιαμφισβήτητης θεωρητικής και πρακτικής αξίας, ιδίως στο σύγχρονο δυναμικό παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, στο οποίο οι προκλήσεις της διεθνούς ασφάλειας έχουν αυξηθεί και κλιμακωθεί σε μεγάλο βαθμό. Πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν την στρατιωτική ισχύ ως μέσο επίλυσης γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων όχι μόνον στην Ουκρανία, αλλά και στην Γάζα, ενώ απειλές χρήσης στρατιωτικής ισχύος διατυπώνονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη, από την Δυτική Ασία και την Αφρική έως την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η καταφυγή στην στρατιωτική ισχύ και συχνά τον ένοπλο αναθεωρητισμό, επομένως, δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, το οποίο περιορίζεται σε ορισμένες περιοχές, αλλά συνιστά πλέον παγκόσμιο φαινόμενο, με σημαντικές δυνητικές επιπτώσεις για την κατανομή της ισχύος και την παγκόσμια ασφάλεια. Η «νίκη» στις εν εξελίξει συγκρούσεις–μεταξύ των οποίων, φυσικά, στην καθοριστική για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας, σύγκρουση στην Ουκρανία–σχετίζεται εγγενώς με μία προσεκτική, συνεκτική γεωπολιτική οπτική, η οποία θα ενσωματώνει την αρχή της στρατηγικής πρόβλεψης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η στρατηγική των κρατών θα αξιοποιεί μία σειρά πληροφοριακών δεδομένων, το ιστορικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο και τις τάσεις, με τελικό αποτέλεσμα την βαθιά κατανόηση της σύνθετης παγκοσμίου δυναμικής.
Η πολεμική βία, η οποία εξακολουθεί να συνταράσσει την Ουκρανία από το 2022 και τη Μέση Ανατολή επί δεκαετίες και με νέα κορύφωση από τα τέλη του 2023 έως και σήμερα, καταδεικνύει την ανεπάρκεια της γραμμικής σκέψης σε ένα παγκόσμιο τοπίο, στο οποίο παράγοντες αποσταθεροποίησης δρουν σε πολλαπλά επίπεδα της πολιτικής ασφάλειας. Τα ποικίλα εστιακά σημεία γεωπολιτικής και δη πολεμικής έντασης δημιουργούν μία μεγάλη εικόνα, έναν κόσμο σε μία πολυκρίση (polycrisis), στην οποία συγκλίνουσες οικονομικές, γεωπολιτικές, και τεχνολογικές αναταράξεις υπονομεύουν τα παραδοσιακά παραδείγματα ασφαλείας και τις θεωρητικές βεβαιότητες. Συχνά, οι κοινότητες πληροφοριών και οι στρατιωτικές κοινότητες αναλυτών εξακολουθούν να εφαρμόζουν ήδη ξεπερασμένα νοητικά πρότυπα στην απόπειρά τους να ερμηνεύσουν σε θεωρητικό επίπεδο και να ανταποκριθούν σε πρακτικό επίπεδο στις νέες αυτές προκλήσεις.
Καθώς, μάλιστα, οι νέες αυτές γεωπολιτικές και πολεμικές προκλήσεις υπερβαίνουν την παραδοσιακή τέχνη της διακυβέρνησης, η αναγκαιότητα νέων πρακτικών και ερμηνευτικών υποδειγμάτων καθίσταται σαφής και αναγκαία. Κατά συνέπεια, το οικοσύστημα εθνικής ασφάλειας στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ελλάδα ως αυτόνομο κρατικό δρώντα χρειάζεται μία ουσιώδη αναβάθμιση στις δυνατότητες στρατηγικής ανάλυσης και στρατηγικής πρόβλεψης, ώστε να δυνηθεί να προβλέπει τις μεταβολές ισχύος στο όλο και πιο σύνθετο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο.
Η διαμόρφωση μιας συνεκτικής και καθολικής στρατηγικής σύνθεσης είναι δυνατή μόνον με μία πραγματική επανάσταση στον τρόπο αντίληψης, δράσης και προσαρμογής της στρατηγικής ανάλυσης και στρατηγικής πρόβλεψης. Η εξέλιξη αυτή είναι δυνατή με την καθοδήγηση δυναμικών ηγεσιών και την ενσωμάτωση σε θεσμικό επίπεδο μιας σύνθετης, δυναμικής και προσαρμοζόμενης ερμηνευτικής προσέγγισης, η οποία θα ενσωματώνει την τεχνολογική παράμετρο και τις συνεχείς νέες δυνατότητές της με τη συστημική οπτική, ώστε οι αβεβαιότητες να αντιμετωπισθούν με όραμα εδραζόμενο όμως σε στέρεη εισροή πληροφορίας και θεωρητικής δομής.
Τελικό αποτέλεσμα μιας συνεκτικής προσέγγισης ερμηνείας και στρατηγικής πρόβλεψης, όπως προσδιορίσθηκε ανωτέρω, θα είναι ένα σύνολο προσεκτικών στρατηγικών αποφάσεων, οι οποίες θα αυξάνουν την εθνική ασφάλεια των κρατών και θα ανταποκρίνονται με υψηλό βαθμό ερμηνευτικής ικανότητας και επιτυχίας στις πολυάριθμες προκλήσεις της εποχής μας.
*Ο Δρ. Jake Sotiriadis (Ιάκωβος Σωτηριάδης) είναι Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Σπουδών του Μέλλοντος στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Πληροφοριών στην Ουάσιγκτον, σύμβουλος του State Department, και πρώην αξιωματικός πληροφοριών της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ.