Εκ πρώτης όψεως τα αποκαΐδια της Αττικής είναι μια επανάληψη ενός δράματος που εκτυλίσσεται κάθε χρόνο. Με τον ίδιο τραγικό τρόπο. Σταδιακά όμως, τα περιθώρια των επαναλήψεων στενεύουν. Και επειδή έχουν απομείνει λίγες εκτάσεις να καούν, αλλά και επειδή όσο το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται, δεν υπάρχουν βάσιμες δικαιολογίες πίσω από τις οποίες μπορούν να κρύβονται οι υπεύθυνοι για την καταστροφή.
Το μόνο που δεν μπορεί κανείς να επικαλεστεί στην προκειμένη περίπτωση της εφετινής πυρκαγιάς, είναι η κλιματική κρίση. Καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να ακυρώσει τις εγκληματικές παραλείψεις που οδήγησαν στη συμφορά και επέτρεψαν στις φλόγες να φτάσουν μέσα σε λίγες ώρες από τον Βαρνάβα σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων από το κτίριο του ΟΤΕ και τις παρυφές της πρωτεύουσας.
Τα αίτια για αυτό είναι προφανή. Πλημμελής προετοιμασία για περιστατικά που με μαθηματική βεβαιότητα θα έπρεπε να αναμένονται, αφού μία φωτιά στο Βαρνάβα ή στο Καπανδρίτι ή στην Κερατέα ή αλλού, είναι στοιχεία της ετήσιας ρουτίνας. Και ταυτόχρονα, ανεπάρκεια στην πολιτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα, αφού είναι φανερό ότι πολλά από τα αναγκαία και απαραίτητα, δεν έχουν γίνει: Αντιπυρικές ζώνες, διασπορά επίγειων δυνάμεων, οργάνωση σταθμών επιφυλακής, ενίσχυση της δασοπυρόσβεσης και πόσα άλλα.
Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να έχει κατορθώσει να αποφύγει την επανάληψη μίας τραγωδίας όπως εκείνη στο Μάτι το 2018. Δεν είναι ασήμαντο, αλλά ούτε και για βραβείο. Μάλλον όμως κατέχει και ένα θλιβερό ρεκόρ, για τις εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα που έχουν κατακαεί επί των ημερών της. Θέλοντας και μη, αυτή είναι μία από τις φτωχότερες επιδόσεις της. Και θα αξιολογηθεί.