Από ελληνικά θαύματα οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 άλλο τίποτα. Το συνολικό θαύμα, της υλοποίησης του γιγαντιαίου πρότζεκτ, διέθετε αρκετά επιμέρους. Εκ των μικρών αυτών αλησμόνητων θαυμάτων ήταν και η ξαφνική «γέννηση» της εθνικής ομάδας μπέιζμπολ με συμμετοχή στο ολυμπιακό τουρνουά. Μιας εθνικής που συστάθηκε ουσιαστικά εν μια νυκτί για να εξυπηρετήσει έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Πριν από τρεις δεκαετίες το «αμερικανογενές» μπέιζμπολ ήταν εντελώς ξένο με την ελληνική νοοτροπία κι ελάχιστοι μιλούσαν, επαρκώς έστω, την περίεργη «γλώσσα» του, κατανοώντας όρους ή κανονισμούς. Γήπεδα ενδεδειγμένα για να φιλοξενήσουν αγώνες δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα ανά την επικράτεια, πλην μιας υποτυπώδους έκτασης στην αμερικανική βάση του Ελληνικού, κι η απόσταση από τα θεμέλια του σπορ ήταν μνημειώδης.
Το 1997, εκείνη την ιστορική νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου στη Λοζάνη, η Αθήνα κέρδιζε το χρίσμα της ΔΟΕ και η Ελλάδα αποκτούσε το δικαίωμα εκπροσώπησης σε όλα τα ομαδικά αθλήματα. Το μπέιζμπολ είχε ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο της δοκιμής κι από το 1992 στη Βαρκελώνη είχε ενταχθεί στο επίσημο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Εγκατάσταση θα χτιζόταν ούτως ή άλλως για τις ανάγκες της διοργάνωσης στο Ελληνικό, άρα οι συγκυρίες ευνοούσαν τη σπορά και την ανάπτυξή του εντός συνόρων.
Τα αργά βήματα του μπέιζμπολ στην Ελλάδα και η πρώτη εθνική
Η ίδρυση Ομοσπονδίας ήταν η αφετηρία κάθε άλλης, επόμενης, προϋπόθεσης. Από στόμα σε στόμα άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες ομάδες που δειλά δειλά συνέθεσαν και το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Ο ακριβός εξοπλισμός (ρόπαλα, μπαλάκια, κράνη) κι η έλλειψη γηπέδων ήταν παράγοντες αποτρεπτικοί. Παρόλα αυτά ρομαντικοί άνθρωποι του αθλητισμού, που σταδιακά ερωτεύτηκαν το μπέιζμπολ για την πολυπλοκότητά του, έβαλαν μπόλικο ζήλο, μεράκι, χρόνο και προσωπικά χρήματα για να στηρίξουν το εγχείρημα μέσα από τους συλλόγους που «έτρεχαν».
Το process της εθνικής ομάδας άρχισε να υλοποιείται στις αρχές των 00s. Η εκπροσώπηση της «γαλανόλευκης» σε διεθνείς διοργανώσεις ήταν ένα πελώριο κίνητρο για τους καλύτερους παίκτες της εποχής, πόσο μάλλον η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς και δη της χώρας.
Παιδιά που ξεχώριζαν αγωνιστικά με τις ομάδες τους στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα ονειρεύονταν -δικαιωματικά- την παρουσία τους στη μεγάλη γιορτή του 2004. Δουλεύοντας καθημερινά για να βελτιωθούν, είχαν λάβει εγγυήσεις πως θα ορισμένοι εξ αυτών θα βρίσκονταν στην τελική επιλογή. Τα πρώτα φιλικά, πειραματικού χαρακτήρα, δόθηκαν στην Κύπρο, η ομάδα είχε αρχίσει να παίρνει μια πρωτόλεια μορφή.
Το «american dream», ο πρέσβης των ΗΠΑ και ο Peter Angelos
Οι επικεφαλής του σπορ στην Ελλάδα είχαν διαφορετική άποψη. Θέλοντας να εκμεταλλευτούν το γεγονός της τέλεσης των Ολυμπιακών στην Αθήνα, έθεσαν σ’ εφαρμογή ένα παράτολμο «american dream» που θα ζωντάνευε μια ανταγωνιστική εκδοχή της εθνικής.
Δεν πίστευαν πως το ελληνικό στοιχείο είναι σε θέση να ανταποκριθεί και γι’ αυτό έφτασαν μέχρι τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, τον Νίκολας Μπερνς, που αγαπούσε το μπέιζμπολ . Σκόπευαν ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στην αμερικανική πηγή παικτών για να εμπλουτίσουν το εθνικό σύνολο με ομογενείς τρίτης και τέταρτης γενιάς (ίσως και όχι) από τις τοπικές λίγκες κι έψαχναν για συμμάχους.
Αυτός με τη σειρά του τούς οδήγησε στον Peter Angelos, πολυεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη των Baltimore Orioles του MLB με καταγωγή από την Κάρπαθο, που δέχθηκε να συνεισφέρει με κάθε τρόπο μια τέτοια ιδέα, ενεργοποιώντας όλο το σύστημα που για χρόνια είχε αναπτύξει γύρω του.
Η πρώτη «αμερικανοποίηση» της εθνικής μπέιζμπολ και οι αρχικές αντιδράσεις
Το σχέδιο αυτό εξελισσόταν πάντως εν αγνοία των όσων βρίσκονταν στην Ελλάδα και προετοίμαζαν τους εαυτούς τους για κάτι τόσο λαμπερό και γκράντε. Οι αντιστρόφως ανάλογες προθέσεις άρχισαν να διαφαίνονται όταν δυο χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες η εθνική έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή της σε διεθνή διοργάνωση, εξασφαλίζοντας το εισιτήριο για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2003 στην Ολλανδία.
Οι αφίξεις παικτών που δεν μιλούσαν ελληνικά ή στην καλύτερη ήξεραν ελάχιστες λέξεις κι η ένταξή τους στο «γαλανόλευκο» σύνολο προκάλεσαν το πρώτο κύμα αντιδράσεων εντός των αποδυτηρίων. Η Εθνική έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης χάνοντας μόνο από τους οικοδεσπότες «οράνιε» κι αυτό το αποτέλεσμα έκρυψε κάτω από το χαλί τις ενστάσεις πολλών αθλητών για τη διαχείριση που είχε επιλεγεί.
Οι μακρινοί συγγενείς και η ξεχωριστή περίπτωση του all star Nick Markakis
Το τι βέβαια θα συνέβαινε δεκατρείς μήνες αργότερα δεν περνούσε από το μυαλό των περισσότερων. Ενόσω οι Έλληνες αθλητές διαβεβαιώνονταν πως οφείλουν να συνεχίσουν την ολυμπιακή προετοιμασία τους, ξοδεύοντας εργατοώρες σε διπλές προπονήσεις και μετέχοντας σε test events, γιατί δεν θα αγνοηθούν, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού συνεχιζόταν η «στρατολόγηση» παικτών που είχαν, με οιονδήποτε τρόπο, ελληνικές ρίζες. Ιδίως οι ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ σαρώθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη, κυρίως δε πανεπιστήμια. Ανάλογης μορφής εκστρατείας οργανώθηκε στον Καναδά.
Αρκούσε ένα επώνυμο ή μια μακρινή συγγένεια που χανόταν στα βάθη των ετών για να εισέλθει ένα παίκτης στη δεξαμενή της τελικής επιλογής. Μεταξύ αυτών πάντως κι ο 19χρονος τότε Nick Markakis που δυο χρόνια αργότερα (2006) θα άρχιζε επαγγελματική καριέρα στο MLB (Orioles, Braves) και το 2018 θα έφτανε να γίνει All Star. Draft το ’91 είχε γίνει κι ο 34χρονος τότε ο Chris Demetral χωρίς αντίστοιχη πορεία. Άλλα ονόματα που θα συναντούσε κανείς στο ρόστερ ήταν: Clay Bellinger, George Kottaras, Bobby Kingsbury, Peter Rasmusen και και Mike Koutsantonakis.
«Μέχρι κι αντιντόπινγκ κοντρόλ είχαμε περάσει»
Οι γηγενείς της εθνικής άρχισαν να μαθαίνουν πληροφορίες για την παράλληλη δράση στις ΗΠΑ, αλλά φαντάζονταν ότι η ενίσχυση του ρόστερ θ’ αφορά κάποιες συγκεκριμένες θέσεις. Όπως πληροφορήθηκε το Βήμα, δεν είχαν ειδοποιηθεί πως θα παραγκωνιστούν εξ ολοκλήρου για χάρη άλλων.
«Εμείς όταν ξεκινήσαμε δεν ξέραμε για Αμερικάνους, δεν ξέραμε τίποτα. Δεν είχε εμφανιστεί κάποιος να παίξει μπέιζμπολ σε ελληνικό σύλλογο», μάς είπε Έλληνας διεθνής της προ 20ετίας «εγχώριας» εθνικής που προτίμησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Μάλιστα «ετοιμαζόμασταν να παραλάβουμε την επίσημη περιβολή από την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή» προσέθεσε επίσης. Είχαν ο ίδιος και οι συμπαίκτες του πιστέψει πως όλα βαίνουν βάσει προγραμματισμού. «Μέχρι κι αντιντόπινγκ κοντρόλ είχαμε περάσει».
Αλλιώς όμως φαίνεται πως είχαν σχεδιαστεί και σεταριστεί τα πράγματα. «Κόπηκαν» όλοι πλην ενός Ελληνοαμερικανού που ζούσε ήδη για κάποια χρόνια στην Αθήνα. Κι όλα αυτά λίγες ημέρες πριν από την Τελετή Έναρξης.
Τα απρόοπτα γεγονότα και τα έγγραφα
Ο ξαφνικός θάνατος του 44χρονου ομοσπονδιακού Rob Derksen, ενός «πολύ καλού και σοβαρού ανθρώπου», όπως μάς περιγράφηκε, είχε ήδη ανατρέψει τις ισορροπίες από διμήνου. Τα ηνία είχε αναλάβει έκτοτε ο Δημήτρης Γκούσιος, αλλά κι ο ίδιος οδηγήθηκε εν τέλει σε παραίτηση μετά τη δημοσιοποίηση μιας αποστολής που δεν είχε την έγκρισή του, ούτε έφερε την υπογραφή του.
«Είναι η ευκαιρία της ζωής μου, είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα παίξω για τις ρίζες μου» έλεγε αντιθέτως ο Pete Maestrales, ένας από τους παίκτες που μπήκαν στο αεροπλάνο και προσγειώθηκαν στην Αθήνα απλώς και μόνο για να αγωνιστούν στους Ολυμπιακούς.
«Δεν ξέρω καν αν είχαν προλάβει να βγάλουν επίσημα χαρτιά για να να μην είναι παράτυπη η συμμετοχή τους. Ή τι είδους χαρτιά έβγαλαν» μετέφερε η πηγή του Βήματος υπονοώντας ειδική μέριμνα κρατικών φορέων για να ξεπεραστούν τα εμπόδια υπηκοότητας και διαβατηρίων. «Και στο Ευρωπαϊκό της Ολλανδίας με το πρωτόκολλο ότι έχουν καταθέσει αιτήσεις για διαβατήριο είχαν συμμετάσχει» θυμήθηκε.
Βεβαίως ο Dusty Rhodes, πρώην βοηθός-σύμβουλος που πήρε τη σκυτάλη από τον Γκούσιο, δεν συνάντησε μια ρόδινη κατάσταση. Εκτός της αναπόφευκτης αναταραχής που είχε προκληθεί από τους χειρισμούς όλο το προηγούμενο διάστημα, αναγκάστηκε να προχωρήσει στον αποκλεισμό δύο παικτών. Τόσο στο δείγμα του Derek Nicholson όσο και σε αυτό του AJ Brack ανιχνεύθηκαν απαγορευμένες ουσίες, με συνέπεια να τεθούν άρον άρον εκτός ομάδας.
Η αυγουστιάτικη φήμη της περιόδου για ένα τρίτο κρούσμα δεν επιβεβαιώθηκε από επίσημα χείλη ή κάποιο εργαστήριο και η εθνική μπέιζμπολ συνέχισε έκτοτε την πορεία της προς το ολυμπιακό τουρνουά.
Η πορεία της εθνικής μπέιζμπολ στους Ολυμπιακούς και η ανταμοιβή
Όχι φυσικά πως διέπρεπε και διακρίθηκε. Κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο να συμβεί ανεξαρτήτως σύνθεσης, δεδομένης της παρουσίας παραδοσιακών δυνάμεων του αθλήματος (Κούβα, Ιαπωνία, Αυστραλία, Καναδάς, Κινεζική Ταϊπέι). Σε κάθε περίπτωση, είτε με τους μεν είτε με τους δε παίκτες, η Ελλάδα θα τερμάτιζε χαμηλά. Νίκησε μόνο ένα από τα επτά ματς, αυτό με αντίπαλο την Ιταλία, και κατέλαβε εν τέλει την έβδομη θέση στην ισοβαθμία του μοναδικού ομίλου, οι πρώτες τέσσερις ομάδες του οποίου διασταυρώνονταν στα ημιτελικά. Παρεμπιπτόντως το χρυσό κατέκτησε η παντοδύναμη Κούβα.
«Το πιο λυπηρό ήταν πως στο γήπεδο οι περισσότεροι θεατές φώναζαν USA, USA», σχολίασε πηγή του Βήματος που παρακολούθησε όλους τους αγώνες μπέιζμπολ.
Αφού δεν θα ανέβαινε τόσο πολύ το επίπεδο, προς τι τότε όλη αυτή η καμπάνια και το recruting ποιότητας στη Βόρεια Αμερική, ενόσω εδώ υπήρχε ήδη μια εθνική; «Απ’ όσο γνωρίζω αυτά τα παιδιά που ήρθαν δεν έλαβαν κάποια αποζημίωση ή κάποιο προνόμιο για την ένταξή τους στην εθνική. Απλώς με συμμετοχή σε Ολυμπιακούς μπορούσαν -νομίζω- ν’ ανέβουν κατηγορία στην Αμερική» υποστήριξε στο Βήμα ο πρώην διεθνής.
Άρα «ήταν περισσότερο θέμα διαφήμισης και προβολής, όχι εθνικού φρονήματος», συμπλήρωσε από την πλευρά του ένας δεύτερος παίκτης και στέλεχος ομάδας της εποχής με τον οποίο επικοινωνήσαμε.
Αντιθέτως οι διεθνείς των ελληνικών συλλόγων που δεν έπαψαν να προετοιμάζονται ωσότου παραμεριστούν «δεν αποκομίσαμε τίποτα. Όχι μόνο μάς στερήθηκε η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κάτι από μόνο του μεγάλο, αλλά ούτε καν τα οδοιπορικά για τις πάνω-κάτω μετακινήσεις μας στο ΔΑΪΣ μάς έδωσαν από τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στην προετοιμασία της ολυμπιακής ομάδας. Έλαβαν εκατομμύρια στην ομοσπονδία ως κρατική επιχορήγηση για την προετοιμασία και τις υπόλοιπες ανάγκες, αλλά εμείς δεν αμειφθήκαμε ποτέ. Μέχρι κι ο ακριβός εξοπλισμός που είχε εξασφαλιστεί με χορηγία έκανε φτερά και δεν μοιράστηκε σε ομάδες».
Υπάρχει εθνική μπέιζμπολ σήμερα;
Μετά τις 22 Αυγούστου και το 6-1 από την Ιαπωνία, εκείνη η ολυμπιακή ομάδα δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης και καθείς επέστρεψε στην (αμερικανική) βάση του.
Σήμερα βέβαια, 20 χρόνια μετά, η εθνική μπέιζμπολ εξακολουθεί να συγκεντρώνεται ανά διαστήματα και να δίνει αγώνες αποκλειστικά και μόνο στο εξωτερικό με νυν εθνικό προπονητή τον (τότε διεθνή) Demetral, βοηθό τον αδερφό του και ορισμένους παίκτες που συνεχίζουν από τότε όντες πλέον βετεράνοι.
Διαφημίζεται πια ως σκέλος της Ομοσπονδίας που από το 2022 απαγκιστρώθηκε από τη σκιά της Ελληνικής Γυμναστικής Ομοσπονδίας κι από κοινού με το Σόφτμπολ, ύστερα από μια περιπετειώδη πορεία γεμάτη καταγγελίες και προσφυγές στα δικαστήρια, ακολουθούν μια αυτόνομη πορεία.
Λέτε να επανεμφανιστεί κάποια εξ αυτών των εθνικών το 2028 στο Λος Άντζελες, τώρα που το μπέιζμπολ και το σόφτμπολ επανεντάσσονται στο ολυμπιακό πρόγραμμα;