Η ίδια έλεγε «ο άνδρας της ζωής μου είμαι εγώ», στην πραγματικότητα όμως η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν ήταν ποτέ μόνη της, από τα εφηβικά της χρόνια μέχρι το τέλος, αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Life&Style.
«Θέλω να παίξω στο θέατρο, πρέπει να παίξω και θα παίξω!», λέει αποφασιστικά στον καβαλιέρο της, σε ένα νεανικό πάρτι στο Μαρούσι των αρχών της δεκαετίας του ’50. Ο γοητευτικός νεαρός με τα γυαλιά θα τη φλερτάρει:
«Όταν βλέπω ένα όνειρο και ξυπνώ, το λέω στη μητέρα μου. Τώρα που ζω ένα όνειρο σε ποιον να το πω;».
«Στον πατέρα σου!», απαντά περιπαικτικά στο νεαρό Φρέντι Γερμανό η Αλίκη, απορρίπτοντας το φλερτ του.
Η πρώτη μοιραία συνάντηση στη ζωή της, άλλωστε, θα έρθει στη Δραματική Σχολή, όταν γνωριστεί με το συμφοιτητή της Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Στην πρώτη τους συνάντηση, όταν η Αλίκη μαθαίνει ότι ο συμφοιτητής της είναι από τον Πειραιά, κάνει μία υποτιμητική γκριμάτσα:
«Μμ, από το Χατζηκυριάκειο;».
«Γιατί, δεν σας αρέσει δεσποινίς; Εσείς από πού είστε;».
«Από τον Άγιο Παύλο».
«Ε, χειρότερα είναι εκεί, δίπλα στα τρένα».
«Βρε, άι από εδώ», του απάντησε γυρνώντας του την πλάτη.
Στη σχολή την ερωτεύτηκε και ο Αλέξης Σολομός, ο οποίος ήταν ο πρώτος της σοβαρός δεσμός. Μετά τις πτυχιακές εξετάσεις της, ετοίμαζε μαζί με τον Δημήτρη Ροντήρη το «Άριστα» του πτυχίου της, μόνο που ο Δημήτρης Χορν τούς ανακοίνωσε πως αν της βάλουν Άριστα θα αποχωρήσει από το θέατρο.
Το καλοκαίρι του 1957 η Αλίκη έκανε ένα ταξίδι αστραπή στη Νέα Υόρκη. Η παραφιλολογία θέλει τους λόγους αισθηματικούς, αναφέροντας γόνο εφοπλιστικής οικογένειας τον οποίο είχε αρραβωνιαστεί μυστικά και επρόκειτο να παντρευτεί στην Αμερική. Κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ…
Ο επόμενος μεγάλος έρωτας της Αλίκης και μέντοράς της ήταν ο Μάριος Πλωρίτης, πρώην σύζυγος της Έλλης Λαμπέτη. Για την Αλίκη στάθηκε ο άνθρωπος που τη βοήθησε να εδραιωθεί στο θεατρικό σανίδι συστήνοντάς τη στην κυρία Κατερίνα, στο πλευρό της οποίας θα γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Λίγο αργότερα, όταν της προτείνει συνεργασία ο Μουσούρης, ο Πλωρίτης τη συμβουλεύει: «Γιατί δεν του είπες ότι η κυρία Κατερίνα σού έδινε έξι χιλιάδες;», της είπε φεύγοντας από την υπογραφή των συμβολαίων με τον Μουσούρη, με τον οποίο είχε συμφωνήσει μισθό πέντε χιλιάδων δραχμών.
«Μάριε, εγώ δεν πάω για το χιλιάρικο, αλλά για το εκατομμύριο», ήταν η απάντησή της…
Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει και η φήμη που τη θέλει ερωτευμένη με τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο διάδοχος τη χειροκροτεί στο θέατρο και τη θαυμάζει στα γυρίσματα της ταινίας «Κλωτσοσκούφι».
«Αυτή η «ερωτική» ιστορία, που πήρε διαστάσεις και στον ξένο Τύπο, στην ουσία ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι», θα εξομολογείτο η Αλίκη. «Ήμασταν πολύ παιδιά, νέοι και οι δύο. Είχαμε βγει μόνο κάνα-δυο φορές μόνοι μας, κάποιες Απόκριες ντυμένοι ντόμινο».
Ο δεσμός, λένε, ολοκληρώθηκε χρόνια αργότερα, όταν ο Κωνσταντίνος είχε πλέον φύγει από την Ελλάδα, και η φήμη εξακολουθεί να προκαλεί ενδιαφέρον. Μέχρι και η Ειρήνη Παππά, σε φιλικό δείπνο με τον Κωνσταντίνο πριν από μερικά χρόνια, τον ρώτησε ευθέως: «Τελικά με την Αλίκη τι είχε γίνει;». Και εκείνος φυσικά δεν απάντησε…
Παράλληλα με το φημολογούμενο δεσμό με τον Κωνσταντίνο, ζούσε ένα μεγάλο έρωτα με τον εκδότη Νάσο Μπότση της «Ακρόπολης» και της «Απογευματινής», ο οποίος είχε θέσει τον εκδοτικό του όμιλο στη διάθεσή της. Είχε μάλιστα εκδώσει για χάρη της, όπως λέγεται, το περιοδικό «Πρώτο», το οποίο της έκανε απανωτά εξώφυλλα. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν ήταν οι πωλήσεις του περιοδικού που εκτόξευσαν την καριέρα της Αλίκης, μάλλον τα δικά της εξώφυλλα ήταν αυτά που βοηθούσαν την κυκλοφορία του.
Οι εργαζόμενοι στις εφημερίδες του, που κάποτε λέγεται ότι δεν πήραν δώρο Χριστουγέννων για να αγοράσει ο Μπότσης στην Αλίκη ένα πανάκριβο περσικό χαλί, θυμούνται διάφορα χαρακτηριστικά από το δεσμό τους.
Λέγεται ότι του έκανε πολλά «γυμνάσια». Ένα βράδυ τον είχε ξυπνήσει στις τρεις τα ξημερώματα για να της αγοράσει ένα βραχιόλι από τον Αθηνιωτάκη. Του είπε, «τώρα το θέλω» και εκείνος ξύπνησε με τη σειρά του τον Αθηνιωτάκη για να της το φέρει.
Όσοι ζούσαν από κοντά τη σχέση τους εκείνη την εποχή μιλούσαν για γάμο. Άλλοι όμως γελούσαν ειρωνικά και έλεγαν «σκασίλα της Αλίκης για τα δώρα, η υποστήριξη της “Απογευματινής” είναι το ζητούμενο». Αν υπήρχαν τότε τα σημερινά κουτσομπολίστικα περιοδικά, θα έπρεπε να έχουν κάθε μέρα φωτογραφία του Μπότση να τα σπάει με την Αλίκη σε παραλιακά κέντρα. Τότε, όμως, κανείς δεν τολμούσε να βγάλει φωτογραφία…
Τη ζήλευε παράφορα και ζητούσε από έμπιστούς του δημοσιογράφους να παρακολουθούν κάθε της κίνηση και να του δίνουν αναφορά. Όταν κατάλαβε ότι σκόπευε να τον παρατήσει, έβαλε λυτούς και δεμένους να της αλλάξουν γνώμη. Μέχρι και το χέρι της ζήτησε.
Η αντίδρασή της ήταν να πετάξει τη βέρα από το παράθυρο του σπιτιού της μητέρας της, με την οποία έμενε τότε.
«Ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω πόσο αξιόλογος και σπουδαίος άνθρωπος ήταν ο Νάσος Μπότσης. Δεν ήμουν από τις γυναίκες τις λεγόμενες καπάτσες ή τις γυναίκες που θα επωφεληθούν από την αδυναμία που τους έχει ένας άνδρας. Θυμάμαι πόσο πρόθυμος ήταν να μου χαρίσει τον κόσμο, αν ήταν δυνατόν. Στο μυαλό το δικό μου, σκέφτηκα “γιατί να μου χαρίσει αυτός τον κόσμο και να μην τον φτιάξω μόνη μου;”, έλεγε αργότερα.
Τη σχέση με τον Μπότση είχε ακολουθήσει ένα ειδύλλιο με το διευθυντή φωτογραφίας πολλών από τις ταινίες της, τον Αριστείδη Καρύδη Fuchs. Λέγεται ότι αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της και ήθελε να παντρευτούν, κάτι που όμως δεν ενέκρινε η μητέρα της Αλίκης και έτσι συναντιόνταν κρυφά. Η ίδια έλεγε εκείνη την εποχή για τους πρώτους της έρωτες:
«Τρεις δεσμούς είχα όλους κι όλους. Τον Πλωρίτη, τον “άλλο γνωστό δεσμό”, –άραγε εννοούσε τον Μπότση ή τον Κωνσταντίνο;– και τον Καρύδη, που δεν τον αγαπούσα».
«Μόνο γι’ αυτή μη με ρωτήσεις», έλεγε ο Καρύδης. «Δεν θέλω να πω τίποτα».
«Είναι σπουδαίος και τον σέβομαι απεριόριστα», έλεγε η Αλίκη. «Του χρωστάω πολλά. Εννοώ, γκρο πλαν»…
Και μετά ήρθε βέβαια ο γάμος με τον Παπαμιχαήλ. Όταν το καλοκαίρι του 1964, οι δυο τους ανακοίνωσαν ότι θα συνεργαστούν στη σκηνή του θεάτρου Κεντρικόν ανεβάζοντας την «Κολόμπ» του Ανουίγ, όλοι απόρησαν, γνωρίζοντας ότι τρώγονταν σαν τον σκύλο με τη γάτα.
«Ίδρωνα να τους συμφιλιώσω», έλεγε ο Αλέκος Σακελάριος, ενθυμούμενος τους καβγάδες στα γυρίσματα των ταινιών τους. «Βρε παιδιά, για σταθείτε, τι έχετε να μοιράσετε; Οι καβγάδες των σεναρίων, όμως, συνεχίζονταν πάντα και έξω από το στούντιο. Θυμάμαι μάλιστα μία φορά που η Αλίκη μού έκανε δριμύτατα παράπονα για τον Παπαμιχαήλ, της είχα πει: E, κάνε υπομονή να τελειώσει η ταινία. Σάμπως σου είπα να τον παντρευτείς; Πού να ήξερα»…
«Ξαφνικά, ένα βράδυ στην παράσταση», διηγείτο η Αλίκη, «σε ένα σημείο που η σκηνή ήταν χωρισμένη στα δύο, εμείς ήμασταν σιωπηλοί και η δράση είχε μεταφερθεί στο άλλο μισό της σκηνής, μου φόρεσε ένα δαχτυλίδι και μου είπε: “Θες να με παντρευτείς;”. Το πέρασα για αστείο, αλλά φαίνεται κάπου διέρρευσε και είδα στη “Μεσημβρινή” τη φωτογραφία μου με τον Παπαμιχαήλ και την είδηση ότι παντρευόμαστε. Και όταν το είδα τυπωμένο μού καλάρεσε».
Ο Αλέκος Σακελάριος διηγείτο πως το πρώτο βράδυ του γάμου τους και ενώ τους περίμεναν στο γαμήλιο τραπέζι, καβγάδισαν τόσο πολύ, ώστε ο Παπαμιχαήλ ήθελε να την πετάξει από το μπαλκόνι του δωματίου τους στο ξενοδοχείο.
«Με έδειρε την πρώτη νύχτα του γάμου μας», θα παραδεχόταν η Αλίκη έπειτα από χρόνια. «Αλικάκι μου, λέγεται πως ο Δημήτρης σε δέρνει», την είχε ρωτήσει από το τηλέφωνο πρωταγωνίστρια, άσπονδη φίλη της. «Είναι αλήθεια, χρυσό μου;»…
«Άκουσε. Αν με δέρνει και μένω μαζί του είμαι άξια της τύχης μου. Αν με δέρνει και μ’ αρέσει έχω βρει τον άνθρωπό μου».
Παύση από το ακουστικό…
«Έχω γίνει γυναίκα, αληθινή γυναίκα, και εξαρτώμαι απολύτως από τον άνδρα μου. Έχει εκείνος σε όλα τα θέματα την πρωτοβουλία. Έχει μεγαλύτερη πείρα», δηλώνει η Αλίκη τρία χρόνια μετά το γάμο της.
Αργότερα, θα έλεγε πως έκανε τέτοιες δηλώσεις επειδή την πίεζε ο Παπαμιχαήλ. Ο ερχομός του γιου τους πάντως δεν βοήθησε να μειωθούν οι εντάσεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους…
Το 1971, η Αλίκη και ο Παπαμιχαήλ παίρνουν από τους «Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης» την κυριότητα του κινηματογράφου Μαξίμ στην οδό Αμερικής, τον οποίο μετονομάζουν σε θέατρο «Αλίκη». Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη μεταβίβαση, σε έναν καβγά, η Αλίκη κάνει τον Παπαμιχαήλ τόσο έξαλλο, ώστε εκείνος αποπειράθηκε να την πνίξει. Του είχε ανακοινώσει ότι χωρίζουν γνωρίζοντας ότι αν όντως έπαιρναν διαζύγιο, η χρησικτησία του «Αλίκη» θα ήταν στο δικό της μόνο όνομα.
Τον Ιούλιο του 1974 οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων αφιερώνουν το μισό χώρο στην πτώση της χούντας και την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και τον άλλο μισό στο διαζύγιο Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ. Ένα διαζύγιο που δεν βγήκε, βέβαια, αναίμακτα. Τον προηγούμενο χειμώνα είχε πάρει κρυφά από την Αλίκη όλα τα έπιπλα από το εξοχικό, μέχρι και τα μαξιλαράκια από τα φερ φορζέ. Εκείνη το ανακάλυψε τυχαία, πηγαίνοντας στο σπίτι για μια συνέντευξη με το δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο.
«Μόλις ανοίγει την πόρτα και βλέπει ότι δεν έχει μείνει απολύτως τίποτα, βλέπω μπροστά μου μία Αλίκη αγνώριστη. Νόμιζες πως είχες να κάνεις με μια Μανιάτισσα η οποία έβγαζε πόνο, έβγαζε θυμό, έβγαζε πίκρα…», θυμόταν ο δημοσιογράφος.
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι με το που είδε το σπίτι άδειο έβαλε τα γέλια με τη μικροπρέπεια του συζύγου της.
«Μου στοίχισε πάρα πολύ το διαζύγιο και ο χωρισμός», θα έλεγε. «Πάλεψα άγρια για να μη χωρίσω, για να τα καταφέρω να συνεννοηθώ με τον άνδρα μου. Δεν τα κατάφερα. Δεν θέλω να καταλογίσω ευθύνες. Και εγώ φταίω. Διαλύθηκε ο γάμος μου και το όνειρό μου να έχω μία οικογένεια».
Οι γνωρίζοντες λένε πως ο γάμος είχε τελειώσει προ πολλού και πως η Αλίκη είχε ήδη συνάψει δεσμό με τον Νίκο Μομφεράτο, με τον οποίο διασκέδαζε στην Ύδρα χορεύοντας έξαλλα σέικ στη Λαγουδέρα.
«Εκεί νομίζω ότι βρήκα τον πιο σωστό άνθρωπο για μένα. Χάθηκε άδικα, έχασα κι εγώ αυτήν τη σχέση», θα έλεγε η Αλίκη για το δεσμό αυτό χρόνια αργότερα.
Ο έρωτάς τους, βέβαια, είχε τελειώσει πολύ πριν ο εκδότης δολοφονηθεί από τη «17 Νοέμβρη». Και δεν ήταν ένας δεσμός χωρίς προβλήματα.
«Μόνο μέσα στο σπίτι ήμασταν καλά», έλεγε εκείνη. «Εκεί όπου ήμουν η Αλίκη. Έξω, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη Βουγιουκλάκη. Έφταιγα που ήμουν γνωστή. Έφταιγα που δεν μπορούσαμε πουθενά να κρυφτούμε».
Έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για τον άνθρωπο που θα γινόταν τελικά ο δεύτερος σύζυγός της. Ο Γιώργος Ηλιάδης ήταν Κύπριος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του εστιατορίου Σκορπιός στην Πλάκα, τη δεκαετία του ’70, κατοπινός σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου. Τον γνώρισε όταν είχε επισκεφτεί το εστιατόριο με τον Μομφεράτο. Το φλερτ ξεκίνησε αμέσως και πολύ γρήγορα ο ένας δεσμός έδωσε τη θέση του στον άλλο.
Ο Ηλιάδης την αγαπούσε, αλλά δεν της χαριζόταν, δεν παραδινόταν άνευ όρων στη διπλωματία της, όταν την έβρισκε λάθος. Στη γενική δοκιμή της «Καμπίρια» το καλοκαίρι του ’79, λίγα δευτερόλεπτα πριν σηκώσει το πόδι της για να καβαλήσει μία μηχανή επί σκηνής, φορώντας ένα σούπερ μίνι, η Αλίκη λέει γελώντας:
«Ω, ξέχασα να βάλω βρακί» και εξαφανίζεται στο καμαρίνι.
«Έπρεπε να το θυμηθείς δύο δευτερόλεπτα αργότερα, θα το πρόσεχαν περισσότεροι», την καρφώνει ο Ηλιάδης.
Όταν καβγαδίζουν εκείνη μιμείται την κυπριακή προφορά του και σκάνε στα γέλια. Οι νυχτερινές έξοδοι μειώνονται και αντικαθίστανται από ταξίδια στην Ευρώπη και αλλού. Μερικές φορές τούς αρκεί να απομονώνονται στο Θεολόγο.
Πριν γνωρίσει την Αλίκη, ο Ηλιάδης είχε ήδη κάνει ένα γάμο και δύο παιδιά, που δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τη σχέση του πατέρα τους με τη διάσημη ηθοποιό, ούτε την απόσταση που τους χώριζε εξαιτίας της. Σε ένα ταξίδι του στην Κύπρο, ο Ηλιάδης βλέπει το γιο του να κοιμάται σκεπασμένος με το παλτό του.
«Θέλω να κοιμάμαι μαζί του όταν λείπεις για να σε μυρίζομαι», του λέει ο πεντάχρονος Ηλίας.
Το μέλλον της σχέσης ήταν προδιαγεγραμμένο. Υποψιασμένη γι’ αυτό που έμελλε να συμβεί, η Αλίκη πιέζει τον Ηλιάδη να παντρευτούν.
Έτσι, ξαφνικά, στις 29 Ιανουαρίου του 1982 έγινε ο δεύτερος γάμος της Αλίκης, στον Άγιο Νικόλαο Ρηγίλλης, υπό άκρα μυστικότητα. Για το γάμο λέγεται ότι δεν γνώριζε κανείς τίποτα, ούτε καν η μητέρα της Αλίκης. Παρόντες ήταν η επιστήθια φίλη της, Μουμού Ηλιοπούλου, η Νότα Κονοπίση, ο Τόλης Σταματίκος, φίλος της Αλίκης. Μέχρι που μια ωραία πρωία ο Ηλιάδης επέστρεψε στην οικογένειά του αφήνοντας την Αλίκη απαρηγόρητη. Γνώριζε όμως καλά τη συνταγή θεραπείας μιας πληγωμένης καρδιάς. Λίγες μέρες μετά το χωρισμό από τον Ηλιάδη, εμφανίστηκε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, όπου θα έπαιζε την «Εβίτα», κρεμασμένη από το μπράτσο του συμπρωταγωνιστή της Βλάσση Μπονάτσου, του «Τσε Γκεβάρα» της παράστασης. Τραγουδιστής των Πελόμα Μποκιού, ροκάς, αντιπροσωπεύει ένα νέο είδος άνδρα για εκείνη.
«Καλά, σε γουστάρω, πολύ σε γουστάρω», της λέει ένα βράδυ στα καμαρίνια, την ώρα που εκείνη τακτοποιεί την κορδέλα του «Τσε» στο κούτελό του.
Ο Βλάσσης την ιντριγκάρει, την αντιμετωπίζει σαν να είναι κοριτσάκι, γκρούπι στη συναυλία του.
«Τι παιδί», λέει η Αλίκη, «αναρχικός σαν κι εμένα, αγωνιστής».
«Αγάπη μου, εμείς οι δυο μαζί θα γεράσεις», λέει ένα βράδυ στον Βλάσση στο Θεολόγο.
«Με ρωτάτε αν με ενοχλεί που είναι νεότερός μου. Αυτό το λέτε εσείς, εγώ δεν το έχω αντιληφθεί. Ούτε ο Βλάσσης με έχει αφήσει να το αντιληφθώ. Είναι τόσο ώριμος, τόσο έξυπνος κι εγώ από φυσικό μου τόσο νεαρή και συγχρόνως με όλες τις εμπειρίες της ηλικίας μου, που τα πάμε πολύ καλά», έλεγε η Αλίκη.
Θα μείνουν μαζί σχεδόν μια πενταετία. Με το που χωρίζουν, το καλοκαίρι του ’87 όμως, η Αλίκη «σκηνοθετεί» ήδη την επόμενη φάση της ζωής της.
Γνωρίζει τον Κώστα Σπυρόπουλο στις οντισιόν για το έργο «Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά», το οποίο θα ανέβαινε την σεζόν ’87-’88 στο θέατρο «Αλίκη». Η υπόθεση του έργου ήθελε τη σαραντάρα ηρωίδα να ερωτεύεται ένα νεαρό άνδρα και να τα τινάζει όλα στον αέρα.
«Τον ξεχώρισα ανάμεσα σε τριακόσιους πενήντα», θα έλεγε η Αλίκη για το συμπρωταγωνιστή της.
«Δεν ήταν εύκολο να παίζεις με το “μύθο” σχολίαζε ο Σπυρόπουλος. «Στις πρόβες είχαμε μία σκηνή με το περιβόητο φιλί. Στις πρώτες πρόβες το φιλί δεν το δίναμε, πηγαίναμε στο παρακάτω. Πέρναγαν οι μέρες και κάποια στιγμή αρχίζει ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο σκηνοθέτης του έργου, να ωρύεται, τι θα γίνει με το φιλί. Μου τη δίνει εμένα και της λέω “έλα εδώ”, τακ και πέφτει το φιλί. Η Αλίκη είπε τότε: “Μπράβο απόδοση ο μικρός!”. Τα φτιάξαμε τελικά ένα μήνα μετά την πρεμιέρα. Ένα βράδυ μείναμε στο καμαρίνι και μιλήσαμε, ήρθαμε κοντά, τρυφερά. Εκεί δώσαμε και το πρώτο φιλί. Καλύτερα από την πρόβα. Μετά πήγαμε βόλτα στη θάλασσα. Το καταπληκτικό ήταν ότι το έργο έδινε αβάντα. Δημιουργούσε καταστάσεις που δεν ήξερες αν είναι ο ρόλος ή η ζωή σου. Και ιδιαίτερα όταν μοιάζει με τη ζωή. Λες, τώρα τι συμβαίνει, τι είναι αυτό; Ο χρόνος έδειξε τελικά τι ήταν. Ερωτευτήκαμε πάρα πολύ. Μετά άρχισε η ανασφάλεια του πόσο θα κρατήσει. Εγώ είχα μία πίστη γι’ αυτό το πράγμα περίεργη»…
Τελικά, ο έρωτας θα κρατούσε σχεδόν δέκα χρόνια και έμελλε να είναι ο τελευταίος της Αλίκης. Ο μύθος λέει ότι λίγο πριν το τέλος η Αλίκη θέλησε να τον επισημοποιήσει, αναγνωρίζοντας το πόσο στάθηκε στο πλευρό της ο νεαρός ηθοποιός. Δεν το δέχτηκε όμως ο ίδιος…
Διαβάστε κι άλλες ερωτικές ιστορίες Αυγούστου στο αφιέρωμα του Grace