Αξιοποιώντας τη δυναμική των Ολυμπιακών Αγώνων
Ήταν Ιούνιος του 1999, όταν ολοκληρώθηκε μία στοχευμένη μελέτη για τη χωροταξική και πολεοδομική θεώρηση της Αθήνας με στόχο την ανάδειξη της με αφορμή τη διοργάνωση των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων 2004, ως Μητροπολιτικού Κέντρου διεθνούς και ευρωπαϊκής ακτινοβολίας. Στη μελέτη – που μεταφράσθηκε στο νόμο με την επωνυμία «Σχεδιασμός, ολοκληρωμένη ανάπτυξη και εκτέλεση Ολυμπιακών Έργων», είχαν αποτυπωθεί όλες οι εγκαταστάσεις με λεπτομέρεια, ενώ καθορίζονταν έγκαιρα οι μεταολυμπιακές τους χρήσεις, σε αντίθεση δηλαδή με τη διάχυτη φημολογία ότι δεν είχε προβλεφθεί η χρήση τους για το διάστημα μετά τους Αγώνες.
Η Αθήνα δεν προσαρμόστηκε στις ανάγκες των Αγώνων, αλλά χρησιμοποίησε το δυναμισμό τους για να ξεπεράσει χρόνια προβλήματα της, να εκσυγχρονιστεί και να συγκλίνει με Μητροπολιτικά Κέντρα στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η επέκταση του μετρό και του προαστιακού σιδηρόδρομου, η κατασκευή του τραμ, η ανανέωση του στόλου των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς με οχήματα χαμηλών εκπομπών ρύπων, οι αστικές αναπλάσεις, τα οδικά έργα (η λεωφόρος Βάρης – Κορωπίου, η Λεωφόρος Μαραθώνος, οι κόμβοι στην παραλιακή λεωφόρο και στην Κηφισίας, κ.α.).
Παράλληλα, η δυναμική των Αγώνων συνέβαλε στην απόκτηση νέων χώρων για την πόλη (όπως αυτός του Ιπποδρόμου της Αθήνας στο Φάληρο, εκεί δηλαδή που σήμερα βρίσκεται το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Εθνική Βιβλιοθήκη και του Φαληρικού μετώπου που όμως παραμένει ακόμα και σήμερα αναξιοποίητος ακυρώνοντας πρακτικά τον αρχικό σχεδιασμό για ένα γενναίο άνοιγμα της πόλης προς τη θάλασσα).
Πολλά έργα σχεδιάστηκαν ώστε να εξυπηρετούν μεταολυμπιακές ανάγκες (λ.χ. το Χωριό Τύπου στο Μαρούσι φιλοξενεί σήμερα το Υπουργείο Παιδείας), ενώ οι αναβαθμίσεις των υποδομών που δρομολογήθηκαν (όπως οι φοιτητικές εστίες του ΕΚΠΑ, τα Ολυμπιακά νοσοκομεία και τα Μουσεία) είχαν θετική συμβολή και κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο. Τέλος η δυναμική των Αγώνων συνδυάσθηκε με έργα υποδομής που δρομολογήθηκαν στις 4 Ολυμπιακές πόλεις (τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και το Ηράκλειο). Χαρακτηριστικά αναφέρεται το α/δ Αγχιάλου που εδώ και έτη φιλοξενεί εμπορικές πτήσεις, υποστηρίζοντας τον τουρισμό της ευρύτερης περιοχής.
«Χρειάσθηκε τουλάχιστον μία δεκαετία για να δρομολογηθεί στην Αθήνα ένα (νέο) έργο της κλίμακας των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων 2004».
Το πρόσημο πολλών Ολυμπιακών έργων ήταν πράσινο, κυρίως αυτών που ενίσχυαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς και βελτίωναν την αστική κινητικότητα, καθώς και των αναπλάσεων που έγιναν στην Αθήνα και στις 4 Ολυμπιακές πόλεις (το άνοιγμα του μετώπου του Ηρακλείου στη θάλασσα στην περιοχή του Καράβολα, είχε χαρακτηριστεί από τον ΟΟΣΑ ως ένα από τα μεγαλύτερα έργα αστικής ανάπλασης). Αν ξεχώριζε ένα έργο, ήταν το Ολυμπιακό Κέντρο Κωπηλασίας στο Σχινιά Μαραθώνα. Πρόκειται για έργο που αποτελεί παράδειγμα επιτυχημένου συνδυασμού αθλητικών υποδομών και περιβαλλοντικής διαχείρισης, συνδυασμός που συνέβαλε στη διατήρηση και την ενίσχυση του φυσικού περιβάλλοντος του βιοτόπου του Σχινιά. Λίγοι θυμούνται ότι ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει η τεχνητή λίμνη (κωπηλατικός στίβος) στο Σχινιά, ήταν ο διάδρομος προσγείωσης/απογείωσης του αεροδρομίου του Μαραθώνα, που λειτουργούσε επί έτη μέσα σε ένα βιότοπο. Και όμως ήταν η κατασκευή του κωπηλατικού στίβου που ενοχλούσε…
Στον τομέα της φιλοξενίας, το σύνολο σχεδόν των ξενοδοχείων στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας ανακαινίστηκαν – μέσα και από ένα σύστημα κρατικών ενισχύσεων -, ενώ η άρση της απαγόρευσης για την ανέγερση καινούργιων ξενοδοχείων, όπως ίσχυε σε περισσότερους από 60 δήμους της Αττικής από το 1986, έδωσε τη δυνατότητα για νέες ξενοδοχειακές μονάδες και συνολικά 10,000 περισσότερες κλίνες. Τέλος, έργα που είχαν σχεδιασθεί ανεξάρτητα των Αγώνων επωφελήθησαν από την ορμή τους, όπως η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, η Αττική οδός, κ.α.
«Χρειάσθηκαν λίγοι μόνο μήνες για να ξεχαστούν τα έργα των Αγώνων».
Στο επίπεδο των Παραολυμπιακών Αγώνων, υιοθετήθηκαν για το σύνολο των νέων υποδομών προδιαγραφές προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρίες, προδιαγραφές που παρέμειναν ως παρακαταθήκη και μετά τους Αγώνες. Παράλληλα τα 30 όλα και όλα δωμάτια σε ξενοδοχεία της Αθήνας που είχαν καταγραφεί ως προσβάσιμα το έτος 2000, εικοσιπλασιάστηκαν με τη λήξη των Αγώνων, νέα προγράμματα ενσωματώθηκαν στα σχολεία για τη συμπερίληψη, μία άλλη αντίληψη διαμορφώθηκε για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες στον αθλητισμό και στον πολιτισμό, στις λειτουργίες και στις υποδομές της πόλης.
Όπως αποδείχθηκε κατά την περίοδο μετά τους Αγώνες, χρειάσθηκε τουλάχιστον μία δεκαετία για να δρομολογηθεί στην Αθήνα ή σε μία από τις 4 Ολυμπιακές πόλεις, ένα (νέο) έργο της κλίμακας των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων 2004. Όπως και χρειάσθηκαν λίγοι μόνο μήνες για να ξεχαστούν τα έργα των Αγώνων.
Το σύστημα διοίκησης – ένα «μικρό Κράτος» μέσα στο Κράτος
Οι απαιτήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων συχνά ξεπερνούσαν τις δυνατότητες της διοίκησης, αναδείκνυαν προκλήσεις για τις οποίες δεν υπήρχαν εύκολες ή γραμμικές λύσεις. Η προετοιμασία έπρεπε να καλύψει το χαμένος έδαφος της αργής εκκίνησης, να ξεπεράσει τις ελλείψεις του φάκελου διεκδίκησης, να διαμορφώσει τις διοικητικές δομές που ήταν αναγκαίες για το εγχείρημα, αλλά και να αντιμετωπίσει τη βαθιά δυσπιστία («θα μας πάρουν τους Αγώνες») για τις ικανότητες της χώρας ως προς τη διοργάνωση ενός εγχειρήματος του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Η προετοιμασία των Αγώνων είχε να αντιμετωπίσει επίσης τη διάχυτη – και απολύτως ατεκμηρίωτη – αντίληψη περί του υπέρογκου κόστους».
Ήταν τότε που διαμορφώθηκε ένα συμπαγές και πολυεπίπεδο σύστημα διοίκησης που αντιμετώπιζε την Ολυμπιακή προετοιμασία ως έργο που διασταυρώνονταν με κάθε τμήμα και δραστηριότητα της διοίκησης και παράλληλα λειτουργούσε, υπό τον Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και τον αρμόδιο για την Ολυμπιακή προετοιμασία Υπουργό Πολιτισμού Ε. Βενιζέλο, ως μηχανισμός στρατηγικού σχεδιασμού, ανάπτυξης υποδομών αλλά και αντιμετώπισης κρίσεων. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα «μικρό κράτος» μέσα στο Κράτος, που έλκυε τη δύναμη του από την ευελιξία που του είχε αποδοθεί μέσα από ειδικά στοχευμένες νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά και που συμπαρέσυρε με το δυναμισμό του ακόμα το δυσκίνητο Κράτος μέσα στο οποίο λειτουργούσε. Και παράλληλα μία Οργανωτική Επιτροπή που υπό την προεδρία της Γ. Αγγελοπούλου ανταποκρίθηκε με μεγάλη επιτυχία στην ευθύνη της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων ως διεθνούς αθλητικού γεγονότος: τα αθλήματα, τη φιλοξενία, τις μεταφορές της Ολυμπιακής οικογένειας, τη διαπίστευση, τις τελετές έναρξης και λήξης και πολλά ακόμα.
Η προετοιμασία των Αγώνων είχε να αντιμετωπίσει επίσης τη διάχυτη – και απολύτως ατεκμηρίωτη – αντίληψη περί του υπέρογκου κόστους των δεκάδων δισεκατομυρίων ευρώ. Όπως εύστοχα παρατήρησε φανατικός χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «Αν υπήρχαν social media, είναι αμφίβολο αν θα φθάναμε στην τελετή έναρξης.»
Η αντίληψη ως προς το υπέρογκο κόστος χρησιμοποιήθηκε μετά τους Αγώνες, ως επιχείρημα ή και άλλοθι για τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι πλήθος οικονομικών εκθέσεων από αξιόπιστους φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σημείωναν ότι οι δαπάνες για την προετοιμασία των Αγώνων του 2004 υπολείπονταν των αντίστοιχων του Σϋδνευ, του Πεκίνου, του Λονδίνου και άλλων διοργανωτριών πόλεων και ότι οριακά διαμορφώθηκαν στο 1.5% του δημόσιου χρέους. Όπως επίσης ότι οι Αγώνες συνέβαλαν σε οικονομική δραστηριότητα ευρείας κλίμακας καθώς και στην έναρξη της μακράς – όπως αποδείχθηκε – άνοιξης του ελληνικού τουρισμού. Σημειώνεται ότι οι δημόσιες επενδύσεις της περιόδου 1999-2004 ενίσχυσαν την παραγωγικότητα της οικονομίας και οδήγησαν στην άνοδο του ΑΕΠ. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται από το ΙΟΒΕ (2015), αν δεν είχαν γίνει οι Αγώνες, το ΑΕΠ της Ελλάδος κατά το έτος 2004 θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο.
Στην πορεία για την Τελετή Έναρξης
Συχνά ακούγεται το ερώτημα αν έγιναν λάθη. Προφανώς και έγιναν, όπως και έγιναν σε όλες τις διοργανώτριες πόλεις που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν (μιά απλή ματιά στο Παρίσι αρκεί). Λάθη θα γίνονταν ακόμα και σήμερα, αν δηλαδή διοργανώναμε εκ νέου τους Αγώνες, άλλωστε είναι το μέγεθος του εγχειρήματος που τα προκαλεί. Αν ξεχώριζα ένα λάθος, θα ήταν η εξαιρετικά περιορισμένη – λόγω της χρονικής πίεσης – διαβούλευση με τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες με αποτέλεσμα τα Ολυμπιακά έργα να αντιμετωπίζονται συχνά ως απειλή παρά ως όφελος. Δεν θα κατέγραφα ως λάθος τις πολλές αθλητικές εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν, άλλωστε το απόθεμα των εγκαταστάσεων που άντεχαν στις προδιαγραφές των Αγώνων ξεκινούσε και τελείωνε (και μάλιστα οριακά) με το ΟΑΚΑ και το ΣΕΦ. Αρκετές αθλητικές εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν ως προσωρινές, ενώ σε άλλες αυξήθηκε πρόσκαιρα η χωρητικότητα τους με λυόμενες κερκίδες.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα τα κατάφερε, πολύ καλύτερα από πολλές άλλες διοργανώτριες πόλεις, ιδιαίτερα μάλιστα αν κάποιος αναλογιστεί το μέγεθος της χώρας αλλά και τις νέες υποχρεώσεις που ανέλαβε στην πορεία της διοργάνωσης, όπως το γιγαντιαίο πρόγραμμα Ολυμπιακής ασφάλειας που σχεδίασε και υλοποίησε με απόλυτη επιτυχία στον απόηχο της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου.
«Ο δυναμισμός και η τεράστια εμπειρία που είχαν αποκτηθεί, δεν κεφαλαιοποιήθηκαν στο βαθμό που έπρεπε».
Πλησιάζοντας στους Αγώνες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που συνόδευσαν όλο το διάστημα της προετοιμασίας περιορίστηκαν σημαντικά και καλλιεργήθηκε ένα σχετικό κλίμα ομοθυμίας. Η προσοχή μεταφέρθηκε στην αυθεντικότητα των τόπων, των ιδεών και των ιδεωδών, στις αξίες δηλαδή που πρέσβευαν οι Αγώνες για την Ελλάδα. Ακολούθησε η τελετή αφής της φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία, η τεράστια σε εύρος και απήχηση λαμπαδηδρομία, το εντυπωσιακό κύμα εθελοντισμού, η άψογη λειτουργία της πόλης κατά την περίοδο των Αγώνων και η μεγαλειώδης τελετή έναρξης που μετέτρεψαν τις φωνές ανησυχίας, δυσπιστίας ή και άρνησης, σε ένα μοναδικό αίσθημα υπερηφάνειας για τη χώρα, την ιστορία αλλά και τις δυνατότητες της.
Και μετά τους Αγώνες;
Κατά την ανάγνωση μου, το ισοζύγιο των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν θετικό. Η κληρονομιά των Αγώνων ενσωματώθηκε άμεσα στην Αθήνα και τις τέσσερεις άλλες Ολυμπιακές πόλεις και τη λειτουργία τους, κυρίως σε ότι αφορά στα οδικά έργα και τα έργα μεταφορών. Η τεράστια προβολή από τους επιτυχημένους Ολυμπιακούς Αγώνες συνέβαλε στη συστηματική άνοδο της τουριστικής κίνησης διαχέοντας σε σημαντικό βαθμό τα οφέλη της διοργάνωσης σε όλη τη χώρα, ενώ σύγχρονη τεχνολογία ενσωματώθηκε στη λειτουργία δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Τέλος, αρκετές Ολυμπιακές εγκαταστάσεις αξιοποιήθηκαν άμεσα, κυρίως για αθλητικές χρήσεις, ενώ κάποιες μετατράπηκαν σε κέντρα παροχής υπηρεσιών ποιότητας ή φιλοξένησαν δημόσιες χρήσεις.
Όμως ο δυναμισμός και η τεράστια εμπειρία που είχαν αποκτηθεί, δεν κεφαλαιοποιήθηκαν στο βαθμό που έπρεπε, ενώ οι νέες – και εξαιρετικά επιτυχείς – διοικητικές πρακτικές που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των Αγώνων γρήγορα έχασαν έδαφος με αποτέλεσμα την υπαναχώρηση στην προγενέστερη κατάσταση.
Συλλογική μεταολυμπιακή αποτυχία – για τις Κυβερνήσεις που ακολούθησαν – αποτέλεσε η αδράνεια για την αξιοποίηση ή/και συντήρηση αρκετών Ολυμπιακών (αθλητικών) εγκαταστάσεων, γεγονός που ενίσχυσε το αίσθημα των πολιτών περί ενός γεγονότος που περισσότερο επιβάρυνε παρά ωφέλησε τη χώρα.
Ως μία τελευταία παρατήρηση, και όπως φάνηκε και από τη (θετική ή αρνητική) απήχηση που είχε η τελετή έναρξης στο Παρίσι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες παραμένουν γεγονός πρώτου μεγέθους. Ομως οι καιροί άλλαξαν, ίσως ήρθε η ώρα να συνδιοργανώνονται από κοινού από 2-3 χώρες, κατανέμοντας κατά αυτό τον τρόπο τα οικονομικά και άλλα βάρη μίας δύσκολης διοργάνωσης και δίνοντας την ευκαιρία και σε μικρότερες χώρες να διεκδικήσουν τους Αγώνες, χωρίς ταυτόχρονα να επωμίζονται το τεράστιο φορτίο που ανέλαβε η Ελλάδα.
Ο Κων/νος Καρτάλης είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ και πρώην Γενικός Γραμματέας Ολυμπιακών Αγώνων στο Υπουργείο Πολιτισμού (2000-2004).