Τον Σεπτέμβριο του 1997, όταν ανακοινώθηκε ότι η Αθήνα θα ήταν αυτή που θα αναλάμβανε να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ήμουν 16 ετών και καθόμουν στο πίσω κάθισμα του οικογενειακού αυτοκινήτου. Διασχίζαμε το κέντρο της Αθήνας, και όταν το ραδιόφωνο μετέφερε τα νέα, επικράτησε πανικός από κόρνες και πανηγυρισμούς. Για να δανειστούμε έναν όρο που θα γινόταν viral κάποιες δεκαετίες ήταν «μια στιγμή παραφροσύνης».
Απογοήτευση
Καθώς όμως η ώρα περνούσε και το αίμα κρύωνε, άρχισα να βυθίζομαι στην απογοήτευση. Υπολόγισα ότι το καλοκαίρι του 2004, όταν πια θα έρχονταν οι Αγώνες στην Αθήνα, εγώ θα ήμουν πλέον 23 ετών. Στα 16 μου, η ηλικία των 23 ετών φάνταζε ως μια ηλικία που φέρει κανείς πλέον το βάρος της ωριμότητας, των υποχρεώσεων και που λίγη όρεξη έχει να τρέχει σε αγώνες και σε πανηγύρια.
«Μέχρι τότε θα έχω πάρει πτυχίο από τη Νομική και θα είμαι ασκούμενος σε δικηγορικό γραφείο. Σιγά μην έχω όρεξη για τέτοια».
Εθελοντής
Τα χρόνια, όμως, πέρασαν, και καλώς ή κακώς τα πράγματα ήρθαν κάπως διαφορετικά. Το καλοκαίρι του 2004 με βρήκε μεν να έχω μπει στη Νομική αλλά όχι και να έχω βγει. Είχα διψήφιο αριθμό χρωστούμενων μαθημάτων στην πλάτη, αλλά και την ίδια όρεξη να εμπλακώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όσο και στα 16 μου.
Ήδη από τα μέσα του 2002 είχα υποβάλει αίτηση για να γίνω εθελοντής. Είχα δει πως ζητούσαν κόσμο για την Τελετή Έναρξης των Αγώνων, και έχοντας κάποιες βασικές γνώσεις μουσικής υπέβαλα αίτηση για εθελοντής μουσικός. Το καλοκαίρι του 2003, ενημερώθηκα ότι είχα επιλεγεί για να στελεχώσω την ομάδα των εθελοντών, που θα έπαιζαν κρουστά στην Τελετή Έναρξης.
Χωρίς ούτε καν να φαντάζομαι ακόμα για το τι θα ζούσαμε εκείνο το βράδυ της τελετής, ο ενθουσιασμός μου ήταν πολύ μεγάλος. Και μεγάλωσε ακόμα περισσότερο από το πέπλο μυστηρίου και μυστικισμού μέσα στο οποίο θα εξελίσσονταν σύντομα τα πράγματα.
Στην κατασκοπία
Στα mail μας λάβαμε συγκεκριμένες πληροφορίες για το πρόγραμμα των προβών (γίνονταν Σαββατοκύριακα), για το μέγιστο επιτρεπτό όριο απουσιών, και φυσικά για την ώρα και το σημείο της πρώτης μας συνάντησης και της επιβίβασής μας σε λεωφορεία της Οργανωτικής Επιτροπής του «Αθήνα 2004». Πρόβα όμως πού θα κάναμε; Μυστήριο.
Μπήκα σε ένα από τα αρκετά πούλμαν που περίμεναν έξω από τον σταθμό «Εθνική Άμυνα», άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Εκεί μας ενημέρωσαν ότι η πρώτη πρόβα, όπως και όλες οι επόμενες, θα γίνονταν σε κάποιες αποθήκες του ΟΣΕ, κάπου προς Μέγαρα, που είχαν παραχωρηθεί για τη χρήση αυτή στην οργανωτική επιτροπή.
Η υπενθύμιση, λίγο πριν μπούμε στην αχανούς έκταση αποθήκη, ότι οφείλουμε να τηρήσουμε όρους εχεμύθειας και πως τίποτα απ΄ όσα κάνουμε, δούμε και ακούσουμε μέσα εκεί, δεν πρέπει να μεταφερθεί εκτός, μ’ έκανε να νιώσω εκπαιδευόμενο μέλος μυστικών υπηρεσιών. Μου το χάλασε όμως το σενάριο η κοπέλα που ήρθε και μας ενημέρωσε ότι ως εθελοντές δικαιούμασταν ένα φαγώσιμο (ίσως μπισκότα) και ένα μπουκαλάκι Amita Motion.
Όπως κατάλαβα αργότερα, η μυστικότητα δεν αφορούσε τόσο αυτό που θα κάναμε εμείς, οι μουσικοί κρουστών της τελετής έναρξης, όσο αυτά που συνέβαιναν ακριβώς δίπλα μας, πίσω από τεράστια παραβάν. Εκεί κατασκευάζονταν τα σκηνικά και τα άρματα της τελετής έναρξης και πιθανότατα έκαναν πρόβα οι ηθοποιοί και οι χορευτές της τελετής.
Κρουστοί
Εμείς οι κρουστοί θα παίζαμε νταούλι χτυπώντας το με την πίσω πλευρά μίας μπαγκέτας ντραμς. Ούτε παίξιμο με δύο χέρια, ούτε βίτσα, όπως συνήθως παίζεται ούτε τίποτα. Για ευνόητους λόγους, είχαν επιλέξει τον απλούστερο τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να παίξει νταούλι.
Επικεφαλής μας και υπεύθυνος για τις πρόβες μας ήταν ο μουσικός και ειδήμων στα κρουστά, Νίκος Τουλιάτος. Οι εβδομάδες και οι μήνες περνούσαν και εμείς είχαμε την εξής αποστολή: Να είμαστε συντονισμένοι, στους χτύπους των κρουστών και στο σήκωμα των χεριών, να ξέρουμε σε ποια υποομάδα ανήκουμε και να ξέρουμε πότε μπαίνουμε στο στάδιο, προς τα πού κινούμαστε και από πού φεύγουμε.
Η δουλειά μας έμοιαζε απλή. Την καθιστούσαν όμως λίγο πιο πολύπλοκη, αφενός η προφανής δυσχέρεια του συντονισμού τόσων ανθρώπων, πρέπει να ήμασταν πάνω από εκατό, αφετέρου η αναπάντεχη δυσκολία ότι πολλοί από τους συμμετέχοντες δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική. Είχαν έρθει στα κρουστά πέφτοντας, πιθανότατα, θύματα κάποιας αναγκαίας «απόσπασης».
Η ατάκα ενός τέτοιου εθελοντή την πρώτη ημέρα των προβών υπήρξε αποκαλυπτική:
«Εγώ για οδηγός έκανα αίτηση, τώρα πώς βρέθηκα να πρέπει να μάθω να βροντάω το νταούλι δεν ξέρω».
Τελική ευθεία
Με τον καιρό πάντως καταφέραμε και γίναμε σύνολο και σε αυτό συνετέλεσε σίγουρα ότι κόπηκαν οι απουσίες.
Ελπίζω να μην ήμουν ο μόνος, που δέχτηκε σχετικό τηλεφώνημα από την οργανωτική επιτροπή. Ήταν Ιούνιος – Ιούλιος το 2004, ήμουν στο πλοίο και επέστρεφα από τα Κουφονήσια. Η κυρία στο τηλέφωνο, με ύφος που δεν σου επέτρεπε να αμφιβάλεις για την αποφασιστικότητά της, μου ξεκαθάρισε ότι σε περίπτωση που έχανα ακόμα μία πρόβα, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω στην ομάδα των κρουστών. Δικαιολογήθηκα πως οι περισσότερες απουσίες που είχα κάνει έγιναν λόγω της εξεταστικής που είχε μόλις ολοκληρωθεί. Δεν θυμάμαι αν αυτή ήταν η αλήθεια, η ανακοίνωση όμως που ακούστηκε από τα ηχεία του φέρι μπόουτ ότι προσεγγίζουμε το λιμάνι του Πειραιά, σίγουρα δεν ενίσχυσε την αξιοπιστία μου.
Τα πράγματα, πάντως, στις πρόβες είχαν αρχίσει να σοβαρεύουν. Η επιμονή και οι επαναλήψεις σε σημεία που εντοπίζονταν οι περισσότερες αδυναμίες μας ήταν όλο και πιο μεγάλη. Η παρουσία του Δημήτρη Παπαϊωάνου σε κάποια από τις τελευταίες πρόβες στις αποθήκες μαρτυρούσε ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία.
Κολοσσαίο
13 Αυγούστου 2004. Η ημέρα της Τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» είχε φτάσει.
Η γενική πρόβα στις 10 Αυγούστου είχε πάει καλά, αλλά ακόμα και αν έγινε μέσα σε ένα γεμάτο από κόσμο στάδιο και σε συνθήκες που προσομοίαζαν πολύ με την επίσημη τελετή, δεν ήταν το ίδιο.
Φτάνοντας το μεσημέρι της Παρασκευής, 13 Αυγούστου στο ΟΑΚΑ με έζωσαν τα φίδια. Μεσολαβούσαν ακόμα κάποιες ώρες για την έναρξη της τελετής αλλά είχε ήδη πολύ κόσμο. Τηλεοπτικά δίκτυα, θεατές, ελικόπτερα της αστυνομίας και το αντιτρομοκρατικό ζέπελιν ακριβώς από πάνω.
Το ΟΑΚΑ και η Τελετή Έναρξης ήταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής και, ούτε λίγο ούτε πολύ, εμείς οι κρουστοί ήμασταν αυτοί που θα δίναμε το σήμα για την έναρξη της Τελετής Έναρξης. Όπως λοιπόν συνήθως συμβαίνει, όταν σε εγκαταλείπει η άγνοια κινδύνου, σε κυριεύει το άγχος.
Καθόμουν σε κάποια αποδυτήρια που μας είχαν παραχωρηθεί ως καμαρίνια και το Ολυμπιακό Στάδιο φάνταζε στο μυαλό μου σαν το Κολοσσαίο. 70.000 αλλόφρονες θεατές (για να μην υπολογίσουμε τα εκατοντάδες εκατομμύρια τηλεθεατών) όχι ακριβώς διψασμένοι για αίμα, αλλά σίγουρα γεμάτοι προσδοκίες για ένα υπερθέαμα, που οφείλαμε να τους προσφέρουμε.
Ευτυχώς πάντως, οι υπεύθυνοι της τελετής δεν μας έριξαν γυμνούς στο λάκκο με τα λιοντάρια.
Ελληνικό δαιμόνιο
Όλοι οι μουσικοί είχαμε κάτω από τα ρούχα μας ένα μικρό τρανζιστοράκι που κατέληγε σε ένα ζευγάρι ακουστικών.
Μέσω συγκεκριμένης συχνότητας, που είχε παραχωρηθεί από ραδιοφωνικό σταθμό στην οργανωτική επιτροπή, ακούγαμε ζωντανά τον μαέστρο Νίκο Τουλιάτο, να μας συντονίζει μετρώντας και δίνοντας το σύνθημα για κάθε μας χτύπημα. Το ελληνικό δαιμόνιο σε μια ακόμα λαμπρή του στιγμή.
Ξεκινάμε
Όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η Τελετή Έναρξης. Μέσα στο ημίφως των παρασκηνίων και νιώθοντας από πάνω μας την προσμονή χιλιάδων θεατών, πήραμε τις θέσεις μας στις εισόδους κάτω από τις κερκίδες του ΟΑΚΑ έτοιμοι για το «ξεκινάμε».
Οι θεατές, παρακολουθώντας από τους πίνακες του σταδίου το βίντεο με την αντίστροφη μέτρηση, μετράνε κι αυτοί. Τα τελευταία δευτερόλεπτα ακούγονται ανακατεμένα σε ελληνικά και αγγλικά: Οκτώ! Επτά! Έξι! Five! Four! Τρία! Δύο! Ένα…!
Αυτό ήταν.
Μπαίνουμε στο στάδιο και με το πρώτο διπλό χτύπημά μας στα νταούλια μας ακούγεται από τις εκφωνήτριες στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά το ιστορικό πια:
«Πολίτες του κόσμου, καλώς ήρθατε στη γιορτή της Αθήνας! Ολυμπιακοί Αγώνες καλωσήρθατε σπίτι σας, καλώς ήρθατε στην Ελλάδα»
Αμέσως μετά, οι πρώτες νότες από το μουσικό σύνολο 47 μπουζουκιών του Θανάση Πολυκανδριώτη.
Στην όχθη της λίμνης
Άλλοι βουρκωμένοι, άλλοι με χέρια που έτρεμαν, άλλοι σαστισμένοι, όλοι όμως «γαντζωμένοι» απ’ όσα είχαμε κάνει και ξανακάνει στις πρόβες και από όσα λέγονταν στα ακουστικά μας, χτυπούσαμε τα κρουστά μας δίνοντας τον εναρκτήριο ρυθμό στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Περπατούσαμε στην όχθη μιας λίμνης, που είχε δημιουργηθεί μέσα στο κέντρο του Ολυμπιακού Σταδίου της Αθήνας, τη στιγμή που οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέστρεφαν στο σπίτι τους, για πρώτη φορά από τότε που αναβίωσαν, το 1896. Πώς στ’ αλήθεια να περιγράψεις αυτήν την αίσθηση.
Παύση. Στις μεγάλες οθόνες του σταδίου, βλέπουμε την κάμερα να φτάνει στο αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας και τότε αρχίζει ο μουσικό διάλογος μεταξύ του μαγνητοσκοπημένου μουσικού- κρουστού στην Ολυμπία και του ολοζώντανου μουσικού – κρουστού που παίζει λίγα μέτρα δίπλα μας.
Μια φλόγα, σαν κομήτης, πέφτει μέσα στη λίμνη του σταδίου και ανάβουν έτσι οι πέντε ολυμπιακοί κύκλοι. Όσο έπλεε το χάρτινο καραβάκι με το αγόρι, υπό τους ήχους της μπάντας του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού που παιάνιζε Μάνο Χατζιδάκι, εμείς αγκαλιαζόμασταν στα παρασκήνια.
Δεύτερη είσοδος
Το πρώτο και δύσκολο είχε περάσει, αλλά έπρεπε να πάρουμε τις θέσεις μας για τη δεύτερη και τελευταία μας είσοδο.
Ξαναβγήκαμε, περίπου 30 λεπτά αργότερα ενώ ακούγεται «Τ’ αστέρι του βοριά», του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι. Έχει μεσολαβήσει η μοναδική αναπαράσταση, σε σύλληψη Δημήτρη Παπαϊωάννου, της πορείας και εξέλιξης του ελληνικού πολιτισμού, από τον Κυκλαδικό Πολιτισμό και τους Μινωίτες ως το ρεμπέτικο πάλκο και τους ναύτες του Τσαρούχη.
Βγαίνουμε με τα κρουστά και είναι η στιγμή που τα νερά της λίμνης αντλούνται και από το κέντρο του σταδίου αναδύεται το δέντρο της ελιάς.
Όποιος ήξερε τους στίχους είχε το ελεύθερο να τραγουδήσει, ή μάλλον έτσι νομίζω. Πολλοί πάντως από όσους ήμασταν εκεί το κάναμε.
Τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι
Τώρα πετώ για της χαράς μου τη γιορτή
(,..)
Φεγγάρια μου παλιά Καινούρια μου πουλιά
Διώξτε τον ήλιο και τη μέρα απ’ το βουνό
Για να με δείτε να περνώ
Σαν αστραπή στον ουρανό
Παράσημο
Η Τελετή Έναρξης ολοκληρώθηκε και την επόμενη ημέρα ακούγοντας και διαβάζοντας τα διθυραμβικά σχόλια, προσπαθούσα, αυτάρεσκα, με κάθε τρόπο και αφορμή να πετάω όπως όπως στην κουβέντα ότι ήμουν κι εγώ μέρος αυτής της τελετής.
Πολύτιμο εργαλείο σε αυτήν μου την προσπάθεια στάθηκε η κάρτα διαπίστευσης των εθελοντών. Τοποθετημένη στην πλαϊνή τσέπη της βερμούδας, με τη φανταχτερή κορδέλα της να κρέμεται με καρφωμένες πάνω της τις καρφίτσες των Αγώνων, έπαιζε τον ρόλο παρασήμου και έδινε πάντοτε μια καλή αφορμή για να πιάσεις κουβέντα στις μεγάλες ημεδαπές και αλλοδαπές παρέες που γλεντούσαν κάθε βράδυ σε διάφορα σημεία της πόλης.
Κυρίως όμως στο Θησείο, που φρεσκοπεζοδρομημένο – τότε- και με το Μοναστηράκι και του Ψυρρή δίπλα του, είχε γίνει σημείο συνάντησης χιλιάδων Μillenials, που με τους Gen Z ακόμα σε παιδική ηλικία, ήμασταν χωρίς ανταγωνισμό, τα νιάτα της εποχής.
Ήταν ακόμα 2004, η οικονομική κρίση μάς περίμενε στη γωνία, αλλά εμείς ακόμα πίναμε αμέριμνοι τα ποτά και τις μπύρες μας. Και πολύ καλά κάναμε. Άλλοι μαζί τα φάγανε, όχι εμείς.
Βοnus track
Eθελοντισμός είναι μια πράξη κοινωνικού χαρακτήρα, που γίνεται χωρίς ατομικό κέρδος και προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Το βέβαιο όμως είναι ότι από τον εθελοντισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 κέρδισα πολλά περισσότερα απ’ όσα έδωσα.
Μου κρατούσε μάλιστα και μια έκπληξη δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2006. Ήμουν φαντάρος προς το τέλος της θητείας μου όταν ενημερώθηκα ότι ως εθελοντής στους Αγώνες του 2004, είχα bonus track δώρο 15 ημέρες επιπλέον άδεια.