Eχουμε διανύσει ήδη μία εβδομάδα μέσα στον μήνα εκείνο που δεν υπάρχουν, κατά τη διαβόητη πλέον ρήση του Ουμπέρτο Eκο, ειδήσεις. Το παράδοξο, φυσικά, είναι ότι αυτή ακριβώς η απουσία ειδήσεων είναι που θα κυριαρχήσει ως είδηση. Μετά το κλείσιμο της Βουλής, όταν και ξεχνιούνται τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας, ακολουθούσαν παραδοσιακά τα «μπάνια του λαού». Να όμως που αυτή η προετοιμασία για τη θερινή ραστώνη αναδεικνύεται σε μείζον πολιτικό θέμα, υπενθυμίζοντας για ακόμα μία φορά πως το προσωπικό γίνεται πολιτικό.
Καταρχάς, είναι η ίδια η δυνατότητα των διακοπών που τίθεται υπό διερώτηση. Με έναν στους τρεις Eλληνες να μειώνει τα ταξίδια λόγω έλλειψης χρημάτων, αυτό που κάποτε θεωρούταν δεδομένο για την πλειονότητα του πληθυσμού έχει μετατραπεί σε καθαρή πολυτέλεια. Αντί για σχέδια πάνω στον χάρτη των Κυκλάδων, τα νοικοκυριά έχουν βρεθεί να υπολογίζουν τις τιμές των τροφίμων στα σούπερ μάρκετ και την τιμή της κιλοβατώρας στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας. Oχι και ό,τι καλύτερο υπό τον ήλιο.
Την ίδια στιγμή είναι και οι ίδιοι οι τουριστικοί προορισμοί που αλλάζουν. Η ραγδαία αύξηση του τουρισμού έχει οδηγήσει, όπως συνέχεια βλέπουμε, σε μια αφύσικη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος των νησιών (αλλά και πολλών τμημάτων της ενδοχώρας): γιγαντιαίες τουριστικές εγκαταστάσεις, αύξηση της κίνησης, σπάνη νερού και ενέργειας. Οι άλλοτε παράδεισοι έχουν μετατραπεί σε περίκλειστους κήπους εξεζητημένης τεχνοτροπίας.
Βλέποντάς τα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τα δύο αυτά φαινόμενα δείχνουν να αποτελούν κρίση σε διαφορετικούς τομείς. Στην πραγματικότητα ωστόσο είναι αλληλοδιαπλεκόμενα και κρούουν το καμπανάκι για την πτώχευση, για να μιλήσουμε με μια οικονομολογική μεταφορά, όχι μιας επιχείρησης, αλλά του κλάδου ολόκληρου: Το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης στην Ευρώπη, με μια εύρωστη μεσαία τάξη και κοινωνική γαλήνη, που μεταφυτεύτηκε στην Ελλάδα κατά τη Μεταπολίτευση, τα 50 χρόνια της οποίας γιορτάζουμε φέτος, καταρρέει.
Πριν λίγα χρόνια ο Γιώργος Λάνθιμος είχε εμπνευστεί για την ελληνική Vogue μια φωτογράφιση που προοικονομούσε το περιβόητο staycation: τα δύο μοντέλα που πρωταγωνιστούσαν πόζαραν με τα μαγιό τους σε ένα καθαρά αστικό περιβάλλον: ταράτσες, ακάλυπτοι, μπαλκόνια με φερ φορζέ και το καθιερωμένο ελληνικό λάστιχο δημιουργούσαν, υπό τον τίτλο «Θάλασσα», ένα περιβάλλον ανοικειότητας, καθώς ο συνδυασμός της προσδοκίας της παραλίας με τη ματαίωση του μπαλκονιού στο οποίο εν τέλει μένεις όξυνε το αισθητικό αποτέλεσμα.
Σήμερα η εικόνα μοιάζει απόλυτα συμβατή με την πραγματικότητα. Μια γρήγορη ματιά στο Instagram, για παράδειγμα, δείχνει ότι παρόμοια κόνσεπτ κυριαρχούν στην καλοκαιρινή ζωή των πόλεων, εξευγενίζοντας μια κατάσταση που κανονικά θα έπρεπε να προκαλεί ανησυχία – ή λέγοντας το αλλιώς, κάνει την ανάγκη φιλοτιμία. Η δημιουργία νέων τρεντ σε περιβάλλοντα υποβάθμισης της ποιότητας ζωής, που προτάσσουν αυτήν ακριβώς την υποβάθμιση ως συνειδητή επιλογή, δείχνει για ακόμα μια φορά πόσο ισχυρά χρησιμοποιεί η αγορά τη διαφοροποίηση αναγκών και προϊόντων. Κάτι εξάλλου θα έπρεπε να είχαμε καταλάβει όταν ξεκινούσαν οι ξεναγήσεις τουριστών στα «επαναστατικά» τοπόσημα των Εξαρχείων – έναντι αδράς φυσικά αμοιβής.
Φυσικά, όλα αυτά δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραβλέπουμε τον νοσταλγικό χαρακτήρα της αναπόλησης του παρελθόντος, όπου κάθε εικόνα χωματόδρομου και ταλαιπωρίας σε ένα εξωτικό για τον κάτοικο της πόλης νησί αντιμετωπιζόταν ως να έχει αύρα παραδείσου. Ακόμα όμως και αν αυτό το όνειρο απόδρασης ήταν απατηλό, δεν μπορούμε να μη βλέπουμε ότι η εξέλιξή του έχει μετατραπεί σε εφιάλτη. Μικρή η παρηγορία ότι αυτός ο εφιάλτης είναι τουλάχιστον κλιματιζόμενος.