Κάθε προηγούμενο μετάλλιο του ανήκε στην Επανάσταση. Μετά από κάθε νέα επιτυχία του μνημόνευε τον Φιντέλ Κάστρο που τόσο τον είχε ευεργετήσει. Το πέμπτο κατά σειρά χρυσό σε Ολυμπιακούς Αγώνες έφερε τον ανυπέρβλητο Μιχαΐν Λόπες πάνω κι από τον ίδιο τον λαοπρόβλητο «Comandante» της Κούβας.
Λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει 42 χρόνια ζωής (20/8), ο «γίγαντας από την Εραντούρα», έβγαλε τα παπούτσια, τα ασπάστηκε, τ’ άφησε ευλαβικά στο ταπί και περπάτησε ξυπόλητος εν μέσω παρατεταμένων χειροκροτημάτων. Είχε μόλις νικήσει 6-0 τον Γιασμάνι Ακόστα στον τελικό της κατηγορίας των 130 κιλών και το όνομά του αποκτούσε την υπόσταση ενός θρύλου των θρύλων.
Ουδείς άλλος στα χρονικά είχε πέντε σερί ολυμπιακές κορυφές στο άθλημά του (Πεκίνο, Λονδίνο, Ρίο, Τόκιο, Παρίσι). Τα είχε καταφέρει το μεγαλόσωμο «chico» από το Πινάρ ντελ Ρίο που σήκωνε κρέατα και καφάσια με φρούτα από τα πρώιμα χρόνια της εφηβείας του.
Η Κούβα απέναντι στην Κούβα
Ο Λόπες δεν είχε παλέψει για τρία χρόνια και σε λίγες ώρες χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει τρεις αρκετά νεότερους αντιπάλους (Λι, Μιρζαζαντέχ, Σαριάτι). Άλλη μια ημέρα στη δουλειά για τον ανίκητο Κουβανό, ο οποίος στον τελικό θα έπρεπε να κοιτάξει στον καθρέπτη και να δει το είδωλό του. Ήταν κι αυτό ένα σημάδι του του τι θα σηματοδοτήσει μια νίκη του.
Ο 36χρονος Γιασμάνι Ακόστα (Φερνάντες) φορούσε το μαγιό της Χιλής. Στην πραγματικότητα ήταν ο μικρός αδερφός του Μιχαΐν Λόπες. Μαζί προπονούνταν καθημερινά επί εννέα χρόνια. Ως ο 2015 που ένα πρωί ο Ακόστα, χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, χρήματα ή άλλες εγγυήσεις, εγκατέλειψε την κουβανική αποστολή, μπήκε σ’ ένα βαν που τον περίμενε στη γωνία του ξενοδοχείου κι εξαφανίστηκε εν κρυπτώ.
Είχε αυτομολήσει στην αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο ίδιος αργότερα θα υποστήριζε πως συν τοις άλλοις δεν μπορούσε πια να ζει στη σκιά του Λόπες, ήθελε να χαράξει έναν αυτόνομο δρόμο του κι αυτή ήταν η μόνη επιλογή.
«Βρέθηκα παγιδευμένος από τον Μιχαΐν. Είναι φίλος μου, αλλά πάντα αυτός ταξίδευε στους σημαντικούς αγώνες. Στους Ολυμπιακούς έστελναν έναν αθλητή και ήταν αυτός. Ήταν κάτι που μ’ εμπόδιζε να εξελίξω την καριέρα μου», είχε πει σε εξομολογητική συνέντευξη.
Ο Ακόστα ζήτησε και έλαβε άσυλο στη Χιλή. Μέσα στην επόμενη διετία εξασφάλισε υπηκοότητα, διαβατήριο κι ένα νέο επώνυμο δίπλα στο δικό του, αρχίζοντας μια νέα, παράλληλη ζωή.
Όσοι είδαν τον τελικό της Τρίτης, αντιλήφθηκαν πως για τον Μιχαΐν Λόπες δεν ήταν μια βολική, συναισθηματικά, συνθήκη αυτή που κλήθηκε να διαχειριστεί και στο τέλος να φέρει εις πέρας. Εκείνη τη στιγμή η Κούβα αντιμετώπιζε την άλλη Κούβα. Πρόσεχε πολύ τις κινήσεις του, τα αγκαλιάσματα ήταν αρκετά απαλά. Σίγουρα δεν ήθελε να χάσει, όπως και δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν, αλλά δεν πίεζε μέχρι εσχάτων τον Ακόστα.
Ο Κουβανός παλαιστής προτίμησε να επιβληθεί με έναν διαφορετικό τρόπο. Αυτόν που, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του, τον τοποθέτησε στο πάνθεον της ελληνορωμαϊκής, στο πάνθεον των Ολυμπιακών Αγώνων, στο πάνθεον του παγκόσμιου αθλητισμού. Ο Φιντέλ Κάστρο δεν ζει πια για να τον υποδεχθεί στην Αβάνα, αλλά η Κούβα (του) ήταν ξανά περήφανη.