Νέα μεγάλης κλίμακας επιστημονική μελέτη από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας υποστηρίζει ότι οι μάσκες ωφελούν την υγεία, καθώς η χρήση χειρουργικών μασκών σε δημόσιους χώρους φαίνεται να οδηγεί σε σημαντική μείωση των λοιμώξεων του αναπνευστικού, όπως αναφέρει το vita.gr.

Στην μελέτη, που σχεδιάστηκε ως μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή και διεξήχθη στη Νορβηγία μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 2023, συμμετείχαν 4.575 ενήλικες συμμετέχοντες με μέσο όρο ηλικίας 51 ετών, εκ των οποίων το 61% ήταν γυναίκες. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες κλήθηκαν να φορέσουν χειρουργικές μάσκες προσώπου σε δημόσιους χώρους για δύο εβδομάδες, ενώ οι άλλοι μισοί έκαναν τις συνήθεις ρουτίνες τους χωρίς.

Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια στην αρχή και στο τέλος της περιόδου της μελέτης, αναφέροντας τα δημογραφικά τους στοιχεία, τις συνήθειες χρήσης μάσκας και τυχόν αναπνευστικά συμπτώματα που παρουσίασαν. Οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης δεδομένα για λοιμώξεις COVID-19 από το εθνικό μητρώο της Νορβηγίας. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, όσοι φορούσαν μάσκες εμφάνισαν λιγότερα αναπνευστικά συμπτώματα σε σύγκριση με εκείνους που δεν φορούσαν.

Υγεία & μάσκες

Συγκεκριμένα, το 8,9% των συμμετεχόντων στην ομάδα με μάσκα ανέφερε αναπνευστικά συμπτώματα που σχετίζονταν με λοίμωξη, σε σύγκριση με 12,2% στην ομάδα ελέγχου (χωρίς μάσκα). Αυτό αντιπροσωπεύει μείωση 3,2% στον κίνδυνο, που ισοδυναμεί με περίπου 3.300 λιγότερες μολύνσεις ανά 100.000 άτομα, μείωση που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την δημόσια υγεία, αναφέρουν οι ερευνητές.

Το χρονοδιάγραμμα της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο BMJ, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Διεξήχθη κατά τη διάρκεια της τυπικής περιόδου γρίπης στην Νορβηγία, προσφέροντας νέα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της μάσκας σε ένα περιβάλλον αναπνευστικών ασθενειών, που δεν σχετίζεται με τον κορωνοϊό. Αυτό υποδηλώνει ότι η χρήση μάσκας θα μπορούσε να είναι ένα πολύτιμο εργαλείο όχι μόνο για έκτακτες καταστάσεις, όπως η πανδημία αλλά και για τη διαχείριση εστιών εποχιακών ασθενειών.

Ωστόσο, ένας από τους περιορισμούς της μελέτης ήταν ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν τα συμπτώματά τους και ότι δεν επιβεβαιώθηκαν εργαστηριακά. Πιο συγκεκριμένα ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν τυχόν συμπτώματα που συνάδουν με λοίμωξη του αναπνευστικού, που ορίζεται ως πυρετός και ένα αναπνευστικό σύμπτωμα (όπως βουλωμένη μύτη ή καταρροή, πονόλαιμος, βήχας, φτέρνισμα, βαριά αναπνοή) ή ένα αναπνευστικό σύμπτωμα και τουλάχιστον δύο άλλα συμπτώματα (όπως πόνος στο σώμα, μυϊκός πόνος, κόπωση, μειωμένη όρεξη, πόνος στο στομάχι, πονοκέφαλος, απώλεια όσφρησης).