Σε κεντρικό στοίχημα της επόμενης τριετίας αναδεικνύεται για τις τράπεζες η ανάπτυξη των εργασιών στις χρηματοδοτήσεις λιανικής. Ο λόγος γίνεται για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, οι εκταμιεύσεις των οποίων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την περίοδο υπερανάπτυξης του τομέα κατά τη δεκαετία του 2000, μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ.
Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, τόσο στα αυστηρότερα πιστοληπτικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται πλέον κατά την αξιολόγηση των ενδιαφερόμενων, όσο και στη χαμηλή ζήτηση από τα νοικοκυριά για τη δημιουργία νέων ανοιγμάτων.
Όπως λένε οι ίδιοι κύκλοι, «αυτήν τη στιγμή τα ίδια κεφάλαια κυριαρχούν στην πλειονότητα των συναλλαγών, τόσο για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, όσο και για την απόκτηση στέγης».
Η αλήθεια είναι ότι οι εκταμιεύσεις νέων δανείων προς νοικοκυριά ενισχύθηκαν σταδιακά από το 2016, καθώς το μακροοικονομικό περιβάλλον βελτιώθηκε, η εμπιστοσύνη ανέκαμψε και οι τράπεζες ενίσχυσαν κεφάλαια και ρευστότητα, μετά την περιπέτεια του 2015.
Αλλαγή τάσεων
Ωστόσο, η δυναμική αυτή ανακόπηκε το 2022, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της ανόδου των επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα από τη δημιουργία της Ευρωζώνης.
Το ακριβότερο χρήμα, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ανέκοψε τις ανοδικές τάσεις μεγέθυνσης των χαρτοφυλακίων λιανικής.
Η εκ νέου αντιστροφή τους, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, προϋποθέτει τη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πάνω από το 2%, αλλά και την αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος.
Όπως λένε, «η μείωση των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ, που έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά και η περαιτέρω βελτίωση της βαθμολογίας των ελληνικών τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, θα επιτρέψει την παροχή φθηνότερων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία».
Οι τράπεζες αισιοδοξούν ότι και οι δύο συνθήκες θα ικανοποιηθούν μέσα στην ερχόμενη χρονιά, ανοίγοντας το δρόμο για την αύξηση των χρηματοδοτήσεων προς τα νοικοκυριά.
Οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαίου άλλωστε επιτρέπουν το περαιτέρω άνοιγμα της κάνουλας των χορηγήσεων, η οποία προς το παρόν έχει επιτευχθεί μόνον στην επιχειρηματική πίστη.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα πλάνα της περιόδου 2024 – 2026 των τεσσάρων συστημικών ομίλων, η ανάπτυξη των εργασιών στα δάνεια λιανικής, αποτελεί κλειδί για την επίτευξη των στόχων κερδοφορίας.
Μπορεί στην κορυφή των εκταμιεύσεων, με βάση τις προβλέψεις των τραπεζών, να παραμείνουν τα επιχειρηματικά δάνεια, είναι απαραίτητη όμως και η ενίσχυση των στεγαστικών και καταναλωτικών χορηγήσεων, για να βγουν τα νούμερα.
Οι επόμενες κινήσεις
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό τους για την προσέλκυση νοικοκυριών με επαρκή εισοδήματα.
Ειδικότερα, προχωρούν συνεχώς τους τελευταίους μήνες σε μειώσεις των επιτοκίων που προσφέρουν στα δάνεια, τόσο στα στεγαστικά, όσο και στα καταναλωτικά.
Οι προσφορές τους προβλέπουν επίσης απαλλαγή από τα έξοδα του αιτήματος ή και επιβράβευση μέσω των συστημάτων ανταμοιβής καρτών.
Παράλληλα, επιχειρούν να προσεγγίσουν όσους επιμένουν να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για τη χρηματοδότηση των αναγκών τους.
Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν λανσάρει προνομιακά δανειακά προγράμματα με ενέχυρο μετρητά, τα οποία εξασφαλίζουν πολύ χαμηλό κόστος.
Μέσω αυτών οι δανειολήπτες, διατηρώντας ανέπαφη την κινητή τους περιουσία, εξασφαλίζουν πολύ φθηνή ρευστότητα για οποιοδήποτε σκοπό.
Για παράδειγμα, πρόσφατα συστημικός όμιλος λάνσαρε στεγαστικό δάνειο, χωρίς προσημείωση ακινήτου, αλλά με εγγύηση καταθέσεων.
Το πλεονέκτημά του είναι ότι τα χρήματα του δανειολήπτη, κατά τη δέσμευσή τους τοκίζονται, αποφέροντας ένα ετήσιο εισόδημα, ενώ η διαδικασία ολοκληρώνεται ταχύτερα και με μικρότερο κόστος, καθώς αποφεύγεται η προσημείωση ακινήτου.
Καλύπτεται με τον τρόπο αυτό ένα σημαντικό ποσοστό του κόστους χρηματοδότησης και η συνολική περιουσία του πελάτη αυξάνεται.
Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν λανσάρει προνομιακά προγράμματα και στην καταναλωτική πίστη με εξασφάλιση μετρητά ή ακίνητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη δημιουργία ενός νέου δανείου από μεγάλη τράπεζα με σταθερό επιτόκιο 4,5% για το σύνολο της διάρκειας εξόφλησης, για ποσά έως 100.000 ευρώ.
ΠΗΓΗ: ot.gr