Η κεντροαριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι. Από το 2019, στο σύνολο των εκφάνσεων της, βρίσκεται σε διαρκή εκλογική υποχώρηση. Το φαινόμενο αυτό συναντάται διεθνώς με σταθερά χαρακτηριστικά τα τελευταία χρόνια. Μέσα στη δίνη των πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών, που προέκυψαν μετά από 30 χρόνια νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, έχει απωλέσει την ιδεολογική ηγεμονία της και έχει αποκοπεί από το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων που γενετικά οφείλει γνήσια να εκπροσωπεί. Ένα σημαντικό τμήμα των μικρών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων νοιώθει ξεχασμένο και προδομένο. Στρέφεται είτε στην αποχή είτε σε επιλογές λαϊκίστικων σχημάτων μιας χρήσης. Συχνά κατευθύνεται ακόμα και σε ακροδεξιά κόμματα που «πουλούν» ψεύτικες και εύκολες λύσεις σε πραγματικά προβλήματα.
Το ΠΑΣΟΚ, η παράταξη που στην Ελλάδα διαχρονικά εκπροσώπησε το προοδευτικό εγχείρημα στα εθνικά πλαίσια, επιβίωσε μετά από την κάθετη πτώση της Μνημονιακής περιόδου. Χωρίς εκρήξεις και με διστακτικά βήματα ανέκτησε την αξιοπιστία του και ανακατέλαβε μέρος της εκλογικής επιρροής του χωρίς όμως να μπορέσει ακόμα να πείσει ως κυβερνητική επιλογή. Κατέκτησε όμως σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του αυτονομία ως βασικός δυνητικός εκφραστής της κεντροαριστεράς. Δεν ήταν αυτονόητο ούτε πρέπει να υποτιμάται. Τα βασικά συμπεράσματα των πρόσφατων Ευρωεκλογών είναι η πρωτοφανής ρωγμή στην πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας (κατακόρυφη μείωση για κόμμα που έλαβε 41% ένα μόλις χρόνο πριν) και η διαπίστωση των πεπερασμένων εκλογικών δυνατοτήτων του νέου προσωποπαγούς ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη.
Είναι σαφές στο σύνολο του δημοκρατικού κόσμου πως ισχυρή δημοκρατική παράταξη και νικηφόρος κεντροαριστερά, ή θα υπάρξει με πυρήνα το ΠΑΣΟΚ ή δεν θα υπάρξει. Για αυτό και εύλογα οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ προκαλούν έντονο ενδιαφέρον και στην κοινωνία και στα υπόλοιπα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι δεν ήταν η ώρα για εκλογή νέας ηγεσίας, αλλά για μια αμιγώς πολιτική διαδικασία με σκοπό την διακρίβωση της πολιτικής ταυτότητας της παράταξης. Πρώτα να δούμε ποιους εκφράζουμε και με ποια εργαλεία μπορούμε να πραγματώσουμε τις διαχρονικές μας αξίες. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να εκφράσει την πλατιά κοινωνική συμμαχία του κόσμου της εργασίας, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, του αγροτικού κόσμου, να γίνει ξανά η φωνή των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου. Αλλά κυρίως να εκφράσει τις αγωνίες της νέας γενιάς που χωρίς αγοραστική δύναμη και πρόσβαση στην στέγαση, παρατηρεί τα όνειρα της για δημιουργία και ευημερία να απομακρύνονται, να γίνονται αδύνατα.
Η χώρα χρειάζεται πολιτική αλλαγή. Όσο η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στο σημερινό μοντέλο της φτηνής εργασίας και της χαμηλής παραγωγικότητας, όσο στηρίζεται στην υψηλή κατανάλωση και λιγότερο στις επενδύσεις, τόσο η χώρα θα παραμένει σε υστέρηση, θα μειονεκτεί σε ανταγωνιστικότητα, θα εξωθείται σε νέο δανεισμό και δημοσιονομικά ελλείματα, θα διευρύνονται οι ανισότητες.
Για να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει τον φορέα της αναγκαίας πολιτικής αλλαγής θα πρέπει να επανεπινοήσει τον εαυτό του στο νέο απαιτητικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Να επιδιώξει τη διεύρυνση κυρίως προς τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, να αφουγκραστεί τις ανησυχίες και τους στόχους όσων δημιουργούν και επιβιώνουν καθημερινά «χωρίς πλάτες» και να απευθύνει ευρύ προσκλητήριο σε κάθε δημοκρατικό και προοδευτικό πολίτη ανεξάρτητα από τις επιλογές που αυτός έκανε την προηγούμενη δύσκολη δεκαετία. Να παντρέψει τις πολλές «ψυχές» της δημοκρατικής παράταξης για να ανακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία της. Πρώτον την σοσιαλιστική /σοσιαλδημοκρατική της διάσταση.
Ένα σοσιαλιστικό κόμμα οφείλει να ξέρει ποιους εκφράζει και με ποιους έχει διάθεση να συγκρουστεί. Το περίφημο «ποιος-ποιόν». Η καρδιά του του σημερινού εθνικού προβλήματος είναι το «κοινωνικό ζήτημα», ο άδικος και άνισος τρόπος με τον οποίο διανέμεται ο παραγόμενος πλούτος σε βάρος όχι μόνο των εργατικών στρωμάτων αλλά και της μεσαίας τάξης. Οι διαρκείς μεταβιβάσεις εισοδήματος μέσω της ακρίβειας, των καρτέλ στην ενέργεια και στα τρόφιμα, της απουσίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας από την κοινωνική πλειοψηφία προς τις ελίτ που διευρύνουν τις ανισότητες και δεν επιτρέπουν την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη. Χρειάζεται συνεκτικό σχέδιο για ένα σύγχρονο και ισχυρό κοινωνικό κράτος πρόνοιας, όπου η υγεία, η παιδεία και η κοινωνική ασφάλιση θα είναι δημόσια αγαθά που θα διασφαλίζουν την κοινωνική κινητικότητα. Η αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης και η ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης είναι προϋποθέσεις για την κοινωνική ανόρθωση. Δεύτερο την μεταρρυθμιστική της διάσταση.
Η διαρκής μεταρρύθμιση δομών είναι το κλειδί της προόδου και της ευημερίας στη σημερινή περίοδο των συνεχών μετασχηματισμών. Όταν δεν αλλάζεις και μένεις πίσω, οι εξελίξεις σε ξεπερνούν. Και τη στασιμότητα αυτήν, πάντα, την πληρώνουν στο τέλος οι αδύναμοι. Η ενίσχυση της οικονομίας της γνώσης, η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας με χρηματοδοτικά εργαλεία και η επένδυση στην τεχνητή νοημοσύνη είναι άμεσες ανάγκες. Η χώρα χρειάζεται άλλο παραγωγικό μοντέλο. Ο μεταρρυθμισμός όμως δεν μπορεί να είναι απρόσημος. Αν δεν είναι ανθρωποκεντρικός, αν δεν υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι κενό γράμμα, είναι τελικά πισωγύρισμα.
Τρίτο αλλά όχι έλασσον, την πατριωτική της διάσταση.
Ο πατριωτισμός είναι ταυτόσημος με την πορεία της δημοκρατικής παράταξης στη χώρα μας, στις μεγάλες διαιρετικές τομές του 20ου αιώνα. Βενιζελισμός, Εθνική Αντίσταση, Κυπριακό και Γενιά του 1-1-4, Αντιδικτατορικός Αγώνας, 3η Σεπτέμβρη 1974, Αλλαγή. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ευρωπαϊκής περιφερειακής ολοκλήρωσης, ανάδυσης ενός πολυκεντρικού κόσμου, γεωπολιτικής κινητικότητας και διαρκούς πίεσης του αναθεωρητικού τουρκικού κράτους, η Ελλάδα ως κράτος και ο ελληνισμός ως διακριτή πολιτισμική ταυτότητα, πρέπει να εξελίσσονται με πρωταγωνιστικό ρόλο ως παράγοντες ασφάλειας, ειρήνης και σταθερότητας μέσα σε έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο. Ο δημοκρατικός-λαϊκός πατριωτισμός σε αντίθεση με τον μισαλλόδοξο εθνικισμό, είναι η προοδευτική εξωστρεφής ταυτότητά μας, που πρέπει να εξειδικεύεται σε συγκεκριμένες πολιτικές.
Αν η άσκηση πολιτικής μετατραπεί σε ένα απλό τεχνικό ζήτημα διαχείρισης της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, η κεντροαριστερά θα χάνει διαρκώς. Πιστεύω πως η πολιτική για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται όραμα με πιστή στη διαρκή αλλαγή για την βελτίωση της ζωής των πολλών. Απαιτείται αντίληψη της διαδρομής, του ιστορικού ρόλου και του εύρους της παράταξης, σχέδιο που να διασφαλίζει την αμφίπλευρη διεύρυνση αυτής, ώστε να καλύψει τα πραγματικά της όρια από την αριστερά έως το κέντρο και βέβαια να εγγυηθούμε την αυτονομία της από οικονομικά και άλλα συμφέροντα.
Με ένα σοσιαλιστικό, μεταρρυθμιστικό και πατριωτικό κίνημα να τολμήσουμε. Με ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ να κινητοποιήσουμε της δυνάμεις της δημιουργίας με στόχο μια «ρεαλιστική ουτοπία».