Η επιλογή του Επιτρόπου στην ΕΕ θεωρείται (και είναι) μία σχετικά σοβαρή υπόθεση. Όχι επειδή – κατά παρανόηση – εκπροσωπείται η χώρα στο κατ’ εξοχήν εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, αλλά κυρίως επειδή εκεί λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις του εκάστοτε Πρωθυπουργού, όποτε βρίσκεται σε θέση να επιλέξει ποιον ή ποια θα στείλει στις Βρυξέλλες για μία πενταετία, (θα έπρεπε να) έχουν κατ’ αρχάς ευρωπαϊκό χαρακτήρα και δευτερευόντως οτιδήποτε άλλο.
Η μετακίνηση του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό πόστο είναι προφανές ότι έχει (και) άλλα κίνητρα, δίχως να αμφισβητείται η γνώση και η επάρκεια του και όσο εκκρεμεί το χαρτοφυλάκιο που θα αναλάβει.
Ηταν ανθυποψήφιος του Πρωθυπουργού στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ το 2015, έχει ένα σαφές πολιτικό προφίλ και εκλέγεται σε μία περιοχή όπου η κυβέρνηση δέχεται παντοιοτρόπως πιέσεις από τα δεξιά.
Είναι δε ο δεύτερος από τους υποψηφίους αρχηγούς του 2015 που μετακινείται στις Βρυξέλλες, έπειτα από τον πρώην πρόεδρο της ΝΔ, ο οποίος προσφάτως εκλέχθηκε ευρωβουλευτής για μία δεύτερη θητεία. Ο τρίτος εσωκομματικός αντίπαλος του Πρωθυπουργού σε εκείνη τη διαδικασία έχει σταθερά μία θέση στο υπουργικό συμβούλιο.
Καμία έκπληξη σε όλα αυτά, πρόκειται για μία κλασική έκφανση της πολιτικής, των ισορροπιών και των συμβιβασμών, που άλλοτε είναι αναγκαίοι, άλλοτε επιβεβλημένοι εκ των συνθηκών.
Είναι όμως η απόφαση του Πρωθυπουργού για τον Επίτροπο και μια σαφής ένδειξη για τις πολιτικές του ανησυχίες και τις προληπτικές κινήσεις που φαίνεται ότι ήδη έχει αποφασίσει να κάνει στην νέα πολιτική περίοδο, με το βλέμμα στραμμένο στα δεξιά.