Δημοσιογράφος, συγγραφέας, πολιτικός. Πολυγραφότατη και μάχιμη στο ελεύθερο πολιτικό ρεπορτάζ στις εφημερίδες, στις ανταποκρίσεις από τις συρράξεις στη Μέση Ανατολή και στις συνεντεύξεις της με αρχηγούς κρατών, αλλά και στις επάλξεις της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου μέσα από τις εκπομπές της στην ΕΡΤ.
Τα βιβλία της πολύτιμη ιστορική παρακαταθήκη, η πολιτική της δράση (εκλέχθηκε βουλευτής του Συνασπισμού στη Λάρισα το 1996 και αντιδήμαρχος στον Δήμο Αθηναίων με τον συνδυασμό της Ντόρας Μπακογιάννη το 2003) υπόδειγμα ανήσυχου πνεύματος, η ζωή της ανάγνωσμα ανοιχτό μέσα από το οποίο περνάει η Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (είναι κόρη του βουλευτή του ΚΚΕ Κώστα Λουλέ που πέρασε χρόνια στη φυλακή και στην εξορία και υπήρξε σύζυγος του αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη).
Η Νίτσα Λουλέ θυμάται σήμερα στιγμές των συναντήσεων της με πολιτικά πρόσωπα της Μεταπολίτευσης, με αφορμή την ειδική έκδοση για το ΒΗΜΑ των βιογραφιών της για τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Χαρίλαο Φλωράκη (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Η βιογραφία Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1996, Ελληνικά Γράμματα) κυκλοφορεί μαζί με το ΒΗΜΑ την Κυριακή 4 Αυγούστου και η βιογραφία Χαρίλαος Φλωράκης (1995, Ελληνικά Γράμματα) την Κυριακή 11 Αυγούστου.
Τι σας παρακίνησε να γράψετε βιογραφίες πολιτικών προσώπων; Η αναζήτηση της βαθύτερης καταγραφής της ελληνικής πολιτικής ιστορίας ή μήπως απλά το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα των πολιτικών;
Θα έλεγα το δεύτερο, γιατί πολιτικά όλοι είχαν γράψει για όλους. Η ενασχόλησή μου με τις βιογραφίες έγινε τελείως τυχαία εκείνη την εποχή και οι πολιτικοί για τους οποίους έγραψα ηγήθηκαν κομμάτων ή κυβερνήσεων. Όταν ήμουν ανταποκρίτρια στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ένας συνάδελφος δημοσιογράφος και εκδότης που είχε διαβάσει το βιβλίο μου για τον Ξυλούρη (Νίκος Ξυλούρης – Η ζωή και το τραγούδι του, Εκδόσεις Καραμπελόπουλος) μου είπε: «Δεν γράφεις μια σειρά με βιογραφίες πολιτικών;» Βρήκα την πρόταση πολύ ωραία ως ιδέα, αλλά δεν ήθελα να ασχοληθώ μόνο με την πολιτική πλευρά των προσώπων.
Έτσι ξεκίνησα με τη βιογραφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που ήταν και ο πιο μεγάλος την εποχή εκείνη σε ηλικία και σωστά έπραξα όπως φάνηκε, γιατί ‘’έφυγε’’ προτού προλάβει να διαβάσει το βιβλίο. Η επιθυμία μου ήταν να είναι εν ζωή οι άνθρωποι με τους οποίους καταπιανόμουν στις βιογραφίες ώστε να έχουν τη δυνατότητα να τις διαβάσουν. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πρόεδρος του Κόμματος Νεοφιλελεύθερων, ο Γιάννης Ζίγδης της Ε.ΔΗ.Κ., ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου πρόεδρος του ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ., ο Ευάγγελος Αβέρωφ επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Λεωνίδας Κύρκος πρόεδρος και γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Χαρίλαος Φλωράκης, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ. Η βιογραφία του Κωστή Στεφανόπουλου που εκλέχθηκε από τη βουλή Πρόεδρος της Δημοκρατίας γράφτηκε αργότερα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Γεώργιος Μαύρος έφυγαν από τη ζωή και δεν πρόλαβα να ασχοληθώ με τις βιογραφίες τους. Το σκεπτικό ήταν να αναδειχθεί η ανθρώπινη πλευρά των πολιτικών προσώπων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρείσφρησε στα βιβλία η πολιτική. Ήθελα όμως περισσότερο να δω τον άνθρωπο.
Η οικογένειά σας είχε μακρά ιστορία και αγώνες στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Θα μπορούσε να σας ενδιαφέρει ειδικότερα το θέμα της καταγραφής της πολιτικής ιστορίας.
Γνώριζα τους πολιτικούς σε προσωπικό επίπεδο – άλλον λιγότερο άλλον περισσότερο – λόγω της δουλειάς μου μέσα από το ελεύθερο πολιτικό ρεπορτάζ που έκανα στην Απογευματινή. Εκείνο τον καιρό με ενδιέφερε κυρίως η ανθρώπινη διάσταση πίσω από κάθε πολιτικό.
«Μην αλλάξεις τίποτα από αυτά που σου λέει το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο της βιογραφίας. Ό,τι και να σου έχει πει, πρέπει να το συμπεριλάβεις στο βιβλίο. Δεν πρέπει να προσπαθήσεις να αμβλύνεις γωνίες, να ωραιοποιήσεις καταστάσεις».
Ποια είναι τα συστατικά μιας επιτυχημένης βιογραφίας;
Πρώτα απ’ όλα, να μην προσπαθήσεις να αλλάξεις τίποτα από αυτά που σου λέει το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο της βιογραφίας. Ό,τι και να σου έχει πει, πρέπει να το συμπεριλάβεις στο βιβλίο. Δεν πρέπει να προσπαθήσεις να αμβλύνεις γωνίες, να ωραιοποιήσεις καταστάσεις. Το λέω αυτό γιατί είχε γραφτεί στο βιβλίο μου για τον Στεφανόπουλο κάτι, το οποίο εκείνος το είχε πει με πάρα πολύ μεγάλη άνεση. Μετά όμως υπήρξαν αντιδράσεις, όχι ωστόσο από τον ίδιο.
Λόγω της προσωπικής φιλίας σας με τον Χαρίλαο Φλωράκη, η βιογραφία του είχε πιο οικεία διάσταση για εσάς;
Η σχέση μου με τον Χαρίλαο ήταν άλλη, αλλά σε ότι αφορά το βιβλίο με παίδεψε πολύ, σε αντίθεση με τον Αβέρωφ και τον Μητσοτάκη. Ο Αβέρωφ που μου ήταν τελείως ξένος και πραγματικά πολύ μακριά από μένα πολιτικά, αποκαλύφθηκε ως ένας άνθρωπος πολύ μορφωμένος, πάρα πολύ ζεστός. Είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία – ούτε καν ρώτησε τι έχω γράψει στο βιβλίο. Ούτε καν το είδε ούτε μία φορά. Σαν να ήθελε να μου πει: «Aυτά που είπα αυτά είναι. Τώρα εσύ αν θες να τα παραποιήσεις, δικό σου θέμα», κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει φυσικά.
Άλλαξαν οι απόψεις σας για τα πρόσωπα μετά από την ολο κλήρωση κάθε βιογραφία;;
Σε πολιτικό επίπεδο όχι, σε προσωπικό επίπεδο, ναι, όπως έγινε με τον Αβέρωφ. Ο Αβέρωφ ήταν σκληρά αντικομμουνιστής, αλλά σε προσωπικό επίπεδο ήταν έκπληξη για μένα. Εξαιρετικός! Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τον γνώριζα, ήξερα την οικογένεια. Επίσης θα έλεγα και για τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου, ο οποίος ήταν ένας κύριος με «κ» κεφαλαίο. Με τον Λεωνίδα Κύρκο είχα γνωριμία από μωρό παιδί. Ο Λεωνίδας ήταν αγάπη, σεβασμός, όλα.
Κάνει εντύπωση ότι στη βιογραφία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ξεκινάτε με τη φράση ότι «ήρθε η ώρα να βρεθώ απέναντι σε έναν άνθρωπο που στα νιάτα μου έβρισα όσο κανέναν άλλο πολιτικό, που μεγαλώνοντας γνώρισα για λόγους κοινωνικούς και επαγγελματικούς και που μέσα μου ποτέ δεν δέχθηκα και πολύ περισσότερο δεν αποδέχθηκα».
Ναι, φυσικά. Δεν μπορώ να ξεχάσω την αποστασία. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια που ακολούθησαν, ούτε μπορώ να ξεχάσω την δικτατορία που ήταν απόρροια αυτής της ιστορίας. Σε προσωπικό επίπεδο υποφέραμε σαν οικογένεια. Εγώ, οι γονείς μου, ο αδερφός μου. Σαφώς και δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Αλλά μπορώ να πω ότι προχωράμε. Δηλαδή δεν θα καθίσω με το σπαθί στο χέρι και όποιος περνάει θα του παίρνω το κεφάλι. Αλλά η αποστασία ήταν ένα λάθος.
Γράφω επίσης και για τον προπηλακισμό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο Κολυμπάρι Χανίων το 1977 στον οποίο ήμουν και είμαι αντίθετη. Το θέμα δεν είναι να πετάξουμε την πέτρα στο κεφάλι του πολιτικού αντιπάλου. Αυτό δεν θα το έκανε ποτέ ο Χαρίλαος, ποτέ ο Λεωνίδας. Δεν ανήκει στην Αριστερά τέτοια συμπεριφορά. Τουλάχιστον στην Αριστερά που βίωσα εγώ και όχι σε αυτή που υπάρχει σήμερα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κάνει την αυτοκριτική του στο βιβλίο.
Προς τιμήν του. Πρέπει να πω ότι η συμπεριφορά της δεξιάς παράταξης είτε γιατί έχει αυτή την ρετσινιά των επιπτώσεων των πράξεων της στους αριστερούς μετά τον εμφύλιο είτε για άλλους λόγους απέναντί μας (σ.σ. στους αριστερούς), πολλές φορές ήταν καλύτερη της συμπεριφοράς του ΠΑΣΟΚ. Το 1981 έγινε επέλαση κυριολεκτικά. Ήρθε ο Αυριανισμός και τα σάρωσε όλα.
Η συγγραφή της ιστορίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη λειτούργησε για εσάς σαν ένας τρόπος συμφιλίωσης με το παρελθόν, ως συμφιλίωση της αριστεράς με τη δεξιά από πολιτικής πλευράς;
Η συμφιλίωση για την οποία μιλάτε είχε επιχειρηθεί και από τις δύο πλευρές το ’89 και σε ένα βαθμό μπορούμε να πούμε ότι οι δύο πλευρές το πέτυχαν. Αυτό έγινε πριν γραφτούν τα βιβλία. Είναι όμως μεγάλη η συζήτηση περί του τι θα πει «Αριστερός» και τι θα πει «Δεξιός». Θα έλεγε κάποιος ότι αριστερός είναι ένας άνθρωπος σωστός, δίκαιος, τίμιος, που δεν κλέβει. Που δεν πάει να ρίξει τον άλλον. Αυτό το βρίσκεις και στους δεξιούς δεν το βρίσκεις μόνο στους αριστερούς. Δεν έχουμε οι αριστεροί την ταμπέλα για να μιλάμε αποκλειστικά περί ήθους. Βεβαίως η Δεξιά έχει κάνει ζημιά στον τόπο, όμως αυτό δεν αφορά τη συζήτηση που κάνουμε.
Αναφέρεστε στο βιβλίο για τον Χαρίλαο Φλωράκη και στον κατακερματισμό της Αριστεράς. Είπατε και προηγουμένως για την Αριστερά σήμερα.
Μετά το 1989 συντελέστηκε όντως κατακερματισμός. Πού να φανταστώ ότι θα ζήσω και θα δω τον τωρινό κατακερματισμό που γίνεται στον χώρο; Ούτε στους εφιάλτες μου αυτό. Για τη δική μου γενιά και για τους μεγαλύτερους από εμένα είναι κεραμίδα στο κεφάλι αυτό που συμβαίνει.
Μιλάτε μόνο για τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ;
Μιλάω για τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς να έχω κάποιο παρελθόν βεβαίως με το ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ δεν έχει αφήσει κανένα παράθυρο ανοικτό για να συμβεί κάτι.
«Βρείτε μου έναν Πάλμε στην Ευρώπη, έναν Μιτεράν, έναν Μπερλινγκουέρ. Εχει σχέση ο Μελανσόν με τον Μπερλινγκουέρ; Καμία.»
Στις βιογραφίες των Μητσοτάκη και Φλωράκη αλλά και στο σύνολο των πολιτικών βιογραφιών που έχετε γράψει, περιγράφετε προσωπικότητες που φέρουν το βάρος του αυτοδημιούργητου πολιτικού με ηγετικά χαρακτηριστικά ο καθένας στον χώρο της ιδεολογίας του. Υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στους σύγχρονους πολιτικούς;
Δεν υπάρχουν και αυτό είναι ένα γενικό πρόβλημα στην Ευρώπη – δεν εντοπίζεται ως πρόβλημα μόνο στην Ελλάδα. Βρείτε μου έναν Πάλμε στην Ευρώπη, έναν Μιτεράν, έναν Μπερλινγκουέρ. Εχει σχέση ο Μελανσόν με τον Μπερλινγκουέρ; Καμία. Ευτυχώς, βέβαια, που υπάρχει ο Μελανσόν και γλιτώσαμε από την Λεπέν, αλλά απουσιάζουν η οξυδέρκεια, η παιδεία και η πολιτική υπόσταση του ύψους ενός Μπερλινγκουέρ, σαν αυτό που είχε ο ηγέτης του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος.
Οι Έλληνες πολιτικοί που περιγράφετε ως προσωπικότητες συνιστούν μία πολιτική και ιστορική παρακαταθήκη. Θα υποδεικνύατε σήμερα πολιτικούς με τη στόφα του ηγέτη;
Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω κανέναν αλλά δεν μπορώ να το πω και με βεβαιότητα. Πιθανόν να υπάρχουν πολιτικοί που δεν φαίνονται, ίσως γιατί δεν θέλουν να ανακατευτούν. Εδώ με το που βγαίνεις μπροστά ασκείται κριτική όχι για την πολιτική που κάνεις, αλλά για την προσωπική σου ζωή και τα προσωπικά σου γούστα.
Η τάση της εποχής ευνοεί την εξόντωση της προσωπικότητας του άλλου στη δημόσια σφαίρα…
Βεβαίως φταίνε και οι πολιτικοί που ο κόσμος έχει αποδομήσει τον πολιτικό και την πολιτική αλλά από την άλλη πλευρά, κι εμείς σαν λαός δεν κάνουμε καμία προσπάθεια να πάρουμε τα πάνω μας. Δεχόμαστε ότι μας σερβίρει η τηλεόραση, βλέπουμε μόνο ό,τι σκουπίδι υπάρχει. Η πολιτεία και τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να επιμείνουν στην ποιότητα και όχι, για παράδειγμα, στην φτηνή ψυχαγωγία, για να δει ο τηλεθεατής και την καλή πλευρά του θεάματος. Στο τέλος απομονώνεσαι. Η δικιά μου γενιά νομίζω ότι απομονώνεται πια. Βλέπω ελάχιστα τηλεόραση.
Ακούγεστε απαισιόδοξη. Στη φετινή επέτειο των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης, ανατρέχοντας στους σταθμούς της διαδρομής της ελληνικής δημοκρατίας, υπάρχει κάποιο αισιόδοξο μήνυμα;
Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξη. Κατ’ αρχάς έχουμε δημοκρατία. Μην γυρίσει κανείς να μου πει ότι έχουμε δημοκρατία που προσομοιάζει στη δικτατορία, εδώ θα πω «όχι διότι δεν έχεις γνωρίσει την δικτατορία, φίλε μου». Δεν επιτρέπεται να λέμε ότι έχουμε δικτατορία, έχουμε δημοκρατία. Με τα όποια προβλήματά της, αλλά έχουμε δημοκρατία.
Τι μένει από αυτά τα 50 χρόνια μεταπολίτευσης; Η ιστορία των γονιών σας και της οικογένειάς σας είναι συνυφασμένη με αυτή την πεντηκονταετία.
Το 1974 μετά από πολλά χρόνια, η οικογένεια μας έσμιξε πλέον ελεύθερη και χωρίς φόβο ότι αύριο μπορεί να έρθει κάποιος να χτυπήσει την πόρτα και να τους ξαναπάρει μακριά. Αυτό νομίζω ότι αρκεί. Πρόσεξε να δεις πώς είναι η τύχη: στις 21 Απριλίου 1966 αποφυλακίζονται και οι τελευταίοι κομμουνιστές, ανάμεσά τους και ο πατέρας μου και ο Χαρίλαος (Φλωράκης).
Και στις 21 Απριλίου του ’67, στις 5 το πρωί, αφού είχε προηγηθεί γλέντι σπίτι μας για τον ένα χρόνο ελευθερίας – ήταν ο Χαρίλαος, ο πατέρας μου, ο Τρικαλινός, η Ρούλα Κουκούλου, η γυναίκα του Ζαχαριάδη στο τραπέζι. Εγώ με τον Γιάννη Θεοδωράκη είχαμε πάει σινεμά και γύρισα γύρω στις 1π.μ.. Βοήθησα τη μάνα μου να μαζέψει και στις 5 το πρωί χτύπησε το κουδούνι. Ήρθαν να τους πάρουν. Ήταν από τους πρώτους που πήραν. Δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Σκέτη τρέλα.
Με αφορμή τις βιογραφίες του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Χαρίλαου Φλωράκη που κυκλοφορούν τώρα σε ειδική έκδοση από το ΒΗΜΑ, ποια ανάμνηση θα θέλατε να μοιραστείτε από τον καθένα;
Στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν έμπαινε στο σπίτι του και τύχαινε να είμαι εκεί με την Μαρίκα, η πρώτη του κουβέντα ήταν «Τι κάνουν τα παιδιά; Μίλησες σήμερα;» Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η οικογένεια με όλα τα σκαμπανεβάσματά της, κρατιέται ακόμα δεμένη. Ήταν και οι δύο γονείς κοντά στα παιδιά τους.
Ο Χαρίλαος σαν άνθρωπος ήταν πολύ απλός. Κρατάω ότι κάθε φορά που τελειώναμε την εργασία για το βιβλίο – έτσι και αλλιώς πήγαινα πολύ συχνά σπίτι του – δεν γινόταν να φύγω αν δεν μου έλεγε για το νέο του απόκτημα. Πότε ήταν μια καινούργια φωτογραφική μηχανή, πότε ένα καινούργιο στυλό ή ένα καινούριο τηλέφωνο. Του άρεσε να ασχολείται με την τεχνολογία. Έκανε σαν παιδί και έλεγα μέσα μου «κοίτα να δεις τώρα, αυτός ο άνθρωπος τόσα χρόνια φυλακές, εξορίες, όλη του τη ζωή και προσπαθεί να ζήσει αυτά που έχασε σε όλα τα επίπεδα».