Το βράδυ της 26ης Ιουλίου του 2024 θα μείνει για πάντα χαραγμένο στα αρχεία της ιστορικής μνήμης, καθώς «έδωσε» το έναυσμα της έναρξης των 33ων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο αυτή τη φορά η τελετή που σηματοδότησε την έναρξη δεν εντάχθηκε στα πλαίσια του παραδοσιακού και καθρέφτισε, με τρόπο γλαφυρό, τα πολλαπλά και πολλές φορές αντιθετικά στοιχεία που συνθέτουν τον πολιτισμό των ημερών μας, προβάλλοντας παράλληλα τα εκκωφαντικά, μέσα στη σιωπή τους, έντονα υπαρξιακά του ζητήματα.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως η έναρξη των αγώνων συνοδεύτηκε από καλλιτεχνική ευρηματικότητα και πρωτότυπες συλλήψεις, από αναφορές σε σπουδαίες ιστορικές στιγμές, όπως η Γαλλική Επανάσταση, που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του σύγχρονου ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού, αλλά και από αξιομνημόνευτες παρουσίες ψυχικού μεγαλείου, όπως η αξεπέραστη Céline Dion, η οποία, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, έκλεισε την τελετή με τον καλύτερο τρόπο, υπενθυμίζοντάς μας τι σημαίνει ψυχική ανθεκτικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο η βαρκάδα της πομπής των αθλητών στον ποταμό Σηκουάνα, όσο και η πτήση της ολυμπιακής φλόγας στον θόλο του παρισινού ουρανού ήρθαν να υπενθυμίσουν τη ρήση του Ηρακλείτου: «πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει». Επομένως μέσα στη ροή και τη ρευστότητα των πραγμάτων, δεν κατόρθωσε ούτε η βροχή να απολυτρώσει το «Αρχαίο Πνεύμα», που αν και αθάνατο, δέχτηκε, από την έναρξη των φετινών ολυμπιακών αγώνων, βέβαιο πλήγμα, όπως συγχρονιστικά έγινε «έκδηλο» από την ίδια τη σημαία τους, η οποία κυμάτισε ανάποδα, εκπέμποντας ένα ιδιότυπο «σήμα κινδύνου», σε τέτοιο βαθμό που ο Αρχιμήδης, για δεύτερη φορά, θα μπορούσε να αναφωνήσει το ιστορικό: «μή μου τοὺς κύκλους τάραττε»!
Και αυτό διότι το ιδεώδες της ελληνικής αρχαιότητας προέβαλε μια νεότητα, όπως μαρτυρεί ο Αριστοτέλης , που χαρακτηρίζεται από σωματικές αρετές όπως παράστημα, κάλλος (ευμορφία), δύναμη και αθλητική επίδοση και παράλληλα από τις ψυχικές αρετές της σωφροσύνης (σαν την υπερίσχυση επί των ηδονών και των επιθυμιών ως έννοια δηλαδή ευθυκρισίας και μέτρου) και της ανδρείας. Μια έμμετρη, με άλλα λόγια, συνύφανση ψυχικών και σωματικών αρετών, χωρίς υπερβάσεις, πιστή στο «μηδὲν ἄγαν».
Βραβείο εκείνων των πρώτων αγώνων, που δεν μετρούσαν τις επιδόσεις, αποφεύγοντας να εξισώσουν τον αθλητισμό με τη λογική του υπεράνθρωπου και εν τέλει του άμετρου και απάνθρωπου ανταγωνισμού, αποτελούσε ο Κότινος. Υλικό για το «ταπεινό» αυτό στεφάνι αποτελούσαν τα κλαδιά αγριελιάς, που βρισκόταν στον περίβολο του ναού του Ολυμπίου Διός και συλλέγονταν από νέο του οποίου και οι δύο γονείς βρίσκονταν εν ζωή. Έπειτα ακολουθούσε η απόθεσή τους σε τράπεζα του ναού της Ήρας, απ’ όπου τα παρελάμβαναν οι ελλανοδίκες (οι κριτές των αγώνων). Αμφότερες οι προϋποθέσεις της σύνθεσης του Κότινου θα μπορούσαμε να πούμε πως υποδηλώνουν την αναγκαιότητα για ισορροπία και σύζευξη των δύο πόλων (αρσενικού – θηλυκού / πατέρας – μητέρα / Δίας – Ήρα), ώστε η έννοια της νίκης, μέσα στα «ολύμπια δώματα», να είναι εφικτή.
Είναι δεδομένο πως το προαναφερόμενο, ελληνικό, πνεύμα των ολυμπιακών αγώνων διαταράχθηκε ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους με την υιοθέτηση της πρωταθληματικής λογικής και της υπέρβασης των ορίων, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στο ρητό τριών επιρρημάτων σε συγκριτικό βαθμό, «Citius, Altius, Fortius» , δηλαδή «Ταχύτερα, Υψηλότερα, Ισχυρότερα». To τρίπτυχο αυτό πρότεινε ο βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, κατά τη σύσταση της Δ.Ο.Ε., να αποτελεί σύνθημα των αγώνων, εμφυσώντας, άθελά του ίσως, τη φιλοσοφία του ανταγωνισμού στους αγώνες και απομακρύνοντάς τους από τη λιτή μα στέρεα ηθικοπνευματική ισορροπία του «εὖ ἀγωνίζεσθαι».
Επιστρέφοντας στο σήμερα διαπιστώνουμε ότι η διαταραχή του ιδεώδους αυτού προοδεύει σταθερά, όπως διαφάνηκε από διάφορες αποτυπώσεις:
Πρώτη έκφραση αυτού συνιστά η αποσιώπηση της προσφοράς και των συμβόλων του ελληνισμού, γεγονός που εκδηλώθηκε, για παράδειγμα, από τη μη ανάκρουση του εθνικού μας ύμνου, αντίθετα από ότι συνηθιζόταν μέχρι τους αγώνες που έλαβαν χώρα στη Βραζιλία το 2016 ή την εν γένει ελλιπέστατη προβολή οποιουδήποτε στοιχείου ελληνικότητας. Η αναφορά και η προβολή τους θα αποτελούσαν ταυτόχρονα, εκτός από τιμή στο έθνος που γέννησε τους αγώνες και τον δυτικό πολιτισμό, ευκαιρία να τραφεί η ρίζα της σύνδεσης με το ιστορικό παρελθόν και τον δρόμο των προγόνων.
Επόμενη εκδήλωση του φαινομένου συνιστά το συνονθύλευμα πλήθους ετερόκλητων στοιχείων, που συνέθεσαν τον καμβά της τελετής, μέσα σε μια αγωνιώδη ανάγκη καθολικής συμπερίληψης της εποχής μας, περνώντας από το metal στην όπερα και την «Carmen» και από το Can – Can, στο Cabaret της Lady Gaga και τα υπονοούμενα πανσεξουαλικών περιπτύξεων, με φόντο τη διαχρονικότητα της γαλλικής επανάστασης και τα μηνύματα ισότητας. Η όλη δομή της εκδήλωσης έδωσε το κατάλληλο υπόβαθρο για να ανθίσει μια αμφισβήτηση παντός είδους κοινωνικών ορίων, στερεοτύπων και στεγανών, πρωταρχικά μέσα από την υπέρβαση του χώρου και των ορίων του σταδίου. Επεκτάθηκε στη συνέχεια, για ακόμα μια φορά φέτος σε μια διεθνή εκδήλωση μετά την Eurovision, σε μια γενικευμένη κριτική αμφισβήτηση, έναν σκεπτικισμό απέναντι στις παραδοσιακές νόρμες και εξουσίες, που συμβολοποιήθηκαν, στα πλαίσια της «ολυμπιακής έναρξης», από την ανακτορική λογική των Βερσαλλιών. Αμφισβήτηση, η οποία φτάνει, ενίοτε σήμερα, ως την καθολική άρνηση των κανόνων και των κοινωνικών δομών, εκδηλωμένη με σφοδρότητα, όπως εκφράστηκε από το πλήθος των αποκεφαλισμένων μορφών της Μαρίας Αντουανέτας να λειτουργούν ως «θανάσιμο χτύπημα» στο σύμβολο του σύγχρονου πατριαρχικού μοναρχισμού. Το όλο πλαίσιο δεν άφησε στο απυρόβλητο ούτε τη θρησκεία μέσα από μια παραλλαγή του μυστικού δείπνου, όπου τόσο η χριστική, όσο και οι αποστολικές φιγούρες αποδόθηκαν από εκπροσώπους της LGBT, της Queer κοινότητας, αλλά και από έγχρωμους ή σημαντικά υπέρβαρους ερμηνευτές. Μια προσπάθεια, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτό το «γεύμα αγάπης» αποπειράται να στηλιτεύσει τον αποκλεισμό της διαφορετικότητας και την υποκρισία εκ μέρους των παραδοσιακών θρησκειών, αποδιδόμενη όμως με έναν τρόπο έντονο, υλικής υπερβολής και τρόπον τινά «οργιαστικό», αφού άλλωστε συνδαιτημόνας του δείπνου ευρέθη ένας αλλόκοτος – γαλανός – θεός Διόνυσος.
Όλες αυτές οι εκδηλώσεις και οι συμπεριφορές, όσο και αν δεν αρμόζουν με το ολυμπιακό πνεύμα σε επίπεδο καλαισθησίας, μοιάζει να αποτελούν μέρος των ψυχικών θραυσμάτων του διαγενεακού τραύματος, το οποίο έρχεται σήμερα στην επιφάνεια με κάθε τρόπο, άλλοτε συνειδητά, τις περισσότερες όμως φορές ασυνείδητα.
Αν επομένως για την ερμηνεία όλων των παραπάνω φαινομένων χρησιμοποιήσουμε, από πλευράς μας, τη «δάδα» που παρέχει η συστημική – συνθετική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, τότε αυτά μπορούν να αποκαλυφθούν με εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, προσεγγιζόμενα ως εγγενές ζήτημα ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος στο οποίο εκδηλώνονται, μιας κοινωνίας σε κρίση, ενός κόσμου «ορφανού» από πατέρες.
Η απουσία του άνδρα, προϊόν της συμμόρφωσής του, ανά τους αιώνες, με τις οικογενειακές, κοινωνικές και πολιτικές επιταγές, δημιούργησε τεράστια κενά στο οικιακό οικοδόμημα. Οι πολιτικοί ταγοί, πάσχοντες και εκείνοι, επομένως, από το πατρικό κενό και μη έχοντες διδαχτεί συνεπώς, τη σύνεση και τον αυτοέλεγχο, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, την ανάληψη ευθυνών και την αντίσταση στις πιέσεις κ.ο.κ., εμφανίστηκαν απροετοίμαστοι να διαχειριστούν τις διαμορφούμενες καταστάσεις, ενός κόσμου εξερχόμενου από δύο παγκόσμιους πολέμους με τα ισχυρά, ψυχοσυναισθηματικά τους απόνερα. Εξαιτίας δε του συναισθηματικού τους ελλείμματος, αναπαράγουν, μέχρι σήμερα, στην πολιτική τους τα έντονα αδιέξοδα της προσωπικής τους ζωής, προβαίνοντας συχνά σε πράξεις υλικής υπερπλήρωσης, όπως αυτές που οδήγησαν στις πολυεπίπεδες κρίσεις της εποχής μας (την οικονομική, την κλιματική, την πανδημία, το προσφυγικό κ.α.), τρέποντας, με τον τρόπο αυτόν, τον κόσμο σε μια αδιέξοδη γεωπολιτική σκακιέρα μικροπολιτικής και οικονομικών σκοπιμοτήτων.
Η τάση αυτή εκδηλώθηκε, στα πλαίσια των αγώνων, σε πολιτικό επίπεδο με ένα ακόμη «ναυάγιο» της ιδέας της ολυμπιακής – ιεράς – εκεχειρίας με τη συνέχιση των πολεμικών συρράξεων και τον αποκλεισμό της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, την ίδια στιγμή που το Ισραήλ, παρά τη διαμορφωμένη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, έλαβε τη στήριξη της Δ.Ο.Ε. και επετράπη, επομένως, η συμμετοχή του στους αγώνες. Οικονομοτεχνικά μιλώντας έγινε αισθητή από τις χρυσοποίκιλτες παρελάσεις «χλιδής» ερμηνευτών και μοντέλων, αλλά κυρίως μέσω της απροκάλυπτης, με κάθε τρόπο, προβολής του οίκου LVMH ( Louis Vuitton, Moët & Chandon, Hennessy – Dior, Chaumet, Berluti, Sephora), ο οποίος αποτέλεσε βασικό χορηγό της τελετής με 150 εκατομμύρια ευρώ. Χορηγία που κεφαλαιοποιήθηκε εξ αρχής, από τη λαμπαδηδρομία, όταν η πομπή πέρασε από τους αμπελώνες του Château Cheval Blanc – ιδιοκτησίας της LVMH – στο Σεντ Εμιλιόν, έξω από τη βίλα – μουσείο του Christian Dior, στη Γκρανβίλ της Μάγχης, μπροστά από τις πύλες του οινοποιείου της Moët & Chandon, στο Επερνέ, μέχρι την άφιξή της στη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων και κατέληξε με το να περικλείσει τη δάδα, τα μετάλλια αλλά και το ίδιο το ολυμπιακό ιδεώδες στα μπαούλα της Louis Vuitton, καταδεικνύοντας το ίδιον της εποχής μας, δηλαδή την καταφανή επικυριαρχία της ύλης επί του πνεύματος.
Ωστόσο δεν πρέπει να εκφεύγει της προσοχής μας ότι η εποχή μας, παρά τις εγγενείς δυσκολίες, τις αντιφάσεις και τις αντιξοότητες, φέρει και καλλιεργεί ταυτόχρονα τον κρυμμένο σπόρο της ελπίδας, ο οποίος τροφοδοτείται και αναπτύσσεται σταθερά, όπως προκύπτει από τα αυξανόμενα, με τα χρόνια, ερεθίσματα, αναφορικά με θέματα ψυχικής υγείας, που αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τη σημασία της συναισθηματικής νοημοσύνης, της ενσυναίσθησης, της ψυχικής ανθεκτικότητας κ.α., προβάλλοντας έναν πιο σίγουρο δρόμο προς τη σύνθεση του ολοκληρωμένου ανθρώπου, αυτόν της αυτογνωσίας.
Συνεπώς η τέχνη, που παραδοσιακά μπορεί να αποτελέσει καταφύγιο εκφόρτισης της συναισθηματικής έντασης του ατόμου, αλλά και ένα πεδίο έκφρασης και υπερβατικής αναζήτησης των εσώτερων ανθρώπινων αναγκών δύναται να προβάλλει την ανάγκη της ανασύνθεσης αυτής. Υπό το πρίσμα αυτό, τόσο ο μυστικός δείπνος με την προβολή της σεξουαλικής ρευστότητας, μεταξύ άλλων, αλλά και οι πανσεξουαλικές περιπτύξεις υποδηλώνουν και στο σήμερα την ανάγκη της ψυχής για εξισορρόπηση των δύο πόλων της (αρσενικού – θηλυκού), για μια καθολικότητα σε ενδοψυχικό επίπεδο που, στον δρόμο για την αυτοπραγμάτωση, τείνει ανεπεξέργαστη να εκδηλώνεται υπό αυτή τη μορφή.
Παράλληλα, τόσο η απρόσωπη, σκιερή, ανδρική, δαδούχος φιγούρα, που διέτρεξε και διέπλευσε την πόλη, σαν άλλος Οδυσσέας, υπερνικώντας, στην έναρξη των αγώνων, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια του ταξιδιού, σημαίνοντας τον άθλο της επιστροφής του ολυμπιακού φωτός, όσο και αυτή η μαύρη ιππότης , η φέρουσα τους ολυμπιακούς κύκλους και συμβολίζουσα, κατά τους οργανωτές, την αλληλεγγύη, ταυτιζόμενη όμως, από πολλούς, συνειρμικά σε επίπεδο κινησιολογίας, μορφής και συμβόλου, με τον «Darth Vader» τoν «σκοτεινό πατέρα» του «Πολέμου των Άστρων», αλλά και τον θάνατο, και η οποία, εν τέλει, καβάλα στο άσπρο άλογο (συμβολική ένωση άσπρου και μαύρου – αρσενικού και θηλυκού στοιχείου) εισήλθε στο στάδιο, έρχονται από κοινού να υποβάλλουν την ανάγκη για επαναφορά και αναγέννηση του ανδρικού προτύπου σε μία νέα υγιή διάσταση, δηλαδή την «επιστροφή του άνδρα» , την αποκάλυψή του έπειτα από αφάνεια και απουσία αιώνων στην οικογενειακή εστία, που θα ανάψει ξανά, (όπως άναψε ο βωμός των ολυμπιακών αγώνων, ταυτόχρονα, από το «ζεύγος» των ολυμπιονικών Marie – José Pérec και Teddy Riner), αποκαθιστώντας, με αυτόν τον τρόπο, σε έναν κόσμο που διψάει για πατέρες, την ισορροπία σε συστημικό και οικογενειακό επίπεδο.
Ο νόστος της υγειούς αρρενωπότητας οδηγεί ασυνείδητα τον άνδρα στην ανεύρεση των «θηλυκών» πλευρών του εξυγιασμένων και εκφρασμένων μέσω των συναισθημάτων της τρυφερότητας, της συμπόνιας, του μοιράσματος, της προαναφερθείσας αλληλεγγύης και «μοιραία» επιτρέπει την προσδοκώμενη γεφύρωση, τόσο του ενδοψυχικού, όσο και του διαφυλικού χάσματος.
Η γέφυρα αυτή θα επιτρέψει στο δέντρο της οικογένειας να ξαναβγάλει καρπούς. Γεγονός που, ίσως, αποτελεί και μια υποσυνείδητη επιδίωξη του ίδιου του καλλιτεχνικού διευθυντή της τελετής, του Γάλλου, ομοφυλόφιλου σκηνοθέτη, Thomas Jolly, όπως υποδηλώνεται από τα πρώτα βήματά του, όταν δημιούργησε, κάποια χρόνια μετά τον εκφοβισμό (bullying) που δέχτηκε στην εφηβεία του, το δικό του καταφύγιο, τη θεατρική ομάδα «La Piccola Familia», δηλαδή η μικρή οικογένεια, μια άλλη οικογένεια ειλικρινούς αγάπης, συμπερίληψης και αποδοχής.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τούτη η γεφύρωση του ενδοψυχικού και διαφυλικού χάσματος μπορεί να γίνει ο δίαυλος για την υλοποίηση μιας κοινωνίας διορθωτικών εμπειριών, μία πρωτόφαντη πολιτεία μέτρου και κάλους, όπου το τραύμα μπορεί να γίνει θαύμα, οδηγώντας το ανθρώπινο πνεύμα στην καταστέρωσή του μέσα στον ολύμπιο – ουράνιο θόλο.
Η Μπαρμπαλιού Ελισάβετ είναι Πρόεδρος και Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Ερευνας